Συρία: Ο οίκος των λιονταριών

Το πιλοτήριο έβραζε από τις υψηλές θερμοκρασίες. Ο Χαφέζ Αλ Άσαντ, όμως, ο πατέρας του σημερινού προέδρου της Συρίας ήξερε να περιμένει υπομονετικά το πράσινο φως του πύργου ελέγχου. Μέσα από το κόκπιτ ενός μαχητικού αεροσκάφους έμαθε να ελίσσεται στην ιεραρχία της συριακής πολεμικής αεροπορίας και, από ύψος αρκετών χιλιάδων ποδιών, είδε να γράφεται η ιστορία της Μέσης Ανατολής. Με το κράνος του πιλότου ταξίδεψε από την Αίγυπτο του αραβικού εθνικισμού μέχρι τη Σοβιετική Ένωση του Ψυχρού Πολέμου και γνώρισε την άνοδο και την πτώση των μεγάλων «αυτοκρατοριών» του 20ου αιώνα.

Το μόνο που δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ήταν ότι η «δυναστεία» των Ασάντ θα έβρισκε το συμβολικό της τέλος εκεί απ’ όπου ξεκίνησε – στο πιλοτήριο ενός αεροσκάφους.

Πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή του εάν ο πατέρας του είχε καταφέρει να μαζέψει λίγα ακόμη χρήματα και ο νεαρός Χαφέζ δεν αναγκαζόταν να εγκαταλείψει την ιατρική για να καταταγεί στην πολεμική αεροπορία; Εκεί τουλάχιστον είχε ένα πιάτο φαΐ και ένα σπίτι. Κυρίως όμως είχε πρόσβαση στην νεογέννητη αστική τάξη που θα καθόριζε το μέλλον της Συρίας. Η ζωή του, όπως και αυτή των προγόνων και των απογόνων του, ήταν ένας θαμπός αντικατοπτρισμός της ιστορίας της Συρίας αλλά και ολόκληρης της Μέσης Ανατολής. Ο παππούς του, ένας φτωχός Αλεβίτης παλαιστής, ήρθε στη σημερινή Συρία από την Τουρκία. Ήταν αρχές του 20ου αιώνα και η Οθωμανική αυτοκρατορία ζούσε τις τελευταίες ημέρες της ύπαρξής της ισορροπώντας σε μια καμπή της παγκόσμιας οικονομίας. Όπως εξηγεί ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου, στο βιβλίο του «Η Αμερικανική Τζιχάντ», εκείνη την εποχή συντελούνται δυο κοσμοϊστορικές εξελίξεις: η ανακάλυψη πετρελαίου στα αραβικά εδάφη και η ανάπτυξη της αυτοκινητοβιομηχανίας. Όταν ο Φορντ παρουσιάζει το μοντέλο Τ, και μαζί τη σύγχρονη αλυσίδα παραγωγής, οι οικονομίες της Δύσης έχουν μόλις ανακαλύψει ένα νέο μοχλό ανάπτυξης. Το μόνο που απομένει είναι να εξασφαλίσουν ότι το πετρέλαιο, που θα κινήσει τους τέσσερις τροχούς της προπολεμικής ανάπτυξης, θα φύγει από τον έλεγχο των Αράβων. Και ένας από τους ανθρώπους που ανέλαβαν το δύσκολο αυτό έργο άκουγε στο όνομα Τόμας Έντουαρντ Λόρενς – ο Λόρενς της Αραβίας.

