Η επίσημη κατάργηση, των συσκευών φαξ στο ελληνικό Δημόσιο ακούγεται σαν μια λογική και ίσως καθυστερημένη απόφαση. Αν το πείτε όμως σε έναν Ιάπωνα, θα σας κοιτάξει με σοκ και δέος. «Και πώς μπορεί να λειτουργεί μια κοινωνία χωρίς φαξ;», θα σας ρωτήσει.
Ανταπόκριση από Τόκιο
Πώς θα σας φαινόταν αν για να ενεργοποιήσετε μια νέα σύνδεση ίντερνετ στο διαμέρισμά σας έπρεπε να στείλετε αίτηση με φαξ; Αν ύστερα από έναν μήνα τηλεφωνημάτων, για να εντοπίσετε τον μοναδικό υπάλληλο που μιλά αγγλικά, τελικά σας έστελναν έναν τεχνικό, ο οποίος θα συνέδεε με νέο καλώδιο την πολυκατοικία σας με την απέναντι κολόνα; Αν ο τεχνικός σας άφηνε ως εξοπλισμό ένα απλό μόντεμ, που μπορεί να συνδεθεί μόνο με καλώδιο με τον υπολογιστή σας και όχι ασύρματα; Αν τα καλώδια του ηλεκτρικού και του τηλεφώνου έξω από το διαμέρισμά σας σάς έκρυβαν τον ήλιο; Και αν για να πληρώσετε στην τράπεζα τη νέα σας σύνδεση έπρεπε να έχετε πάντα μαζί σας μια μικρή σφραγίδα που λειτουργεί σαν προσωπική υπογραφή;
Καλωσήρθατε στον τεχνολογικό μεσαίωνα της Ιαπωνίας.
Πριν από μερικούς μήνες μια σατιρική ιστοσελίδα (σαν «Το Κουλούρι») της Ιαπωνίας έγραψε ότι επιστήμονες θα δημιουργήσουν ένα υπερσύγχρονο ρομπότ το οποίο θα είναι σε θέση να στέλνει μόνο του… φαξ. Σχεδόν κανένας από τους Ιάπωνες στους οποίους προώθησα το κείμενο δεν κατάλαβε το αστείο. Κάποιοι μάλιστα μου απάντησαν με απόλυτη σοβαρότητα ότι το θεωρούν «μάλλον περιττό». Σε μια χώρα όπου στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας το φαξ χρησιμοποιούνταν από το 100% των επιχειρήσεων και το 45% των νοικοκυριών, αυτό το απαρχαιωμένο μηχάνημα (το οποίο παρεμπιπτόντως εφευρέθηκε σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν ο Γκράχαμ Μπελ κατοχυρώσει το τηλέφωνο) θεωρείται ακόμη αναντικατάστατο.
Για το σύνολο των ξένων δημοσιογράφων αλλά και αρκετών ερευνητών που επισκέπτονται τη χώρα η προσκόλληση σε μια τόσο πεπαλαιωμένη τεχνολογία είναι το πρώτο σύμπτωμα που αντικρίζουν από το λεγόμενο «σύνδρομο των Γκαλαπάγκος». Όπως ο Δαρβίνος ανακάλυψε στα συγκεκριμένα νησιά είδη ζώων που λόγω της απομόνωσης είχαν ακολουθήσει διαφορετική εξελικτική διαδρομή, έτσι και οι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι και κοινωνιολόγοι βρίσκουν στην ιαπωνική κοινωνία (αλλά και τη βιομηχανία) συνήθειες και πρακτικές που δείχνουν πόσο αποκομμένη είναι σε πολλούς τομείς από τον υπόλοιπο κόσμο.
Το φαινόμενο έλαβε τρομακτικές διαστάσεις με την πανδημία του κορονοϊού καθώς ελάχιστοι Ιάπωνες είχαν κάμερες υπολογιστών για να πραγματοποιούν τηλεδιασκέψεις, ενώ η ανάγκη επικύρωσης κάθε πράξης με την προσωπική σφραγίδα προκάλεσε προς στιγμήν ασφυξία σε βασικές δραστηριότητες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μια από τις πρώτες εξαγγελίες του νέου πρωθυπουργού Γιοσιχίντε Σούγκα ήταν ότι θα καταργήσει τα φαξ και τις σφραγίδες από τον δημόσιο τομέα (βέβαια η ανάλογη εξαγγελία για την απομάκρυνση των καλωδίων από τους δρόμους έγινε τη δεκαετία του ‘60 και βρίσκεται ακόμη στο στάδιο του σχεδιασμού).
