Μια ακόμη ψυχρολουσία αποτέλεσε για την κυβέρνηση και το Πεντάγωνο το επεισόδιο που σημειώθηκε την περασμένη Τετάρτη βορειοανατολικά της Λιβύης. Η προσπάθεια της φρεγάτας «Σπέτσαι» να πραγματοποιήσει νηοψία σε ένα φορτηγό, το οποίο μετέφερε όπλα στη Λιβύη κατέληξε σε… ισπανική υποχώρηση, καθώς τα πολλαπλάσια τουρκικά πολεμικά που βρίσκονταν στην περιοχή και το προστάτευαν απείλησαν ουσιαστικά να τη βυθίσουν.
Την ίδια στιγμή, τα πλοία άλλων ευρωπαϊκών χωρών που επίσης συμμετέχουν στην επιχείρηση «Ειρήνη» (τι ειρωνεία…) ήταν κυριολεκτικά άφαντα, σφυρίζοντας αδιάφορα για τη νέα παραβίαση του εμπάργκο. Ο δε Ιταλός αξιωματικός, ο οποίος έχει την επιχειρησιακή ευθύνη, έδωσε διαταγή απεμπλοκής στον Έλληνα κυβερνήτη, υπακούοντας προφανώς στις σχετικές πολιτικές εντολές από τις Βρυξέλλες και τη Ρώμη — η οποία, παρεμπιπτόντως, στη Λιβύη υποστηρίζει ενεργά το ίδιο στρατόπεδο με τον Ερντογάν!
Κάπως έτσι, η Αθήνα αναγκάστηκε να αντικρύσει εκ νέου και μάλιστα με οδυνηρό γι’ αυτήν τρόπο, τα δεδομένα που υπάρχουν στην κόντρα της με την Άγκυρα. Διαπίστωσε πόσο εκτεθειμένη έχει βρεθεί μετά το φιάσκο της άμεσης εμπλοκής στον εμφύλιο της Λιβύης, καθώς έχει εγκλωβιστεί στο στρατόπεδο των ηττημένων, τον ηγέτη των οποίων ο Μητσοτάκης υποδεχόταν πριν μερικούς μήνες μετά βαΐων και κλάδων στο Μαξίμου. Κατάλαβε πόσο μόνη είναι απέναντι στην Άγκυρα στα κρίσιμα ζητήματα και μέτωπα, καθώς οι «σύμμαχοι» στους οποίους έχει ποντάρει για να στηρίξει τα συμφέροντά της και να αναβαθμίσει τη γεωπολιτική και οικονομική θέση της – κυρίως ΕΕ και ΗΠΑ – δεν έχουν λόγο να επιδιώξουν μια στρατιωτική αντιπαράθεση με την Τουρκία. Κι αυτό, όχι μόνο επειδή κάτι τέτοιο ενέχει τεράστιους κινδύνους γι’ αυτούς στη μεγάλη σκακιέρα, αλλά και επειδή γνωρίζουν ότι υπάρχει η δυνατότητα να προωθήσουν τις επιδιώξεις τους με άλλο τρόπο: Με το γνωστό δούναι και λαβείν, χωρίς να τους ενδιαφέρει ιδιαιτέρως ποιος από τους «μικρότερους» θα βγει κερδισμένος ή χαμένος.
Η «παράξενη και πικρή σοδειά» του ρατσιστικού μίσους δεν ευδοκιμεί μόνο στις ΗΠΑ
«Είμαστε έτοιμοι για όλα τα ενδεχόμενα. Μέσα σε αυτά και για την στρατιωτική εμπλοκή», δήλωσε πρόσφατα ο υπουργός Άμυνας, Ν. Παναγιωτόπουλος, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του πρωθυπουργικού συμβούλου, Αλ. Διακόπουλου. «Αυτό που λέμε στην Ελλάδα είναι αντί να διαμαρτύρεστε σε τρίτους ή να ελπίζετε σε βοήθεια από τρίτους, ας συνεργαστούμε στην ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο. Επιλέξτε τον διάλογο μαζί μας», ήταν η απάντηση που έδωσε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Θέλει, άραγε, ερώτημα ποιο από τα δύο σενάρια προτιμούν Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, όπως επίσης το Ισραήλ και η Αίγυπτος;
Σε κάθε περίπτωση, υπό το πρίσμα των παραπάνω, είναι λογικό να περνά σε δεύτερη μοίρα η συμφωνία που υπέγραψαν Ελλάδα και Ιταλία, μία ημέρα νωρίτερα από το προαναφερθέν επεισόδιο, για τη διευθέτηση των ΑΟΖ και των θαλάσσιων ζωνών στο Ιόνιο. Άλλωστε, ούτε κάποιο ουσιαστικό δεδικασμένο δημιουργεί στο Αιγαίο και τη ΝΑ Μεσόγειο, ούτε μεταβάλει τους διμερείς συσχετισμούς: Η Ιταλία παραμένει ο πιο ισχυρός πόλος, έχοντας σαφώς μεγαλύτερο ειδικό βάρος εντός ΕΕ, ενώ οι δικές της εταιρείες ούτως ή άλλως συμμετέχουν στις κοινοπραξίες στις οποίες έχουν εκχωρηθεί ή θα εκχωρηθούν δικαιώματα εκμετάλλευσης των «οικοπέδων» στην ευρύτερη περιοχή.