Όταν ο παππούς του Χαφέζ Αλ Άσαντ εγκαταστάθηκε πλέον στα συριακά εδάφη ο Λόρενς της Αραβίας γυρόφερνε τη Δαμασκό, προσποιούμενος των αρχαιολόγο, για λογαριασμό των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών (ο συνδυασμός του πράκτορα-δημοσιογράφου δεν ήταν ακόμη ευρέως διαδεδομένος). Αποστολή του ήταν να υποδαυλίσει τις αραβικές εξεγέρσεις που θα αποσταθεροποιούσαν περαιτέρω την ασθμαίνουσα Οθωμανική αυτοκρατορία. Μεταξύ άλλων υπόσχεται στους Άραβες τη δημιουργία ενός ενιαίου κράτους που θα περιελάμβανε τη σημερινή Παλαιστίνη, το Λίβανο, τη Συρία, το Ιράκ, το Ισραήλ και την Ιορδανία – υπόσχεται δηλαδή τη Μεγάλη Συρία. Αντί γι’ αυτό, μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες παίρνουν έναν χάρτη και χαράσσουν ευθείες γραμμές. Τα τερατόμορφα τετραγωνισμένα κράτη που προκύπτουν κλείνουν μέσα τους ένα μωσαϊκό εθνοτήτων και θρησκειών. Είναι μια θάλασσα πολιτικής αστάθειας με την οποία οι Ευρωπαίοι μπορούν να ελέγχουν ολόκληρη την περιοχή.

Μέσα σε αυτή την θάλασσα όμως θα δημιουργηθούν και τα κύματα της αραβικής οργής τα οποία θα φέρουν στην επιφάνεια την οικογένεια των Άσαντ. Ο πατέρας του Χαφέζ, ο Αλί Σουλεϊμάν, θα διακριθεί στον αγώνα εναντίον των Γάλλων αποικιοκρατών και έτσι θα κερδίσει το παρατσούκλι Αλ Ασάντ (το λιοντάρι). Μια νέα πολιτική δυναστεία έχει μόλις γεννηθεί.

Ο Χαφέζ αλ Ασαντ μαγεύεται από τον ιδρυτή του κόμματος Μπάαθ, Μισέλ Αφλάκ και το σύνθημά του «Ενότητα, Ελευθερία, Σοσιαλισμός» που αντηχούσε τότε σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο. Καθώς η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία καταρρέει μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, στη Συρία όπως και σε τόσες άλλες χώρες της περιοχής, τα μεσαία και ανώτερα στρώματα ισορροπούν άτσαλα ανάμεσα στο όραμα του αστικού εκσυγχρονισμού αλλά και στα κελεύσματα της ρωσικής επανάστασης. Πρόκειται όμως για δυο βάρκες με διαφορετική κατεύθυνση που θα ρίξουν στη θάλασσα όποιον προσπαθήσει να ισορροπήσει επάνω τους. Ο ίδιος ο Αφλάκ δηλώνει ταυτόχρονα οπαδός του σοσιαλισμού και εχθρός του Μαρξ, καθώς θεωρεί τον μαρξισμό σαν ένα ακόμη δημιούργημα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Μέσα σε αυτό το νεφελώδες σκηνικό του «αραβικού σοσιαλισμού» και του παναραβισμού θα κληθεί να πιλοτάρει το μαχητικό του αεροσκάφος και ο Χαφέζ. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, όταν η βρετανική αυτοκρατορία άφηνε τον επιθανάτιο ρόγχο της, τον συναντάμε να πραγματοποιεί αναγνωριστικές πτήσεις στον εναέριο χώρο της Συρίας. Το 1956, όταν ο Νάσερ της Αιγύπτου καταλαμβάνει τη διώρυγα του Σουέζ, ο Χαφέζ θα είναι ένας από τους πρώτους πιλότους που θα πετάξουν στο Κάιρο κομίζοντας ένα μήνυμα συμπαράστασης από τη Δαμασκό. Οι δυο χώρες μάλιστα θα ενωθούν για σύντομο χρονικό διάστημα από το 1958 έως το 1961 σχηματίζοντας την Ενωμένη Αραβική Δημοκρατία – ένας βραχύβιος γάμος που συνθλίβεται υπό το βάρος του ανταγωνισμού των συριακών και αιγυπτιακών ελίτ. Οι δρόμοι τους θα είναι πλέον παράλληλοι αλλά και ασύμπτωτοι, όπως και οι αεροδιάδρομοι που ακολουθεί ο Χαφέζ Αλ Άσαντ.

