«Να περάσει ο κατηγορούμενος Γιόζεφ Άλοϊς Ράτσινγκερ, γνωστός και ως Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ… Ορκίζεστε να πείτε την αλήθεια, όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς φόβο και πάθος;».
Κάπως έτσι πρέπει να είχε φανταστεί την επόμενη υπόθεσή του στο δικαστήριο ο Ουίλιαμ ΜακΚάρι, όταν αποφάσισε να καλέσει τον Πάπα σε απολογία με την κατηγορία της συγκάλυψης δεκάδων περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων στις ΗΠΑ.
Μερικούς αιώνες νωρίτερα μια τέτοια προσβολή θα οδηγούσε στο σχηματισμό ιερής συμμαχίας εναντίον της Ουάσινγκτον – εάν δεν πυροδοτούσε και μια μίνι σταυροφορία κατά των άπιστων Αμερικανών. Το σωτήριων έτος 2010 μ.Χ όμως, το Βατικανό όχι μόνο αναγκάστηκε να λάβει σοβαρά υπόψη του την πρόσκληση αλλά κατέφυγε και σε ορισμένα νομικίστικα επιχειρήματα. «Ο Βενέδικτος, ως αρχηγός κράτους, απολαμβάνει νομικής ασυλίας» αποφάνθηκε η νομική υπηρεσία του Βατικανού.
Ενώ όμως ο Βενέδικτος δεν θα καθίσει ποτέ στο σκαμνί της Αμερικανικής δικαιοσύνης φαίνεται ότι καταδικάστηκε «δις εις θάνατον» στα μάτια εκατομμυρίων πιστών. Η ίδια εκκλησία που απαγόρευε τις αμβλώσεις (ακόμη και σε θύματα βιασμού) και έδινε μάχη κατά της αντισύλληψης (ενώ απειλούνταν εκατομμύρια ζωές στην Αφρική) πιάστηκε, όπως έγραψε ο Αμερικανικός Τύπος, «με τα παντελόνια κατεβασμένα». Πρόκειται για τον ίδιο Βενέδικτο, αναρωτήθηκαν αρκετοί σχολιαστές, ο οποίος ενώ χαρακτήριζε την ομοφυλοφιλία ως «εγγενή ηθική φαυλότητα» κάλυπτε ιερωμένους που κατηγορούνταν για βιασμούς ανηλίκων; Μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων μια ομοβροντία δημοσιευμάτων από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης και κυρίως του Αμερικανικό Τύπο φάνηκε να απογυμνώνει το ποντίφικα από την «ιερή ασυλία» που απολάμβανε εδώ και αιώνες. «Ο άνθρωπος είναι εγκληματίας, θα τον αφήσουμε να κινείται ελεύθερα;» αναρωτιόταν ο συγγραφέας Κρίστοφερ Χίτσενς σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή ενώ ο παρουσιαστής Μπιλ Μάχερ θύμιζε με νόημα στους τηλεθεατές τι παθαίνουν στη φυλακή όσοι έχουν καταδικαστεί για σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκων.
Ο κατάλογος των περιπτώσεων σεξουαλικής κακοποίησης από καθολικούς ιερωμένους αυξάνεται σχεδόν καθημερινά με δεκάδες νέες αποκαλύψεις από τις ΗΠΑ, τη Νορβηγία και την Γερμανία, μέχρι την Ιρλανδία και την Κούβα. Στις περισσότερες περιπτώσεις όταν η υπόθεση έφτανε τελικά στο Βατικανό η μοναδική ποινή που επιβάλλονταν ήταν η μετάθεση των επίορκων ιερέων σε διαφορετικό πόστο, απ’ όπου μπορούσαν να συνεχίσουν ανενόχλητοι το διόλου θεάρεστο έργο τους. Ο Αιδεσιμότατος Ερνέστο Γκαρσία Ρούμπιο λόγου χάρη αφού πρώτα κατηγορήθηκε για ανίερες πράξεις στην Αβάνα μετατέθηκε στο Μαϊάμι, όπου έφταναν τα παιδιά των Κουβανών ανικαθεστωτικών που έφταναν στις ΗΠΑ. Σε άλλες περιπτώσεις προτεινόταν απλώς η μετάθεση των κληρικών σε σχολεία θηλέων. «Τι σημαίνει αυτό» αναρωτιόταν εμφανώς εξοργισμένη μια αρθρογράφος των New York Times «ότι οι παπάδες κολάζονται μόνο με τα αγοράκια ή ότι η εκκλησία δίνει ακόμη λιγότερη σημασία στους κινδύνους που διατρέχουν τα ανήλικα κοριτσάκια;».