Άμεσα συνδεδεμένο με τον ιαπωνικό απομονωτισμό είναι και το γεγονός ότι στη συντριπτική πλειονότητά τους οι Ιάπωνες δεν μιλούν καμία ξένη γλώσσα (ακόμη και υπάλληλοι σε αεροδρόμια δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν λέξεις όπως «departures» και «parking»). Για αρκετούς ερευνητές, μάλιστα, όπως ο Κιόσι Τακεούτσι, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Sophia του Τόκιο, το φαινόμενο ενδέχεται να ενταθεί καθώς νεότερες γενιές δείχνουν ακόμη μικρότερο ενδιαφέρον να σπουδάσουν στο εξωτερικό, ενώ ο πληθυσμός της Ιαπωνίας γερνάει με απειλητικούς ρυθμούς. Το 20% των κατοίκων είναι πλέον άνω των 65 ετών (το υψηλότερο ποσοστό στο κόσμο), ενώ μέχρι το 2030 υπολογίζεται ότι ένας στους τρεις ανθρώπους θα έχει περάσει τα 65 και ένας στους πέντε τα 75 χρόνια.
Αυτά τα στοιχεία συνοδεύουν και ίσως συμβάλλουν στην εξαιρετικά χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας. Οι Ιάπωνες έχουν τη χαμηλότερη παραγωγικότητα στο σύνολο των αναπτυγμένων χωρών του ΟΟΣΑ (με εξαίρεση τη Νότια Κορέα). Όπως και οι Έλληνες, οι Ιάπωνες εργαζόμενοι δουλεύουν τρομακτικά περισσότερες ώρες από τον παγκόσμιο μέσο όρο, παρουσιάζοντας όμως από τις χαμηλότερες αποδόσεις στο παραγόμενο ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας.
Η σημερινή κατάσταση αντιμετωπίζεται από ορισμένους σαν μια μακρινή αστρική ηχώ του λεγόμενου Sakoku, της περιόδου ολοκληρωτικού απομονωτισμού της χώρας από το 1633 έως το 1853. Για τουλάχιστον δύο αιώνες η Ιαπωνία διέκοψε σχεδόν ολοκληρωτικά τις εμπορικές της σχέσεις με τον έξω κόσμο και απαγόρευσε τα ταξίδια από και προς τη χώρα. Το Sakoku διακόπηκε βίαια με την άφιξη των λεγόμενων «μαύρων πλοίων» του Αμερικανού αρχιπλοιάρχου Μάθιου Πέρι, ο οποίος επέβαλε το άνοιγμα της ιαπωνικής οικονομίας με τα κανόνια των πλοίων του. Και όπως έγραφε ο Νίκος Καζαντζάκης, όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη χώρα το 1935, έκτοτε η Ιαπωνία αγωνίζεται να βρει τον εαυτό της ανάμεσα στη λατρεία της τεχνολογίας και την προσκόλληση στις συνήθειες του παρελθόντος.
Αρκετοί φυσικά θα ισχυριστούν ότι το να καθυστερείς να ανταποκριθείς στις αλλαγές που συντελούνται σε παγκόσμιο επίπεδο δεν σε φέρνει αναγκαστικά σε μειονεκτική θέση με τον υπόλοιπο κόσμο (κάτι που θα μπορούσαν να βεβαιώσουν και τα εξωτικά είδη των Γκαλαπάγκος πριν από την άφιξη του Δαρβίνου). Το μόνο βέβαιο είναι ότι την επόμενη φορά που θα κατηγορήσουν το ελληνικό Δημόσιο για απαρχαιωμένους μηχανισμούς λειτουργίας θα μπορούμε να τους απαντήσουμε: «Όταν εμείς περνούσαμε στην ηλεκτρονική αλληλογραφία, τα ιαπωνικά ρομπότ έστελναν ακόμη φαξ».