Λίγα χρόνια αργότερα ο πιλότος της ιστορίας μας αφήνει τα μονοκινητήρια Fiat G.46 και ταξιδεύει στην πρώην ΕΣΣΔ για να εκπαιδευτεί στα υπερσύγχρονα για την εποχή Mig- 17. Ήταν η εποχή που ο Ψυχρός Πόλεμος μετέτρεπε τη Μέση Ανατολή σε ένα ακόμη θέρετρο γεωπολιτικής αντιπαράθεσης. Η Αίγυπτος και η Συρία περνούσαν στο ανατολικό μπλοκ ενώ το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία αλλά και το Ιράν του Σάχη προορίζονταν να αποτελέσουν τους βασικούς πυλώνες της Αμερικανικής κυριαρχίας στην περιοχή.

Το μπααθικό καθεστώς, του οποίου θα ηγηθεί ο Χαφέζ αλ Άσαντ, υστερα από το πραξικόπημα του 1970, μπορεί να μην φέρνει τον σοσιαλισμό που υποσχόταν αλλά οικοδομεί το δικό του ιδιότυπο κοινωνικό συμβόλαιο: Τεράστιες αγροτικές εκτάσεις αναδιανέμονται σε μικροκαλλιεργητές και ακτήμονες ενώ τουλάχιστον το 80% της βιομηχανίας εθνικοποιείται προσφέροντας θέσεις εργασίας και δημιουργώντας τις δομές για την ανάπτυξη της οικονομίας. Σε αρκετές φάσεις της ιστορίας του το Μπάαθ θα δώσει κοινές μάχες με τα συνδικάτα και τους κομμουνιστές της χώρας για τα δικαιώματα των αγροτών και των εργατών.

Από τη στιγμή όμως που ο Χαφέζ Αλ Άσαντ θα αφήσει το πηδάλιο των μαχητικών αεροσκαφών για να αναλάβει το τιμόνι της χώρας συντελούνται δυο σημαντικές αλλαγές: το καθεστώς στρατικοποιείται ενώ παράλληλα ο Ασαντ πραγματοποιεί άνοιγμα στο Ισλάμ. Το Μπάαθ εξακολουθεί να παρουσιάζεται σαν προπύργιο του κοσμικού κράτους αλλά ανάμεσα στις πολεμίστρες του ξεφυτρώνουν

χιλιάδες μουσουλμανικά τεμένη. Το όραμα του αστικού εκσυγχρονισμού δίνει τη θέση του σε ένα αυταρχικό καθεστώς ενώ ο «σοσιαλισμός» του Μπάαθ μετατρέπεται σε ένα γραφειοκρατικό τερατούργημα.

Ο «γιός του Λιονταρίου» όμως θα επαναχαράξει και την εξωτερική πολιτική της χώρας του. Παρά τα ρητορικά του ξεσπάσματα υπέρ των Παλαιστινίων και εναντίον των ΗΠΑ και του Ισραήλ ο Χαφέζ δεν φαίνεται να συγκράτησε και πολλά από τον πρόσφυγα παππού του και τον αντι-αποικιοκράτη πατέρα του. Το 1976 σε μια από τις πιο κρίσιμες μάχες του εμφυλίου στο Λίβανο ο Ασάντ θα προδώσει την παλαιστινιακή Αριστερά δίνοντας το στρατηγικό πλεονέκτημα στους ανθρώπους της Ουάσινγκτον και του Τελ Αβίβ. Όταν ο πρόεδρος Μπούς θα ξεκινήσει τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου η Δαμασκός θα είναι μια από τις πρώτες αραβικές χώρες που θα ταχθεί στο πλευρό του. Και αργότερα όμως, όταν η Τουρκία ξεκινούσε το ανθρωποκυνηγητό για τον Αμπντουλάχ Οτζαλάν ο Ασάντ προτίμησε να τον πετάξει έξω από τη Συρία – πολύ πριν προλάβει δηλαδή ο Θόδωρος Πάγκαλος να τον παραδώσει στους διώκτες του, υπό τις εντολές του Κώστα Σημίτη και τις επεφευημίες της Ουάσινγκτον.