Ίσως πάντως η χαρακτηριστικότερη περίπτωση ήταν αυτή του αιδεσιμότατου Λόρενς Μέρφι ο οποίος από το 1950 έως το 1974 κακοποίησε σεξουαλικά τουλάχιστον 200 κωφάλαλα παιδιά στο Ουισκόνσιν των ΗΠΑ. Για δεκαετίες αρκετά από τα θύματα χτυπούσαν την πόρτα του Βατικανού ζητώντας να αποδοθεί δικαιοσύνη ενώ διηγούνταν με σοκαριστικές λεπτομέρειες τη δράση του αιδεσιμότατου: «Ο Πατέρας Μέρφι με κακοποίησε όταν ήμουν 12 χρονών και πήγα πρώτη φορά για εξομολόγηση» έλεγε ο Αρθουρ Μπατζίνσκι. Ο ίδιος περιέγραφε πως ο «αιδεσιμότατος» κατέβαζε τα παντελόνια των παιδιών και ασελγούσε μέσα στο γραφείο του, στο αυτοκίνητο ή ακόμη και στο εξοχικό της μητέρας του, όπου τα καλούσε για διάφορες εκδηλώσεις της εκκλησίας».
Η υπόθεση έφτασε και επισήμως στο Βατικανό όταν ένας αρχιεπίσκοπος από το Ουισκόνσιν, αηδιασμένος από τις ιστορίες που άκουγε από τα παιδιά, αποφάσισε να παραβιάσει το απόρρητο της εξομολόγησης και να ενημερώσει προσωπικά τον Ράτσινγκερ. Καθώς δεν λάμβανε απάντηση άρχισε να στέλνει επιστολές και σε άλλους αξιωματούχους στο Βατικανό χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Αυτό που δεν γνώριζε ήταν ότι στο μεσοδιάστημα ο πατέρας Μέρφι είχε ταξιδέψει στην Ιταλία και συνάντησε προσωπικά τον ιεροεξεταστή του Πάπα καταφέρνοντας (άγνωστο πως) να εξασφαλίσει ασυλία από κάθε δίωξη. Για την ιστορία ο μόνος που «τιμωρήθηκε» για εκείνη την υπόθεση ήταν ο αρχιεπίσκοπος που ενημέρωσε το Βατικανό: αναγκάστηκε να παραιτηθεί μερικά χρόνια αργότερα όταν έγινε γνωστό ότι χρησιμοποιούσε χρήματα της εκκλησίας για να πληρώνει τους… εραστές του. To πρόβλημα με ορισμένους καθολικούς κληρικούς στις ΗΠΑ, έγραψε γνωστή αμερικανική εφημερίδα ήταν ότι «αντί να προσεύχονται με τους νεαρούς πιστούς προσεύχονταν επάνω σε αυτούς».
Το πρόβλημα για το Βατικανό είναι ότι ο άνθρωπος που είχε εδώ και τουλάχιστον τρείς δεκαετίες την ευθύνη για τη διερεύνηση αυτών των υποθέσεων σήμερα τυχαίνει να είναι… προκαθήμενος της ρωμαϊκής εκκλησίας.
