Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 16/04/2022
Η ουκρανική Σαχτάρ Ντονιέτσκ είναι κάτι περισσότερο από μια ομάδα που περιοδεύει στην Ευρώπη, μεταφέροντας το μήνυμα της ειρήνης. Η ιστορία της αντανακλά την πορεία της Ουκρανίας από τα χρόνια του σοβιετικού σταχανοβισμού μέχρι το πέρασμα στον μπερλουσκονισμό και, τελικά, στον εμφύλιο πόλεμο και την εισβολή.
Πολλά ειπώθηκαν στα διεθνή και τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης για τις φανέλες που φορούσαν οι παίκτες της Σαχτάρ Ντονιέτσκ στην Αθήνα, καθώς στη θέση των ονομάτων των παικτών βρίσκονταν τα ονόματα ουκρανικών πόλεων που ισοπεδώνονται σταδιακά από τη δολοφονική εισβολή των δυνάμεων του Πούτιν. Πολύ λιγότεροι όμως, πρόσεξαν τα δυο σφυριά που κοσμούν εδώ και σχεδόν έναν αιώνα το σήμα της ομάδας.
Όταν ιδρύθηκε, τον Απρίλιο του 1936, άκουγε στο όνομα Σταχανοβίτες (стахановец) προς τιμήν του κινήματος σοβιετικών εργατών που ακολουθούσαν το παράδειγμα του Αλεξέι Γκριγκορίεβιτς Σταχάνοβ. Ο Ουκρανός ανθρακωρύχος είχε αποκτήσει χαρακτηριστικά θρύλου, έναν χρόνο νωρίτερα, όταν κατάφερε να εξορύξει 102 τόνους άνθρακα, σε διάστημα πέντε ωρών και 45 λεπτών –ξεπερνώντας δηλαδή κατά 14 φορές την προβλεπόμενη παραγωγή για κάθε εργάτη. Η καινοτόμος μέθοδος που χρησιμοποίησε ο Σταχάνοβ εισήχθη αμέσως και στα υπόλοιπα ορυχεία της πρώην ΕΣΣΔ, γεγονός που του χάρισε όχι μόνο την εύνοια της Μόσχας, αλλά ακόμη και του αμερικανικού περιοδικού ΤΙΜΕ, το οποίο τον έκανε εξώφυλλο, τον Δεκέμβριο του 1935.
Η ομάδα, που διατήρησε το παρατσούκλι των «ανθρακωρύχων», ακόμη και όταν μετονομάστηκε σε Σαχτάρ Ντονιέτσκ, είχε μερικές δεκαετίες αργότερα τη δική της συμβολή στην πορεία της Σοβιετικής Ένωσης. Οι Ουκρανοί ποδοσφαιριστές αποτελούσαν μια συνεχή δεξαμενή που τροφοδοτούσε το σοβιετικό ποδόσφαιρο, στις ημέρες της δόξας του. Μέχρι τη δεκαετία του ’70, οι «ανθρακωρύχοι» φιγουράριζαν στις τρεις πρώτες θέσεις του σοβιετικού πρωταθλήματος, γεγονός που τους έδινε το δικαίωμα να κατεβαίνουν αυτόνομα και σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Με τη διάλυση, όμως, της Σοβιετικής Ένωσης, η διαδρομή της ομάδας άρχισε να περνά από πολύ πιο σκοτεινά μονοπάτια.
Από το 1994, η Σαχτάρ Ντονιέτσκ βρισκόταν ήδη στα χέρια του μαφιόζου Ακχάτ Μπραγκίν, γνωστού με το παρατσούκλι «Αλίκ ο Έλληνας» –ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα ολιγαρχών που επικράτησαν σε όλα τα εδάφη της πρώην ΕΣΣΔ, μετά τις παρεμβάσεις – σοκ της Δύσης. Η σύντομη πορεία του Μπραγκίν στην ηγεσία της ομάδας θα τερματιστεί το 1995, όχι με λυγμό (όπως θα έλεγε ο Τόμας Έλιοτ), αλλά με τον κρότο που προκάλεσε η εναντίον του βομβιστική επίθεση, μέσα στο γήπεδο της ομάδας του, στο Ντονιέτσκ. Η έκρηξη ήταν τόσο ισχυρή, ώστε τα σωστικά συνεργεία κατάφεραν να εντοπίσουν μόνο ένα χέρι του Μπραγκίν, επειδή φορούσε το χρυσό ρολόι του. Ο στενός συνεργάτης του, όμως, ο Ρινάτ Αχμέτοφ (που από «θαύμα» δεν ήταν δίπλα στο αφεντικό του, γιατί το αυτοκίνητό του είχε κολλήσει στην κίνηση) κληρονόμησε την ομάδα και μαζί την τεράστια αυτοκρατορία που του επέτρεψε να μετατραπεί στον πλουσιότερο ολιγάρχη της Ουκρανίας.