Για τις ΗΠΑ, την Τουρκία και κυρίως το Ισραήλ η οικογένεια των Ασάντ παρέμενε ένας «πολύτιμος εχθρός». Μπορεί να φωνασκούσε στα διεθνή φόρα και να λειτουργούσε σαν γέφυρα ανάμεσα στο Ιράν και την φιλοϊρανική οργάνωση Χεζμπολάχ του Λιβάνου αλλά πάντα υποχωρούσε την κρίσιμη στιγμή. Και ο διάδοχος του Χαφέζ Αλ Ασαντ δεν έδειχνε διατεθειμένος να πειράξει αυτή τη πολιτική. Πως θα μπορούσε άλλωστε…

Ο Μπασάρ αλ Ασαντ το είχε ξεκαθαρίσει από μικρός: Εγώ θα γίνω γιατρός έλεγε και υπενθύμιζε με κάθε ευκαιρία ότι δεν σκάμπαζε και πολλά από πολιτική. Αυτές ήταν δουλειές για τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Μπασέλ αλ Άσαντ, τον οποίο ο πατέρας του προετοίμαζε από πολύ μικρό για τη διαδοχή. Αυτός είχε θητεύσει δίπλα στους καλύτερους και πιο έμπιστους στρατηγούς της Συρίας και αυτός άκουγε από μικρός τον πατέρα του να του εξηγεί τα μυστικά της αραβικής διπλωματίας. Μόνο που ο Μπασέλ είχε ένα μικρό ελάττωμα που θα άλλαζε για πάντα την ιστορία της Συρίας – αγαπούσε υπερβολικά τα γρήγορα αυτοκίνητα.

Εκείνο το μεσημέρι της 21ης Ιανουαρίου του 1994 ο Μπασάρ αλ Άσαντ ένοιωσε να τον λούζει κρύος ιδρώτας όταν του ανακοίνωσαν ότι ο Μπασέλ σκοτώθηκε μέσα στην Μερσεντές του ενώ οδηγούσε με ομίχλη κοντά στο αεροδρόμιο της Δαμασκού. Δεν ήταν μόνο ο χαμός του αδελφού του που τον συγκλόνιζε. Ήταν και το γεγονός ότι σύντομα ο πατέρας του θα τον καλούσε να προετοιμαστεί για τη διαδοχή. Όσα είχε μάθει ο Μπασέλ σε μια ολόκληρη ζωή ο Μπασάρ έπρεπε να τα αφομοιώσει μέσα σε λίγα χρόνια. Αυτός, που ήθελε να γίνει οφθαλμίατρος, βρέθηκε ξαφνικά σε μια στρατιωτική ακαδημία να λαμβάνει ταχύρηθμα μαθήματα για το πως να γίνει… δικτάτορας. Ο πατέρας του φρόντισε βέβαια να απομακρύνει από το στρατευμα όσους θα μπορούσαν μελλοντικά να αμφισβητήσουν την κυριαρχία του και έστηνε καθημερινά το προφίλ του ηγέτη από τα κυβερνητικά μέσα ενημέρωσης. Ο νεαρός Μπασάρ όμως γνώριζε πολύ καλά ότι η πατρική προστασία είχε ημερομηνία λήξης. Και η αποφράδα μέρα ήρθε τον Ιούνιο του 2000 όταν ο Χαφέζ Αλ Ασαντ άφησε τον μάταιο ετούτο κόσμο και μαζί τον προεδρικό θώκο της Συρίας.

