Πώς θα αντιδρούσαμε εάν ύστερα από ένα διεθνές διπλωματικό επεισόδιο οι πύργοι ελέγχου των αεροδρομίων σε όλο τον κόσμο σταματούσαν να απαντούν στις κλήσεις των Ελλήνων πιλότων; Αν οι τράπεζες της χώρας δεν μπορούσαν να συνδεθούν με χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στο εξωτερικό ή εάν τα ελληνόκτητα πλοία έβρισκαν κλειστές τις διεθνείς διώρυγες στην Ασία ή την αμερικανική ήπειρο;
Στα χρόνια που ακολούθησαν τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μάθαμε να μην μας απασχολούν τέτοιου είδους ζητήματα. Η διεθνής συνεργασία στον χώρο της διεθνούς αεροπλοΐας, ναυσιπλοΐας και των τραπεζικών συναλλαγών αποτελούσε μια κοινή σταθερά την οποία θεωρούσαμε λίγο έως πολύ δεδομένη, ακόμη και όταν δύο ή περισσότερες χώρες βρίσκονταν στα πρόθυρα πολέμου. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όμως, αυτές οι βεβαιότητες ανήκουν στο παρελθόν.
Καθώς η ένταση στις σχέσεις της Ουάσιγκτον με τη Μόσχα και το Πεκίνο επιδεινώνονται, αρκετοί πολιτικοί προτείνουν την επιβολή μέτρων που θα θέσουν σε κίνδυνο ακόμη και παγκόσμιες υποδομές. Το τελευταίο παράδειγμα ήταν το νομοσχέδιο με τίτλο «Νόμος για την υπεράσπιση της κυριαρχίας της Ουκρανίας το 2022» που κατέθεσε ο γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ, ζητώντας μεταξύ άλλων να βγει η Ρωσία από το SWIFT, τη διεθνή πλατφόρμα μέσω της οποίας μεταβιβάζονται πληροφορίες για τις συναλλαγές που πραγματοποιούν μεταξύ τους τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Παρά το γεγονός, μάλιστα, ότι θεωρητικά οι ΗΠΑ δεν μπορούν να λάβουν μονομερώς μια τέτοια απόφαση έχουν πρακτικά τη δύναμη να το επιβάλλουν στη διεθνή κοινότητα με σειρά εκβιασμών.
Η σχετική ιδέα είχε πέσει για πρώτη φορά στο τραπέζι από το 2014 ως απάντηση στις εξελίξεις με την Κριμαία, αλλά έμεινε στα χαρτιά ως τουλάχιστον ανεφάρμοστη. Από αυτή την εβδομάδα, όμως, αρκετοί αναλυτές και ιδρύματα όπως το Ατλαντικό Συμβούλιο– άτυπο φερέφωνο (Think Tank) του ΝΑΤΟ– παρουσιάζουν τον αποκλεισμό της 11ης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη από το διεθνές τραπεζικό σύστημα, σαν μια… εξαιρετική ιδέα.
Οι πιο σοβαροί αναλυτές, βέβαια, σε κορυφαία οικονομικά και διπλωματικά έντυπα, έσπευσαν να καταθέσουν τις επιφυλάξεις τους για μια τέτοια κίνηση. «Υπάρχουν καλύτεροι τρόποι να περιορίσεις τη Ρωσία από το να απειλήσεις την πρόσβασή της στο (διεθνές) τραπεζικό σύστημα» έγραφε ο αναλυτής Άνταμ Σμιθ στο «Foreign Affairs», ενώ το περιοδικό «Economist» αναλάμβανε να συνοψίσει τα μειονεκτήματα της πρότασης: «Θα επηρεάσει, αλλά δεν θα γονατίσει τη Ρωσία, θα έχει οικονομικό κόστος για τη Δύση και θα αποδειχθεί αντιπαραγωγικό σε βάθος χρόνου».
