Ostalgia. Η λέξη που χρησιμοποιούν τα τελευταία χρόνια οι κάτοικοι της πρώην ανατολικής Γερμανίας για να περιγράψουν τα συναισθήματά τους για το «παλαιό καθεστώς». Δεν είναι νοσταλγία. Δεν είναι όμως ούτε ένας απλός εφιάλτης από το παρελθόν. Παίζοντας με τις λέξεις ost (ανατολικός) και nostalgia δημιούργησαν μια νέα λέξη την οποία αδυνατούν και οι ίδιοι να περιγράψουν.
Η «Ostalgia» έλεγε πριν από μερικά χρόνια η ανατολικογερμανίδα ακαδημαϊκός Μπριγκίτε Ράουσενμπαχ «είναι μια θολή μελαγχολία». Για το κακό που έφυγε και το όραμα που δεν πραγματοποιήθηκε. Και αυτό το συναίσθημα δεν είναι πουθενά ισχυρότερο για τους ανατολικογερμανούς από το πρώην αρχηγείο της Στάζι – της διαβόητης μυστικής υπηρεσίας της Λ.Δ Γερμανίας.
Πριν από μερικά χρόνια οι καλλιτέχνες Ντάνιελ και Γκέο Φούτς φωτογράφισαν για λογαριασμό του γερμανικού ιδρύματος Starke τα κτίρια όπου στεγάζονταν τα γραφεία αλλά και τα ανακριτικά γραφεία της Σταζι. Το θέαμα που αντίκρισαν προκαλούσε σοκ αλλά και δέος. Αρκετά από τα δωμάτια είχαν μείνει ανέπαφα από το 1989 όταν τα στελέχη της υπηρεσίας εγκατέλειπαν πανικώβλητα τις θέσεις τους για να γλιτώσουν το λιντσάρισμα του πλήθους. Άστρωτα κρεβάτια στα κρατητήρια. Τεράστιες λάμπες κοιτούσαν ακόμη τις καρέκλες όπου κάποτε κάθονταν οι πιθανοί εχθροί του καθεστώτος. Ήταν οι ίδιες καρέκλες στις οποίες οι ανακριτές τοποθετούσαν βαμβακερά υφάσματα για να μετρούν την εφίδρωση του υπόπτου. Τα υφάσματα στη συνέχεια αρχειοθετούνταν μαζί με τα πρακτικά της ανάκρισης ως ενοχοποιητικό στοιχείο.
Άθικτα στη θέση τους ήταν και τα σύμβολα του λεγόμενου κομμουνιστικού καθεστώτος – οι κόκκινες σημαίες και τα πορτρέτα των γενικών γραμματέων του κόμματος. Οι καταθλιπτικές ταπετσαρίες στα γραφεία των στελεχών δημιουργούσαν μια αντίθεση με τους ανατριχιαστικά μονότονους διαδρόμους στις φυλακές και τα ανακριτικά γραφεία. Αρκετά από τα κτίρια της Στάζι θυμίζουν μικρές πόλεις καθώς στους διαδρόμους λειτουργούσαν ακόμη και φανάρια που ρύθμιζαν την κυκλοφορία πρακτόρων και κρατουμένων ώστε να μην συναντά ο ένας τον άλλο.
Οι φωτογραφίες των Ντάνιελ και Γκέο Φούτς δεν χρειάζονται την ανθρώπινη παρουσία (όπως συμβαίνει με τις εικόνες από το Γκουαντάναμο ή το Άμπου Γκράιμπ) για να περιγράψουν τι συνέβαινε σε αυτά τα κτίρια. Οι αίθουσες, τα γραφεία και τα κελιά μιλούν από μόνα τους.
Η επιστροφή στο «ανέπαφο» παρελθόν της Στάζι δεν ήταν εύκολη υπόθεση για τους δυο φωτογράφους. Όπως δεν είναι και για τα εκατομμύρια ανατολικογερμανών που τώρα μπορούν να επισκεφτούν αυτούς τους χώρους σαν μουσεία. Γιατί η Στάζι δεν ήταν απλώς μια υπηρεσία πληροφοριών ενός σκοτεινού καθεστώτος. Ήταν τμήμα μιας ένοχης καθημερινότητας για εκατοντάδες χιλιάδες ανατολικογερμανούς.