Κανένας δεν περίμενε φυσικά από έναν παρ’ολίγον οφθαλμίατρο και κατά λάθος δικτάτορα να αλλάξει ριζικά την εσωτερική και πολύ περισσότερο την εξωτερική πολιτική της Συρίας. Ο νέος πρόεδρος όμως βρήκε τελικά τον τρόπο να αφήσει το δικό του στίγμα: Ανάμεσα στον εσωτερικό αυταρχισμό και την εξωτερική υποχωρητικότητα, που κληρονόμησε από τον πατέρα του, αποφάσισε να απελευθερώσει και το τζίνι του νεοφιλελευθερισμού. Όπως και αρκετοί άλλοι δικτάτορες, από την Χιλή του Πινοσέτ μέχρι την Τουρκία του στρατηγού Εβρέν, ο ηγέτης της Συρίας είχε στα χέρια το βασικότερο συστατικό για την επιτυχία κάθε νεοφιλελεύθερου πειράματος: ένα πανίσχυρο κράτος για να επιβάλλει το «αόρατο χέρι» της αγοράς.

Όπως διαπίστωσαν όμως λίγο νωρίτερα δυο άλλα μέλη της σοσιαλιστικής διεθνούς, ο δικτάτορας Μπεν Αλί της Τυνησίας και ο Χόσνι Μουμπάρακ της Αιγύπτου, η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού πριόνιζε το κλαδί επάνω στο οποίο κάθονταν – για την ακρίβεια ροκάνιζε το κοινωνικό συμβόλαιο που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει ανταλλάσσοντας τις συλλογικές ελευθερίες με ένα στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης.

Η ανεργία εκτινάχθηκε στα ύψη, σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού βρέθηκε κάτω από το όριο της φτώχειας ενώ βασικά είδη διαβίωσης και υπηρεσίες κοινής ωφέλειας έγιναν όνειρο θερινής νυκτός για χιλιάδες πολίτες.

Μοναδικοί ωφελημένοι από το νεοφιλελεύθερο άνοιγμα του Ασάντ ήταν τα στελέχη του παλαιού γραφειοκρατικού μηχανισμού που πλούτισαν μέσα σε λίγους μήνες από το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Συγγενείς και φίλοι της προεδρικής οικογένειας βρέθηκαν να ελέγχουν το δίκτυο τηλεπικοινωνίας και άλλες βασικές υποδομές ενώ την ίδια ώρα η γεωργία και η βιομηχανία έδιναν τη θέση τους σε ένα διεφθαρμένο χρηματοπιστωτικό τομέα. Η νεόπλουτη αστική τάξη στη Δαμασκό και το Χαλέπι (στις περιοχές που παρεπιμπτόντως δεν σημειώθηκαν μεγάλες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις) δήλωναν πίστη στον Μπασάρ Αλ Ασαντ και σε συνεργασία με το στρατό υπόσχονταν την μακροημέρευση της εξουσίας του. Υπολόγιζαν όμως χωρίς τις στρατιές των νέων ανέργων, των φτωχών και των καταπιεσμένων που σύντομα θα έθεταν σε κίνηση τον τροχό της συριακής ιστορίας. Η επανάσταση βρισκόταν πλέον προ των πυλών και το μόνο που έλειπε ήταν ένας πτυχιούχος μικροπωλητής στην Τυνησία να ανάψει ένα σπίρτο για να τυλίξει τον εαυτό του και ολόκληρο τον αραβικό κόσμο στις φλόγες.

Η βάναυση, αιματηρή απάντηση του Μπασάρ αλ Άσαντ στη συριακή εξέγερση θα αποδείξει ότι 12 χρόνια στην εξουσία είναι αρκετά για να μετατρέψουν και τον καλύτερο οφθαλμίατρο σε έναν αιμοσταγή δικτάτορα. Σε αντίθεση όμως με τον πατέρα του και τον παππού του ο Μπασάρ δεν έδειχνε να συνειδητοποιεί ότι η ιστορία ετοιμαζόταν να τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια του.

