Το 1979 η Αίγυπτος ήταν η πρώτη χώρα που υπέγραψε ειρηνευτική συνθήκη με το Ισραήλ, έναν χρόνο μετά τη σύνοδο κορυφής του Καμπ Ντέιβιντ μεταξύ του Προέδρου Ανουάρ Σαντάτ και του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μεναχέμ Μπέγκιν. Ακολούθησε μετά από 15 χρόνια η Ιορδανία, ενώ το 2020, μετά από διάστημα 26 χρόνων, θα λάμβανε χώρα και η ειρηνευτική συμφωνία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ) με το Ισραήλ. Από εκείνη τη στιγμή χρειάστηκαν λιγότερες από 30 ημέρες για την τέταρτη συμφωνία, μεταξύ Μπαχρέιν και Ισραήλ, που ανακοινώθηκε την Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Υπάρχουν εικασίες ότι περισσότερες αραβικές χώρες, από το Μαρόκο έως το Σουδάν και το Ομάν, ενδέχεται να ακολουθήσουν τα βήματα των ΗΑΕ και του Μπαχρέιν. Οι εν λόγω συμφωνίες προ-οικονομούν ριζικές αλλαγές στις επί δεκαετίες μαινόμενες πολεμικές συγκρούσεις στη σύγχρονη Δυτική Ασία. Ή μήπως όχι;
Μέχρι να ανακοινωθεί η συμφωνία ΗΑΕ-Ισραήλ στις 13 Αυγούστου, η επίσημη αραβική θέση σχετικά με το ζήτημα της Παλαιστίνης βασιζόταν στην Αραβική Ειρηνευτική Πρωτοβουλία, που προτάθηκε από τη Σαουδική Αραβία το 2002 και εγκρίθηκε από τον Αραβικό Σύνδεσμο τον ίδιο χρόνο. Η πρόταση αφορούσε την ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ του αραβικού κόσμου και του Ισραήλ, με αντάλλαγμα την πλήρη απόσυρση του Ισραήλ από τα εδάφη που κατέλαβε στον πόλεμο του 1967, συμπεριλαμβανομένων της Δυτικής Όχθης, της Γάζας και των υψωμάτων του Γκολάν, μιας «δίκαιης διευθέτησης» δηλαδή του Παλαιστινιακού, και την ίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Από το 2002, τόσο τα ΗΑΕ όσο και το Μπαχρέιν έχουν υποστηρίξει την Αραβική Ειρηνευτική Πρωτοβουλία. Ωστόσο, οι πρόσφατες συμφωνίες που συνήφθησαν από το Μπαχρέιν και τα ΗΑΕ σπάνε αυτή τη συναίνεση. Η συμφωνία Ισραήλ-ΗΑΕ απαιτεί από το Ισραήλ να «σταματήσει προσωρινά» την επίσημη προσάρτησή της Δυτικής Όχθης, κάτι που φαίνεται να μην ευχαριστεί τους Παλαιστινίους οι οποίοι θεωρούν ότι δεν γίνεται καμία σαφής αναφορά στην παλαιστινιακή γη. Οι Παλαιστίνιοι δεν πήραν τίποτα σε αντάλλαγμα από αυτές τις συμφωνίες. Ο πρώην Πρόεδρος της Αιγύπτου Ανουάρ Σαντάτ, αν και ήθελε μια αυτόνομη Δυτική Όχθη και Γάζα καθώς και την απομάκρυνση των οικισμών [το 1978-79], μπόρεσε να «παγώσει» την επέκταση των ισραηλινών οικισμών μόνο για τρεις μήνες. Το ίδιο σενάριο επαναλαμβάνεται τώρα. Οι Ισραηλινοί λένε ότι έχουν αναβάλει την προσάρτηση. Μετά τις εκλογές των ΗΠΑ όμως, είτε κερδίσει ο Τραμπ είτε όχι, ο Νεντανιάχου θα προχωρήσει με το σχέδιο προσάρτησής του, προδιαγράφοντας ένα μέλλον αρκετά ζοφερό για τους Παλαιστινίους.
Ο Νετανιάχου, ως υποστηρικτής της στρατηγικής του «Σιδηρού Τείχους» μεταξύ του εβραϊκού κράτους και των Αράβων, θεωρεί ότι ένα ισχυρό Ισραήλ θα αναγκάσει τους δεύτερους να αναγνωρίσουν την παρουσία του στην περιοχή. Ωστόσο ακολουθώντας μια μη ελιτιστική γραμμή στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας του, προσπαθεί να σπάσει την απομόνωση ειδικά όταν η ειρηνευτική κατάσταση με την Αίγυπτο και την Ιορδανία είναι ρευστή. Το Ισραήλ επιχειρεί να βρει συμμάχους μακριά από το «πιλοτήριο» της Ιερουσαλήμ και τα κατεχόμενα εδάφη, με σκοπό την ενίσχυση της θέσης του απέναντι στο Ιράν. Ο Νετανιάχου βλέπει το Ιράν ως τον νούμερο ένα εχθρό του Ισραήλ, μερικές φορές συγκρίνοντας τους ηγέτες του με τους Ναζί. Ταυτόχρονα η προπαγάνδα περί ενδυνάμωσης της στρατιωτικής θέσης του Ισραήλ ενδέχεται να ελαφρύνει τη θέση του, ύστερα από τις κατηγορίες διαφθοράς που τον βαραίνουν και μπορούν να τον οδηγήσουν στην φυλακή.