Το περίφημο Ministerium für Staatssicherheit (Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας), που έμεινε γνωστό ως Στάζι, ιδρύθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1950. Ήταν η εποχή που οι μεγάλες δυνάμεις οικοδομούσαν δίκτυα πρακτόρων σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και η ανατολική Γερμανία θα αποτελούσε προκεχωρημένο φυλάκιο στη μάχη της κατασκοπίας. Η αμερικανική CIA λειτουργούσε ήδη από το 1947 όπως και η σοβιετική MGB (προκάτοχος της KGB) η οποία αποτέλεσε και πρότυπο για την ανατολικογερμανική κατασκοπεία. Μέσα σε λίγα χρόνια η Σταζι είχε μετατραπεί σε ένα γιγαντιαίο, απρόσωπο μηχανισμό ικανό να παρέμβει σε κάθε δραστηριότητα των πολιτών της Λ.Δ Γερμανίας. Μέχρι το 1989 απασχολούσε τουλάχιστον 91.000 υπαλλήλους ενώ πιστεύετε ότι χρησιμοποιούσε και περίπου 300.000 ανεπίσημους πληροφοριοδότες.
Σχεδόν ένας στους 50 κατοίκους της χώρας συνεργαζόταν σε σταθερή βάση με την υπηρεσία προσφέροντας πληροφορίες για γείτονες, φίλους η ακόμη και συγγενείς. Εκατοντάδες πολίτες που είδαν τους φακέλους τους μετά το 1989 συνειδητοποίησαν με φρίκη ότι τους παρακολουθούσαν άνθρωποι με τους οποίου κάθονταν καθημερινά στο ίδιο τραπέζι, ψώνιζαν στο ίδιο μπακάλικο ή κάθονταν μαζί στις συναυλίες κλασικής μουσικής.
Η διείσδυση της υπηρεσίας στην κοινωνία ήταν τέτοια ώστε συχνά να εξαφανίζονται τα όρια ανάμεσα στον θύτη και το θύμα, τον παρακολουθούμενο και τον πληροφοριοδότη, τον ανακριτή και τον ανακρινόμενο. Το σύστημα κατέληξε να στηρίζεται όχι τόσο στην αξιοποίηση των πληροφοριών που συλλέγονταν (συχνά αυτό ήταν αδύνατο λόγο του τεράστιου όγκου πληροφοριών) αλλά στο διαρκή φόβο που προκαλούσε στους πολίτες. Και μόνο το άκουσμα της λέξης Στάζι προκαλούσε τρόμο εντός και εκτός των γερμανικών συνόρων και δεν είναι λίγοι αυτοί που έσπευσαν να τις επιρρίψουν ευθύνες για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας.
H Σταζι εμφανιζόταν ως υποστηρικτής σχεδόν όλων των τρομοκρατικών οργανώσεων του πλανήτη. Όταν στα κρατητήρια της υπηρεσίας βρέθηκαν μερικοί αξονικοί τομογράφοι ορισμένοι έσπευσαν να καταγγείλουν ότι η Στάζι εξέθετε τους κρατούμενους σε υψηλά επίπεδα ακτινοβολίας για να τους προκαλέσει καρκίνο – καταγγελία που δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ.
Η Στάζι δεν είχε φυσικά κανένα λόγο να διαψεύδει τέτοιου είδους σενάρια. Ένα καθεστώς που καταφεύγει στο φόβο για να ελέγχει τους πολίτες του θέλει να παρουσιάζεται ως ικανό για τα πάντα. Ακόμη και αν δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί ούτε τις απλούστερες υποθέσεις.
Το αρχείο της Στάζι
Θεωρητικά ο εγκέφαλος αυτού του τερατώδους μηχανισμού βρισκόταν στα περίφημα αρχεία της υπηρεσίας. Κυβερνήσεις και διωκτικές αρχές από τα Βαλκάνια μέχρι τη Νότια Αμερική πίστευαν ότι ανάμεσα στους χιλιάδες τόνους εγγράφων βρίσκονταν οι απαντήσεις σε όλα τους τα προβλήματα – από τη δράση τρομοκρατικών οργανώσεων μέχρι λαθρεμπόρων ναρκωτικών. Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων όμως ο θησαυρός αποδείχτηκε άνθρακας. Τα αρχεία αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από αποκόμματα εφημερίδων, τηλεγραφήματα ειδησεογραφικών πρακτορείων, ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες και φήμες.