Παρά την κατά διαστήματα συνεργασία του με τη Δύση το αυταρχικό καθεστώς του Ασάντ παρέμενε ένας πολύτιμος κρίκος στη σφαίρα επιρροής του Ιράν και γι’ αυτό επικίνδυνος για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Καθώς μάλιστα η πολιτική Μπους είχε πετύχει το ακατόρθωτο, να ενισχύσει δηλαδή την επιρροή της Τεχεράνης ακόμη και μέσα στο Ιράκ, οι επιτελείς του Πενταγώνου αναζητούσαν τον αδύναμο κρίκο για να σπάσουν το λεγόμενο σιιτικό τόξο της Τεχεράνης. Σε αντίθεση δηλαδή με τη Λιβύη του Καντάφι, όπου η εισβολή του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ είχε ως βασικό στόχο την ενεργειακή αυτονομία της Ευρώπης, η Συρία αποτελούσε μια κερκόπορτα για το Ιράν.

Η Συρία όμως δεν ήταν Λιβύη και ο Ασάντ δεν ήταν ένας ακόμη Καντάφι. Ένας καλά εκπαιδευμένος στρατός, μια ισχυρή αεράμυνα και η στήριξη της Ρωσίας, που φοβόταν ότι θα χάσει τη μοναδική ναυτική της βάση στην περιοχή, μετέτρεπαν τη χώρα σε έναν αξιοσέβαστο αντίπαλο. Κανένας Αμερικανός πρόεδρος δεν θα έστελνε τα αγόρια του σε ένα τέτοιο «Βιετνάμ της Μέσης Ανατολής». Η Ουάσινγκτον όμως είχε μια… τρομοκρατική ιδέα.

Μετά την εν ψυχρώ εκτέλεση του Οσάμα μπιν Λάντεν ο Λευκός Οίκος είχε εγκαταλείψει τις αντιμουσουλμανικές σταυροφορίες του Τζορτζ Μπους. Τα κινήματα των Αδελφών Μουσουλμάνων μετατράπηκαν σε προνομιακό συνομιλητή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το πολιτικό Ισλάμ φάνταζε και πάλι σαν ένα πρώτης τάξη ανάχωμα απέναντι στην Αραβική Άνοιξη που απειλούσε το status quo ολόκληρης της Μέσης Ανατολής. Στην περίπτωση της Συρίας, όμως, η Ουάσινγκτον δεν έδειχνε διατεθειμένη να αρκεστεί στα πολιτικά στελέχη του Ισλάμ. Με τη βοήθεια του Κατάρ και της Σαουδικής Αραβίας οι ΗΠΑ άρχισαν να εξοπλίζουν ομάδες ανταρτών, που λίγο διέφεραν από τους εξτρεμιστές μουσουλμάνους τους οποίους πολεμούσαν στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Η συνταγή είχε δοκιμαστεί με επιτυχία σε όλη τη δεκαετία του ’80, όταν ο Λευκός Οίκος και η CIA εξόπλιζαν ισλαμιστές τρομοκράτες στο Αφγανιστάν και όταν η Τουρκία και η Αλγερία δοκίμαζαν την κρυφή γοητεία του ισλαμικού εξτρεμισμού. Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί όμως ότι μόλις μια δεκαετία μετά την 11η Σεπτεμβρίου οι ΗΠΑ θα έφταναν να πανηγυρίζουν για κάθε «τρομοκρατικό» χτύπημα απέναντι στο καθεστώς Ασάντ.