Το Ροτβάιλερ του Θεού
Η ιστορία ξεκινά το 1962 σε μια σκοτεινή αλλά επιβλητική αίθουσα του Βατικανού όταν ο Καρδινάλιος Αλφρέντο Οταβιάνι υπογράφει την περίφημη επιστολή Crimen sollicitationis (στα λατινικά το έγκλημα της ανήθικης πρότασης). Με αυτήν ζητά από όλους τους καθολικούς ιερωμένους του πλανήτη να προωθούν τα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης απευθείας στο Βατικανό και όχι στις τοπικές αρχές. Τα επόμενα 20 χρόνια, μόνο στις ΗΠΑ, θα επιβεβαιωθούν 11.000 περιστατικά (μεταξύ των οποίων και περιπτώσεις βιασμών) από 4.400 ιερείς κάθε βαθμίδας.
Υπεύθυνη για τη διερεύνηση των καταγγελιών θα ήταν η περιβόητη Επιτροπή για το Δόγμα και την Πίστη (CDF)- η «CIA του Βατικανού» όπως την χαρακτήριζε πρόσφατα το αμερικανικό περιοδικό Salon. Πρόκειται ουσιαστικά για τη συνέχεια της Ιεράς Εξέτασης – το ίδιο σώμα δηλαδή που παλαιότερα έκρινε τον Γαλιλαίο και υπέβαλε χιλιάδες «αιρετικούς» σε φρικτά βασανιστήρια. Όπως φαίνεται όμως οι ιεροεξεταστές είχαν πολύ «σοβαρότερα» ζητήματα να ασχοληθούν.
Από το 1981 το πρόσωπο της CDF αλλάξει ριζικά όταν ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ‘Β διορίζει ως επικεφαλής τον καρδινάλιο Γιόζεφ Ράτσινγκερ – τον σημερινό Πάπα Βενέδικτο. Μέσα σε λίγους μήνες ο νέος «ιεροεξεταστής» γίνεται φόβος και τρόμος των καθολικών ιερέων επιβάλλοντας βαρύτατες ποινές σε όσους τολμούν να παρεκκλίνουν έστω και κατ’ ελάχιστο από το θεολογικό και κυρίως το νέο πολιτικό δόγμα που επιβάλλει ο Πάπας. Σε αυτό το πόστο ο Ράτσινγκερ αποκτά το παρατσούκλι «το Ροτβάιλερ του Θεού» (πιθανότατα λόγω και της γερμανικής καταγωγής του και της παλαιότερης συμμετοχής του στη ναζιστική νεολαία του Χίτλερ).
Στο κλίμα του Ψυχρού Πολέμου ο Ράτσινγκερ μετατρέπεται σε αρχιδιπλωμάτη του Πάπα ταξιδεύοντας σε κάθε γωνιά του πλανήτη όπου υπάρχουν θεολογικές και ιδεολογικές «παρεκκλίσεις». Παρεμβαίνει προσωπικά για να απομακρύνει από τα καθήκοντά τους κληρικούς που συμμετείχαν σε αντιπολεμικές συγκεντρώσεις ενώ χτυπά αλύπητα τις εκκλησίες της Νότιας Αμερικής που συγκρούονταν με τα δικτατορικά καθεστώτα και στήριζαν ή ανέχονταν τα αντάρτικα κινήματα της περιοχής. Την ίδια ώρα όμως τα ραντάρ του καρδινάλιου παραμένουν «τυφλά» μπροστά σε δεκάδες περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων.