Αυτό που πραγματικά φοβούνται όσοι αντιδρούν στην αποκοπή της Ρωσίας από το SWIFT είναι ότι θα επιταχύνει τι διαδικασίες απαγκίστρωσης του Πεκίνου και της Μόσχας από διεθνείς χρηματοπιστωτικές δομές και δίκτυα όπου κυριαρχεί το δολάριο. Οι δυο χώρες έχουν ήδη δημιουργήσει αντίστοιχα εθνικά συστήματα καταγραφής πληρωμών (το ρωσικό SPES και το κινεζικό CIPS), τα οποία αν και προς το παρών υπολείπονται τεχνικά από το SWIFT, θα μπορούσαν πολύ γρήγορα να καλύψουν το κενό. Μέχρι στιγμής, η Κίνα αρνείται να ενώσει τις δυνάμεις της σε αυτό τον τομέα με τη Ρωσία, αν όμως διαπιστώσει ότι οι ΗΠΑ είναι διατεθειμένες να καταφύγουν σε τόσο ακραίες επιλογές, είναι πολύ πιθανό να αναθεωρήσει.
Η ουσία του ζητήματος βέβαια δεν αφορά τεχνικές δυνατότητες, αλλά πολιτικές επιλογές. Το πιθανότερο είναι ότι η Ουάσιγκτον ακόμη και αν μπορεί, δεν σκοπεύει πραγματικά να αποκλείσει δυο τόσο μεγάλες οικονομίες από το διεθνές τραπεζικό σύστημα. Και μόνο το γεγονός, όμως, ότι μια τέτοια παρανοϊκή πρόταση φτάνει να πάρει τη μορφή νομοσχεδίου αποδεικνύει ότι οι ΗΠΑ είναι διατεθειμένες να υποσκάψουν ακόμη και τις βασικότερες δομές της παγκόσμιας οικονομίας για να πετύχουν τους στόχους τους.
Πρόσφατα οι ΗΠΑ υπέβαλαν κυρώσεις εναντίον του δικτύου SITA, με έδρα την Ελβετία, μέσω του οποίου πραγματοποιούνται οι τηλεπικοινωνίες μεταξύ αεροσκαφών και πύργων ελέγχου σε όλο τον κόσμο –πρόκειται δηλαδή για σύστημα ανάλογης σημασίας με το SWIFT στον χώρο των αερομεταφορών. Ο λόγος ήταν ότι το δίκτυο επέτρεπε και τη συμμετοχή ιρανικών αερογραμμών, τις οποίες οι ΗΠΑ είχαν συνδέσει αυθαίρετα με πράξεις τρομοκρατίας.
Τα τελευταία χρόνια η Ουάσιγκτον έχει δοκιμάσει σε πειραματικό επίπεδο αντίστοιχα μέτρα εναντίων χωρών όπως η Κούβα και η Βενεζουέλα σε διάφορους τομείς διεθνούς συνεργασίας. Τα αποτελέσματα μπορεί αν ήταν καταστροφικά για τις συγκεκριμένες χώρες, αλλά δεν απειλούσαν τη σταθερότητα του παγκόσμιου συστήματος. Όσο μεγαλώνουν όμως οι «παίκτες» που θέλει να χτυπήσει η Αμερική τόσο αυξάνεται γεωμετρικά και η αστάθεια που προκαλείται σε παγκόσμιο επίπεδο. Το να επιβάλλεις κυρώσεις στη Βενεζουέλα είναι ανήθικο. Το να επιβάλλεις ανάλογες κυρώσεις σε μια χώρα σαν την Κίνα είναι αυτοκτονικό.
Μέχρι στιγμής, η Ευρώπη έχει ανεχτεί αυτά τα «παιχνίδια» του Λευκού Οίκου και πάντα πληρώνει δυσανάλογα μεγάλο κόστος στις δικές τις συναλλαγές. Αν όμως διατηρήσει την ίδια στάση θα είναι το πρώτο θύμα του νέου οικονομικού «Αρμαγεδδώνα».
Άρης Χατζηστεφάνου – sputniknews