Οι New York Times και άλλες ναυαρχίδες του αμερικανικού Τύπου δυσκολεύονταν να κρύψουν τη χαρά τους όταν στις 19 Ιουλίου ένας βομβιστής αυτοκτονίας σκόρπισε το θάνατο στο κέντρο της Δαμασκού παίρνοντας μαζί του ανώτατα στελέχη του συριακού καθεστώτος. Λίγες ημέρες νωρίτερα η ίδια εφημερίδα χαιρέτιζε τα στρατόπεδα εκπαίδευσης εξτρεμιστών που σύμφωνα με πληροφορίες έχουν στηθεί σε χώρες όπως η Τουρκία. «Οι αντάρτες εκπαιδεύονται σε εκρηκτικά για να εξισορροπήσουν (τους αντιπάλους)» ήταν ο χαρακτηριστικός τίτλος σχετικού άρθρου που εξηγούσε ότι οι βομβιστικές επιθέσεις «που έχουν καταγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο ως ένα μέσο αντίστασης στους ξένους κατακτητές τώρα στρέφονται εναντίον ενός στρατού από τους πολίτες της χώρας». Για άλλη μια φορά η τρομοκρατία του ενός ήταν το απελευθερωτικό κίνημα… των ΗΠΑ.

Πόσο μακρινά αλλά και πόσο οικεία να φάνταζαν όλα αυτά για τον Μπασάρ αλ Άσαντ; Μια γνήσια αραβική εξέγερση, όπως αυτή που έζησε ο παππούς του στα χρόνια του Λόρενς της Αραβίας, ανέτρεπε τις ισορροπίες δεκαετιών. Ξένοι πράκτορες ήταν και πάλι εκεί για να εκμεταλλευτούν τις περιστάσεις ενώ οι εθνικοί στρατοί έδιναν άνισες μάχες με ομάδες ατάκτων – πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα των μεγάλων δυνάμεων. Το όραμα του Αφλάκ για ένα παναραβικό μέτωπο ήταν κλινικά νεκρό εδώ και δεκαετίες ενώ το σώμα του ιδρυτή του Μπάαθ βρίσκεται θαμμένο σε ένα μαυσωλείο στο Ιράκ (το οποίο μετατράπηκε σε γυμναστήριο για τα αμερικανικά στρατεύματα κατοχής). Δυνάμεις ισλαμιστών, όπως αυτές που εξέθρεψε ο πατέρας του, διεκδικούσαν ένα κομμάτι της εξουσίας ενώ το νεοφιλελευθερο τζίνι που ο ίδιος απελευθέρωσε είχε μόλις διαρρήξει τον κοινωνικό ιστό.

Μόνο που αυτή τη φορά ο Ασάντ δεν βρισκόταν στο κόκπιτ της ιστορίας όπως ο πατέρας του. Στα μέσα Ιουνίου ένας άλλος πιλότος, αφού περίμενε υπομονετικά το πράσινο φως του πύργου ελέγχου, άναψε τους κινητήρες ενός Mig-21. Το απογείωσε και ύστερα από λίγα λεπτά το προσγείωσε και πάλι σε ένα αεροδρόμιο της Ιορδανίας όπου και ζήτησε πολιτικό άσυλο. Το καμάρι του συριακού στρατού εγκατέλειπε την ηγεσία σηματοδοτώντας το τέλος τη δυναστείας των Ασάντ. Το ποια μορφή θα πάρει αυτή μένει να καθοριστεί στα πεδία των μαχών ανάμεσα στους επαναστατημένους Σύρους και τους μισθοφόρους των ξένων δυνάμεων.

Άρης Χατζηστεφάνου

 Unfollow Τεύχος 9, Σεπτέμβριος 2012

Σχετικά θέματα:
Ένας Τεξανός στη Δαμασκό
«Παγκόσμιος» πόλεμος στη Συρία

inffowar logo

Βοήθησε το INFO-WAR να συνεχίσει την ανεξάρτητη δημοσιογραφία

Για περισσότερες επιλογές πατήστε εδώ