Το βασικό διακύβευμα σήμερα για την αστική τάξη της Ελλάδας, λοιπόν, δεν είναι οι σχέσεις της με την Ιταλία, αλλά ο ανταγωνισμός της με την τουρκική. Γι’ αυτό, η κυβέρνηση έχει ήδη στραμμένο το βλέμμα της στο φθινόπωρο και τις προαναγγελθείσες έρευνες της Τουρκίας ανοιχτά της Κρήτης, της Ρόδου και του Καστελόριζου, εντός της ζώνης που περιλαμβάνει η ΑΟΖ την οποία έχει συμφωνήσει με την Τρίπολη. Όλα δείχνουν ότι οδεύουμε προς μια σοβαρή κλιμάκωση της ελληνοτουρκικής έντασης το επόμενο διάστημα που δεν αποκλείεται να κορυφωθεί (για λόγους που εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει) όσο πλησιάζει η επέτειος των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821. Σε βαθμό, μάλιστα, που αρκετοί θεωρούν πλέον αναπότρεπτο ένα «θερμό επεισόδιο» ανάμεσα στις δύο χώρες — το οποίο, στη συνέχεια, θα οδηγήσει σε ένα διάλογο εφ’ όλης της ύλης, υπό την αιγίδα ΗΠΑ, ΕΕ και ΝΑΤΟ.
Κατά συνέπεια, το ζήτημα της στάσης απέναντι στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό και την πολεμική απειλή αποκτά άμεσα υλική διάσταση και ζωτική σημασία – για τους λαούς των δύο χωρών και για την αντικαπιταλιστική-διεθνιστική Αριστερά. Τα περιθώρια για μισόλογα και γενικότητες στενεύουν ασφυκτικά, καθώς οι απαντήσεις πρέπει να είναι ξεκάθαρες. Θα πούμε ναι στον διάλογο και τη μοιρασιά που ετοιμάζονται να στήσουν, για να αποφύγουμε τον πόλεμο; Προφανώς και όχι, μιας και το παζάρι δεν αφορά τους λαούς και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τον επόμενο γύρο της σύγκρουσης. Θα επιλέξουμε τον πόλεμο για να μην υποκύψουμε στον «τουρκικό επεκτατισμό» και να μην εκχωρήσουμε «ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα», όπως προτείνουν κάποιοι ευθέως και αφήνει να αιωρείται ένα τμήμα της Αριστεράς; Αναμφίβολα όχι, μιας και κάτι τέτοιο θα σημάνει υποταγή στα συμφέροντα του κεφαλαίου και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, καθώς και νέα κρίση και δεινά για την κοινωνική πλειοψηφία.
Αλλά τότε, τι μένει; Η ανάδειξη σε άμεση προτεραιότητα της συγκρότησης ενός κινήματος που θα συμπυκνώνει και θα συνενώνει το μέτωπο ενάντια στον πόλεμο, την αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα με τους γειτονικούς λαούς, την πάλη για την ανατροπή των κυβερνήσεων Ερντογάν και Μητσοτάκη και όλων των πολιτικών δυνάμεων που συγκροτούν το αστικό πολιτικό σύστημα, τον αντικαπιταλιστικό αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο κάθε εθνικότητας. Γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη; Φυσικά και όχι – είναι όμως ο μοναδικός δρόμος που δεν οδηγεί ευθεία στον γκρεμό…
Γιώργος Παυλόπουλος
Πηγή: ΠΡΙΝ