Λίγες λέξεις προκαλούν τόση αηδία σε εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο όσο η λέξη απεργοσπάστης. Στη Βρετανία και τις ΗΠΑ τούς παρομοίαζαν για αιώνες με φρικτές μολυσματικές ασθένειες, ενώ σχεδόν πάντα ακολουθούσε η σύγκριση με τον Ιούδα.
«Κοντά στο ορυχείο του Σέγκχιλ έφτιαξαν μια αλυσίδα για να πιάσουν τον βρομιάρη μαυροπόδαρο. Τον άρπαξαν από τον λαιμό και του έσπασαν τα κόκαλα». Σκληροί στίχοι από ένα τραγούδι που συνοδεύει το εργατικό κίνημα της Βρετανίας από το 1844 μέχρι τις ημέρες μας. Περιγράφει την προσπάθεια των απεργών ανθρακωρύχων να εντοπίσουν τους απεργοσπάστες και να… τους τιμωρήσουν ανάλογα.
Κανένας άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να γίνει απεργοσπάστης όσο υπάρχει ακόμη μια λιμνούλα με νερό για να πνιγεί και ένα σκοινί για να κρεμαστεί.
Τζακ Λόντον
Παρά το γεγονός ότι αρκετά συνδικάτα αποφεύγουν πλέον να χρησιμοποιούν το τραγούδι «Blackleg miner» στις εκδηλώσεις τους, η μουσική και οι στίχοι του φτάνουν ακόμη και σήμερα στα χείλη εκατοντάδων εργατών.
Σύμφωνα με ορισμένους λεξικογράφους, ο όρος blackleg μάς έρχεται από το 1803 και αφορά τους απεργοσπάστες που χρησιμοποίησε μια αμερικανική εταιρεία η οποία παρήγε μαύρες μπότες. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η λέξη συνδέεται με τα μεταδοτικά βακτηρίδια (angraena emphysematosa) που καταστρέφουν τους κτηνοτρόφους σκοτώνοντας τα ζώα τους.
Η δεύτερη εξήγηση είναι πιο πιθανή, καθώς οι Αγγλοσάξονες συνήθιζαν εδώ και αιώνες να παρομοιάζουν τους απεργοσπάστες με μολυσματικές ασθένειες. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η ψώρα – που πιστεύεται ότι έδωσε και τον όρο scab.
Για την ιστορία, το scab πιστεύεται ότι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως χαρακτηρισμός εργαζομένου από τα τέλη του 18ου αιώνα και αφορούσε όσους δεν γίνονταν μέλη των συνδικάτων και αδιαφορούσαν για τις διεκδικήσεις στον χώρο εργασίας. Με το πέρασμα των χρόνων έφτασε να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τους απεργοσπάστες και ειδικά αυτούς που σπάνε με τη βία τις αλυσίδες των απεργών για να μπουν στα εργοστάσια.
Για τους Βρετανούς εργάτες το να χαρακτηριστείς scab ήταν ίσως η μεγαλύτερη προσβολή που θα μπορούσε να γνωρίσει άνθρωπος και σε ακολουθούσε για χρόνια, αν όχι για ολόκληρες γενιές.
Οι απεργοί συνήθιζαν να γράφουν τη λέξη με μπογιά έξω από τα σπίτια τους, ενώ οι απεργοσπάστες απομακρύνονταν από τις τοπικές παμπ. Οπως περιγράφουν αρκετά τραγούδια, ακόμη και τα παιδιά των απεργοσπαστών αντιμετώπιζαν προβλήματα στο σχολείο από τους συμμαθητές τους και δυσκολεύονταν να σηκώσουν την προσβολή που στιγμάτιζε την οικογένειά τους.