Ούτως η άλλως το «φιλέτο» του αρχείου της Στάζι, οι φάκελοι που περιείχαν πληροφορίες για τη δράση πρακτόρων στο εξωτερικό βρίσκονται εδώ και χρόνια… στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Τις ημέρες μετά την πτώση του τείχους, καθώς η ανατολική Γερμανία βρισκόταν ουσιαστικά ακυβέρνητη, πράκτορες της CIA κατάφεραν να αποκτήσουν, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, τους περίφημους φακέλους Rosewood. Πρόκειται για το σημαντικότερο ίσως τμήμα του αρχείου της HVA, δηλαδή του τμήματος διεθνούς κατασκοπίας της Στάζι, στο οποίο καταγράφονταν όλοι οι ανατολικογερμανοί πράκτορες και οι συνεργάτες τους στο εξωτερικό. Σύμφωνα με εκδοχή, που παρουσίασε το περιοδικό Σπίγκελ, ένας πράκτορας της KGB παρέδωσε τα μικροφίλμ των αρχείων στην αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών το 1992.
Η CIA είχε ήδη συγκεντρώσει, στο αρχηγείο της στο Λάνγκλει των ΗΠΑ, τεράστιο όγκο εγγράφων από το αρχείο της Στάζι το οποίο όμως προσέφερε ελάχιστες σημαντικές πληροφορίες. Αντίθετα, τα μικροφίλμ της HVA αποτελούσαν το “άγιο δισκοπότηρο” της ψυχροπολεμικής κατασκοπίας καθώς θα μπορούσαν να αποκαλύψουν την ταυτότητα χιλιάδων πρακτόρων της Στάζι που δρούσαν σε χώρες της Δύσης. Σύμφωνα μάλιστα με το Σπίγκελ η CIA δημιούργησε ειδικό τμήμα αναλυτών αλλά ακόμη και ειδικό λογισμικό ηλεκτρονικών υπολογιστών για να καταγράψει τα δεκάδες χιλιάδες ονόματα που περιλαμβάνονταν στα αρχεία.
Ύστερα από συνεχείς εκκλήσεις της ενωμένης πλέον Γερμανίας η CIA συμφώνησε να επιστρέψει τους φακέλους και τα μικροφίλμ. Παραμένει όμως άγνωστο εάν έφτασε στη Γερμανία το σύνολο του υλικού. Ούτως η άλλως οι γερμανικές αρχές αποφάσισαν να καθυστερήσουν για άλλα πέντε χρόνια το άνοιγμα φακέλων που περιέχουν πληροφορίες για πρόσωπα που δραστηριοποιούνται ακόμη στο χώρο της πολιτικής, του αθλητισμού των τεχνών κ.ο.κ. Το μυστήριο θα συνεχίσει να περιβάλλει μια υπηρεσία που άλλοτε παρουσιαζόταν σαν πανόπτης θεός και άλλοτε σαν τέρας με συμπτώματα υδροκεφαλισμού.
Πράκτορες εκτός των τειχών
Δυτικό Βερολίνο. Μεσάνυχτα 6ης προς 7ης Μαΐου 1974. Ηθικά και σωματικά καταρακωμένος, ο Καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Βίλι Μπραντ ανακοινώνει την παραίτησή του. Σύμφωνα με μια εκδοχή έχει σκεφτεί να αυτοκτονήσει. Έχει συντάξει μάλιστα και μια σύντομη αποχαιρετιστήρια επιστολή. Αιτία η αποκάλυψη ότι ο στενότερος συνεργάτης του στην καγκελαρία, ο Γκίντερ Γκιγιόμ, ήταν πράκτορας της Στάζι από το 1957, οπότε εισήλθε στη Δυτική Γερμανία. Ο Γκιγιόμ κατάφερε να αναρριχηθεί στα ηγετικά κλιμάκια του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και από εκεί στην καγκελαρία. Από εκεί ήταν σε θέση να διαβάζει ακόμη και απόρρητα έγγραφα για την ανάπτυξη των νατοϊκών δυνάμεων στην Ευρώπη.