Ενδεικτική για τη στάση του σημερινού Πάπα απέναντι σε σεξουαλικά σκάνδαλα ήταν και η υπόθεση του Γερμανού κληρικού Πίτερ Χάλερμαν, ο οποίος το 1980 κατηγορήθηκε ότι ανάγκασε ένα 11χρονο αγόρι σε στοματικό έρωτα. Η υπόθεση έφτασε στο γραφείο του Ράτσινγκερ, που τότε ήταν αρχιεπίσκοπος στο Μόναχο, και ο οποίος αφού έστειλε τον Χάλερμαν σε σύντομο πρόγραμμα ψυχολογικής στήριξης τον μετέθεσε απλώς σε διαφορετικό πόστο. Λίγα χρόνια αργότερα ο ίδιος κληρικός συνελήφθη και πάλι σε υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων. Τελικά απομακρύνθηκε από τα καθήκοντά του μόλις πριν από ένα μήνα, δηλαδή τρείς δεκαετίες μετά το πρώτο διαπιστωμένο περιστατικό. Να σημειωθεί ότι μόνο στη Γερμανία έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 300 καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων οι περισσότερες από τις οποίες ενέπιπταν στις αρμοδιότητες του σημερινού προκαθήμενου της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
Ο Πάπας της 11ης Σεπτεμβρίου
Με κάθε του προσπάθεια λοιπόν να ξεφύγει από τον βούρκο των σκανδάλων το Βατικανό βυθιζόταν περισσότερο στην κινούμενη άμμο της ανυποληψίας. Ίσως γιατί, όπως σημείωναν και οι συντάκτες του γερμανικού Spiegel, την στιγμή που θα έπρεπε να λειτουργεί σαν φάρος ηθικής αυτό επιδίδονταν σε διαχείριση κρίσεων (crisis management) με τον ερασιτεχνισμό μιας μικρομεσαίας επιχείρησης.
Τα σεξουαλικά σκάνδαλα όμως ήταν γνωστά εδώ και δεκαετίες και σίγουρα δεν βαρύνουν μόνο την καθολική εκκλησία. Πως δικαιολογείται λοιπόν το πρόσφατο ξέσπασμα οργής; το γεγονός ότι εμφανίστηκαν όλα μαζί σε διάστημα λίγων μηνών ή έστω μερικών χρόνων; Κυρίως όμως υποστήριξαν ότι πίσω από το λεγόμενο Vatican-gate κρύβεται η πολιτική και ιδεολογική αποσάθρωση της εξουσίας της Αγίας Έδρας.
Το Βατικανό φάνηκε τα τελευταία χρόνια να δημιουργεί εχθρούς παίρνοντας ανοιχτά πολιτικές θέσεις σε κρίσιμα ζητήματα. Στις ΗΠΑ, όπου υπήρξαν και οι εντονότερες αντιδράσεις η Αγία Έδρα είχε στηρίξει τους ρεπουμπλικάνους με αφορμή θέματα όπως οι αμβλώσεις, η αντισύλληψη και η μελέτη των βλαστικών κυττάρων. Στην κρίσιμη προεκλογική περίοδο πριν από το 2004 καθολικοί κληρικοί φέρονται να απειλούσαν τον υποψήφιο των δημοκρατικών Τζον Κέρι με αποκλεισμό από τη θεία κοινωνία εάν δεν άλλαζε τις θέσεις του στα συγκεκριμένα ζητήματα. Και ο πρόεδρος Ομπάμα όμως βρήκε απέναντί του την καθολική εκκλησία όταν προωθούσε τις μεταρρυθμίσεις στο χώρο της υγείας.
Παρά το γεγονός ότι η Αγία Έδρα ενοχλούνταν από τους ευαγγελιστές φίλους του Τζορτζ Μπους το Βατικανό φαίνεται να πως τα πήγαινε πολύ καλύτερα με τον Ρεπουμπλικάνο πρώην πρόεδρο. «Ο Βενέδικτος ήταν ο Πάπας της 11ης Σεπτεμβρίου» έγραφε πρόσφατα ο Ντάνιελ Μάντιγκαν, καθηγητής στο ρωμαιοκαθολικό πανεπιστήμιο Gregorianum της Ρώμης, θυμίζοντας τις ρητορικές επιθέσεις που είχε πραγματοποιήσει ο ποντίφικας εναντίον του Ισλάμ καθώς κορυφωνόταν ο λεγόμενος πόλεμος κατά της διεθνούς τρομοκρατίας. Αντίστοιχα ο Πάπας Ιωάννης Παύλος είχε χαρακτηριστεί από τους επικριτές του ως ο «Πάπας του Ψυχρού Πολέμου». Δυο περίοδοι της σύγχρονης ιστορίας που πέρασαν στο παρελθόν αφήνοντας εκτεθειμένους όσους συνδέθηκαν μαζί τους.