Σε ένα από αυτά τα τραγούδια ο απεργοσπάστης καταλήγει ύστερα από πολλές περιπέτειες στην πύλη του Παραδείσου, όπου ζητά από τον Αγιο Πέτρο να τον δεχθεί λέγοντας ότι υπηρέτησε πιστά τα αφεντικά του. «Αν σε δεχθώ, οι άγγελοι θα πετάξουν τις άρπες τους» του απαντά ο Αγιος Πέτρος, ο οποίος τον στέλνει στην Κόλαση υπενθυμίζοντάς του «ότι μαχαίρωσε πισώπλατα τους συναδέλφους του και έκλεψε το ψωμί με το οποίο θα τάιζαν τα παιδιά τους».
Κρίνοντας πάντως από άλλες καλλιτεχνικές αναφορές, οι απεργοσπάστες που κατέληγαν στην Κόλαση ήταν οι τυχεροί της υπόθεσης, καθώς συνήθως ούτε ο διάολος δεν ήθελε να σχετίζεται με τέτοιου είδους ασπόνδυλα. Δεν είναι λίγες μάλιστα οι φορές που ο απεργοσπάστης ταυτίζεται στη συνείδηση των εργατών με τον Ιούδα και την απόλυτη προδοσία της χριστιανικής θρησκείας.
Και αφού ήρθαν αυτές οι άγιες ημέρες και το Πάσχα, σκεφτήκαμε να τις τιμήσουμε και εμείς με ένα απόσπασμα για τους απεργοσπάστες που αποδίδεται στον Τζακ Λόντον.
«Αφού ο θεός τελείωσε με τους κροταλίες, τα βατράχια και τις νυχτερίδες, του είχε περισσέψει μια αηδιαστική ουσία με την οποία έφτιαξε τον απεργοσπάστη (scab).
Οταν ο απεργοσπάστης περπατά στον δρόμο, οι άνθρωποι του γυρίζουν την πλάτη, οι άγγελοι κλαίνε στον παράδεισο, ενώ ο Διάολος κλείνει τις πύλες της κολάσεως για να τον κρατήσει μακριά.
Κανένας άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να γίνει απεργοσπάστης όσο υπάρχει ακόμη μια λιμνούλα με νερό για να πνιγεί και ένα σκοινί για να κρεμαστεί.
Συγκρινόμενος με τον απεργοσπάστη ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν ένα πραγματικός κύριος. Αφού πρόδωσε το θεό του είχε τουλάχιστον την αξιοπρέπεια να απαγχονιστεί. Ο απεργοσπάστης δεν έχει ούτε αυτή.
Ο Ησαύ (ο μεγάλος αδερφός του Ισαάκ) πούλησε τα πρωτοτόκια του (νομικά δικαιώματα κληρονομιάς των πρωτότοκων γιων) για ένα πιάτο φαΐ. Ο Ιούδας πούλησε τον Λυτρωτή του για τριάντα αργύρια. Ο Μπένεντικτ Αρνολντ (στρατηγός της αμερικανικής επανάστασης που αυτομόλησε στους Βρετανούς) το έκανε για μια θέση στον βρετανικό στρατό.
Ο σύγχρονος απεργοσπάστης πουλάει τα πρωτοτόκια, την πατρίδα, τη γυναίκα, τα παιδιά του και τους συνανθρώπους του για μια ανεκπλήρωτη υπόσχεση από το αφεντικό του ή την εταιρεία του.
Ο Ησαύ πρόδωσε τον εαυτό του, ο Ιούδας τον Θεό του, ο Αρνολντ την πατρίδα του. Ο απεργοσπάστης προδίδει τον Θεό, την πατρίδα, τη γυναίκα, την οικογένεια και την τάξη του».
► Δείτε
Billy Elliot
Ο απόλυτος εξευτελισμός ενός ανθρακωρύχου στη Βρετανία της Θάτσερ, ο οποίος θυσιάζει την αξιοπρέπειά του και μετατρέπεται σε απεργοσπάστη για να γίνει ο γιος του χορευτής.
► Διαβάστε
Ο πόλεμος των τάξεων (εκδόσεις Εντύποις)
Ενα από τα λιγότερο διαβασμένα στην Ελλάδα βιβλία του Τζακ Λόντον με δοκίμια για το σοσιαλισμό και την εργατική τάξη.
Άρης Χατζηστεφάνου