Η υπόθεση αποτέλεσε ταπεινωτικό πλήγμα όχι μόνο για τον Βίλι Μπράντ αλλά και για το σύνολο των δυτικών μυστικών υπηρεσιών που επέτρεψαν σε έναν ανατολικό πράκτορα να εισέλθει στην καγκελαρία. Ούτε η Στάζι όμως έχει λόγους να πανηγυρίζει. «Δεν έπρεπε ποτέ να αφήσω έναν πράκτορά μας να φτάσει σε τόσο προβεβλημένη θέση» δηλώνει αρκετά χρόνια αργότερα ο τότε διευθυντής της υπηρεσίας Μάρκους Γούλφ. Η απομάκρυνση του Βίλι Μπραντ καθυστερεί σημαντικά τη λεγόμενη Οστ Πολιτίκ, το άνοιγμα δηλαδή προς το ανατολικό μπλοκ.
Έρημος Ατακάμα, Χιλή. Ιανουάριος 1974. Ένα κινηματογραφικό συνεργείο στέκεται έξω από την πύλη στρατοπέδου συγκέντρωσης όπου κρατούνται και βασανίζονται αντιφρονούντες του καθεστώτος. Ο επικεφαλής δείχνει στο φρουρό επιστολή από το γραφείο του Πινοσέτ με την οποία ο δικτάτορας δίνει την άδεια στο συνεργείο να κινηματογραφήσει το εσωτερικό του στρατοπέδου. Ο ίδιος ο Πινοσέτ μάλιστα είχε παραχωρήσει συνέντευξη στο συνεργείο πιστεύοντας ότι έτσι θα προσεγγίσει τα δυτικά μέσα ενημέρωσης. Δεν γνώριζε βέβαια ότι οι άνθρωποι που στέκονται απέναντί του και τον άκουγαν να φλυαρεί περί της “κομμουνιστικής απειλής” ήταν άνθρωποι της Στάζι. Αποστολή τους ήταν να αποκαλύψουν τα εγκλήματα της χιλιανής δικτατορίας.
Αρκετοί ακόμη άνθρωποι των ανατολικογερμανικών μυστικών υπηρεσιών δραστηριοποιούνται εκείνη την εποχή στη Χιλή προκειμένου να διασώσουν αριστερούς πολιτικούς κρατουμένους και να τους φυγαδεύσουν στην Ευρώπη.
Βερολίνο. Δεκαετία του ‘90. Ο Μάρκους Γούλφ – ο κατάσκοπος χωρίς πρόσωπο όπως τον αποκαλούσαν οι μυστικές υπηρεσίες της Δύσης – κρατούσε στα χέρια του φωτογραφίες από γαμήλιες τελετές. «Κάψαμε πολλές καρδιές αλλά δημιουργήσαμε και πολλούς ευτυχισμένους γάμους» έλεγε γελώντας στους δημοσιογράφους που του έπαιρναν συνέντευξη. Αναφερόταν στους περίφημους «Ρομέο», τους εμφανίσιμους πράκτορες της Σταζι που αναλάμβαναν να προσεγγίσουν γυναίκες που εργάζονταν ως γραμματείς σε σημαντικές προσωπικότητες του δυτικού Βερολίνου. Ως διευθυντής της Στάζι ο Γούλφ μετέτρεψε σε τέχνη αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «εκμετάλλευση των ανθρώπινων αδυναμιών». Αρκετοί από τους πράκτορες που έστελνε στο εξωτερικό είχαν συνήθως ως πρώτη αποστολή… να φλερτάρουν και να παντρευτούν και όχι να σκοτώσουν ή να φωτογραφίσουν απόρρητα έγγραφα.
Ο ίδιος ο Γούλφ άλλωστε δεν θύμιζε τον παραδοσιακό υπηρεσιακό παράγοντα που θα συναντούσες στους διαδρόμους της Στάζι. Ψηλός με αριστοκρατικά χαρακτηριστικά, λέγεται ότι αποτέλεσε το πρότυπο επάνω στο οποίο δημιούργησε ο Τζον λε Καρέ τη φιγούρα του αρχικατασκόπου «Κάρλα». Σύμφωνα με πληροφορίες, μετά την κατάρρευση της ανατολικής Γερμανίας ο Γούλφ αρνήθηκε προσφορά της CIA να μετακομίσει στη Φλόριντα, με αντάλλαγμα την παροχή πληροφοριών και προτίμησε να καταδικαστεί από γερμανικά δικαστήρια σε σημαντικές ποινές φυλάκισης. Πέθανε στις 9 Νοεμβρίου του 2006, την ημέρα της επετείου για την πτώση του τείχους.
Άρης Χατζηστεφάνου
Περιοδικό Κ, Καθημερινή Μάιος 2007