Habemus Mama
Καθώς η κριτική προς το Βατικανό και τον Βενέδικτο λάμβανε πρωτοφανείς διαστάσεις αρκετοί αναζήτησαν τα αίτια της κρίσης στην στάση της χριστιανικής εκκλησίας απέναντι στις γυναίκες. «Ο πατερναλιστικός αυταρχισμός του Πάπα» έγραφε η Μορίν Ντάουντ, από τις σελίδες των New York Times, και ο αποκλεισμός των γυναικών από το ιερατείο (είτε ως κληρικοί είτε ως σύζυγοι κληρικών) μετέτρεψε το Βατικανό σε μια «απομονωμένη νησίδα μυστικότητας και αισχύνης η οποία αδυνατεί να ελέγξει τον εαυτό της».
Ως απάντηση σε αυτή την κρίση η Μορίν Ντάουντ φτάνει στο σημείο να προτείνει την αντικατάσταση του σημερινού πάπα από μια πάπισσα: «Ο Βενέδικτος» γράφει «πρέπει να γυρίσει στο σπίτι του στη Βαυαρία και οι καρδινάλιοι πρέπει να αφήσουν τον λευκό καπνό να βγει από την καμινάδα του Βατικανού αναφωνώντας «Habemus Mama» (αντί του «Habemus Papa – Έχουμε Πάπα» που ανακοινώνεται με τη διαδικασία εκλογής νέου ποντίφικα).
Ιστορικά, οι αναφορές στο ενδεχόμενο να καταλάβει μια γυναίκα τον θρόνο στο Βατικανό έρχονται σε περιόδους αμφισβήτησης του ηγετικού ρόλου της ίδιας της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Ακόμη και ο μύθος της Πάπισσας Ιωάννας, που δεν επιβεβαιώνεται από τους σύγχρονους ιστορικούς, λέγεται ότι ξεκίνησε από προτεστάντες συγγραφείς που ήθελαν έτσι να διακωμωδήσουν τα τεκταινόμενα στη Ρώμη. Άλλωστε και ο Εμμανουήλ Ροΐδης χρησιμοποίησε το ομώνυμο έργο του για να επιτεθεί στους ρωμαιοκαθολικούς (και εμμέσως να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα της ορθόδοξης εκκλησίας).
Σε κάθε περίπτωση για να επιτευχθεί το όνειρο της αρθρογράφου των New York Times για μια αληθινή πάπισσα θα πρέπει πρώτα ο Βενέδικτος να απομακρυνθεί με κάποιο τρόπο από τα καθήκοντά του. «Μην ελπίζετε σε κάτι τέτοιο» απαντούσε το αμερικανικό περιοδικό Salon θυμίζοντας ότι η μεσαιωνικές παραδόσεις στις οποίες «οι ανεπιθύμητοι πάπες δηλητηριάζονταν ή βρίσκονταν νεκροί στις όχθες του Τίβερη», έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Στο ίδιο μήκος κύματος και το γερμανικό Spiegel υποστήριζε ότι «ο Πάπας δεν είναι διευθύνων σύμβουλος κάποιας εταιρείας» για να απομακρυνθεί με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου αλλά «πνευματικός απόγονος του Αποστόλου Πέτρου». Θεωρητικά λοιπόν μόνο ο ίδιος μπορεί να παραιτηθεί βάσει του κανόνα 332, παράγραφος δύο του εκκλησιαστικού δικαίου του Βατικανού. Ο μόνος όμως που έκανε χρήση του δικαιώματος «εθελουσίας εξόδου» ήταν ο Πάπας Άγιος Σελεστίνος. Και από τότε έχουν περάσει 716 χρόνια.
Άρης Χατζηστεφάνου
Περιοδικό Κ, Καθημερινή Μάρτιος 2010
Σχετικά θέματα:
Non Habemus Papam
Αγτζά: Ο άνθρωπος που πυροβόλησε τον Πάπα