Η συμφωνία βοηθά επίσης τα φιλόδοξα ΗΑΕ καθώς φαίνεται ότι οι Αμερικανοί βοήθησαν στη σύναψη της συμφωνίας με την υπόσχεση προηγμένων όπλων. Τα ΗΑΕ έχουν χρησιμοποιήσει τις ήδη καλά εξοπλισμένες ένοπλες δυνάμεις τους στη Λιβύη και την Υεμένη. Αλλά ο πιο σοβαρός δυνητικός εχθρός τους είναι το Ιράν, ακριβώς στην άλλη πλευρά του Περσικού Κόλπου. Το Ισραήλ και οι ΗΠΑ συμμερίζονται τις υποψίες των ΗΑΕ για τους Ιρανούς. Το ίδιο και το Μπαχρέιν. Επιπλέον και τα δύο κράτη του Κόλπου είχαν ήδη «κλείσει» εμπορικές συμφωνίες με το Ισραήλ μιας και το Ισραήλ διαθέτει έναν από τους πιο προηγμένους τομείς υψηλής τεχνολογίας στον κόσμο. Σε αντάλλαγμα οι Ισραηλινοί αποτελούν τους πλέον καλοπληρωτές παραθεριστές που θέλουν να εξερευνήσουν τις ερήμους, τις παραλίες και τα εμπορικά κέντρα του Κόλπου.
Οι πολέμιοι της συμφωνίας ωστόσο βρίσκονται σε αναστάτωση και δεν φαίνονται να έχουν διαθέσεις «συνθηκολόγησης» με την όλη κατάσταση. Η Υεμένη εξέφρασε κατηγορηματικά την αντίθεσή της στη συμφωνία επαναλαμβάνοντας ότι η στάση της απέναντι στο παλαιστινιακό ζήτημα παραμένει αμετάβλητη. Οι αρχές των Χούθι στον Βορρά επίσης καταγγέλλουν τη συμφωνία, κάτι που μάλλον θα χρησιμοποιήσουν επικοινωνιακά για να παγιώσουν τη θέση τους ότι η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ πολεμούν στην Υεμένη με την υποστήριξη του Ισραήλ. Η συμφωνία λειτουργεί σαν απόδειξη του ανωτέρω ισχυρισμού, κάνοντάς τον πιο αξιόπιστο στους υποστηρικτές τους.
Κατ’ επέκταση οι Χούθι διαδίδοντας περαιτέρω τις αντι-σιωνιστικές ιδεολογίες τους σε περιοχές υπό τον έλεγχό τους θα εκμεταλλευτούν την οργή του λαού για να προσελκύσουν περισσότερους μαχητές που θα ενταχθούν στις πρώτες γραμμές στην Υεμένη. Οι Χούθι παρουσιάζονται ως υπερασπιστές του Ισλάμ και ένθερμοι υποστηρικτές του παλαιστινιακού ζητήματος. Ισχυρίζονται ότι η μάχη τους εναντίον των αντιπάλων τους στην Υεμένη είναι μέρος του αγώνα τους εναντίον της Αμερικής και του Ισραήλ. Οι Χούθι υπήρξαν αντιπρόσωποι για το Ιράν ενώ οι αντι-Χούθι συμμαχούν με τη Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ. Οι Χούθι θεωρούν τους αντιπάλους τους μαριονέτες της Σαουδικής Αραβίας, ενώ οι τελευταίοι ισχυρίζονται ότι οι Χούθι είναι το καταστροφικό χέρι του Ιράν στην Υεμένη.
Στην Υεμένη, η ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και ΗΑΕ μπορεί να αυξήσει τη δυναμική του μίσους και της δυσπιστίας μεταξύ των Χούθι και των τοπικών πολιτικών αντιπάλων τους. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών, οι Χούθι κατέλαβαν αρκετές περιοχές με το πρόσχημα της καταπολέμησης των μαχητών της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους στην Υεμένη. Ήταν ένας καταστροφικός πόλεμος που φαίνεται να απέχει πολύ από το τέλος του.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι τα κάθε λογής πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα που προωθούνται στην περιοχή θα σημαίνουν περαιτέρω βία, αιματοχυσία και ταλαιπωρία για τους λαούς της Υεμένης και της Παλαιστίνης.
Δήμητρα Μπέη