Για άλλη μια φορά, το Ντονιέτσκ θα γινόταν πρότυπο για τη Ρωσία, όχι πλέον για τις καινοτόμες τεχνικές εξόρυξης του Σταχάνοβ, αλλά για τη διαπλοκή του ποδοσφαίρου με επιχειρηματίες που το χρησιμοποιούσαν ως εργαλείο για να ξεπλένουν χρήμα και να «τσιμεντώνουν» την πολιτική επιρροή τους. Όπως έγραφε παλαιότερα ο Καρλ Βεθ, Καθηγητής Ιστορίας στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, αυτού του είδους η «μπερλουσκονοποίηση» του ποδοσφαίρου «πέρασε από την Ουκρανία στη Ρωσία» και όχι το αντίστροφο, όπως θα υπέθεταν ορισμένοι. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι ομάδες του ουκρανικού πρωταθλήματος αποτελούσαν εργαλεία, αλλά και σύμβολα της ισχύος αντικρουόμενων ολιγαρχών που εποφθαλμιούσαν ή ασκούσαν την πραγματική εξουσία στο Κίεβο.
Ενώ όμως ο Αχμέτοφ κατάφερε να εξαπλώσει την αυτοκρατορία του, καταλαμβάνοντας και την ουκρανική πρωτεύουσα (όπου αρχικά στήριζε τον φιλορώσο πρόεδρο Γιανούκοβιτς μέχρι την ανατροπή του), το ταξίδι των παικτών της Σαχτάρ Ντονιέτσκ προς το Κίεβο αποδείχθηκε πιο ταραχώδες. Η «προσφυγιά» ξεκίνησε το 2014, με τις πρώτες συγκρούσεις στο Ντονιέτσκ, όταν το υπερσύγχρονο γήπεδο της ομάδας βομβαρδίστηκε.
Ύστερα από διαδοχικούς σταθμούς στο Λβιβ και το Χάρκοβο, οι παίκτες και η διοίκηση της ομάδας βρέθηκαν στο Κίεβο, όπου αρκετοί φίλαθλοι τους αντιμετώπιζαν σαν προδότες. Οι νεοναζί ultras της Δυναμό Κιέβου εμφανίζονταν στα παιχνίδια των δύο ομάδων με σβάστικες και μπλουζάκια με φωτογραφίες του Χίτλερ, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ντύνονταν με τις λευκές κουκούλες της Κου Κλουξ Κλαν, για να καταδικάσουν το γεγονός ότι στη Σαχτάρ Ντονιέτσκ έπαιζαν και μαύροι παίκτες. Σε μια περίπτωση, έσπασαν το μαγαζί της ομάδας, αφήνοντας πίσω τους το σύνθημα «Φύγετε από το Κίεβο μπάσταρδοι». Το γεγονός μάλιστα, ότι οι «ανθρακωρύχοι» είχαν αρνηθεί να φορέσουν φανέλες με το σύνθημα «Δόξα στον ουκρανικό στρατό», δε βοήθησε ιδιαίτερα την ένταξή τους στον εθνικό κορμό του Κιέβου.
Σήμερα, η ομάδα που κάποτε μεσουρανούσε στο σοβιετικό, αλλά και το ουκρανικό πρωτάθλημα, έχει πάρει συμβολικά, αλλά και πραγματικά τον ρόλο του πρόσφυγα, πραγματοποιώντας φιλικά παιχνίδια στην Ευρώπη, για την ευαισθητοποίηση του κόσμου και τη συγκέντρωση χρημάτων για την Ουκρανία. Δυστυχώς, αρκετοί φαίνεται ότι την αντιμετωπίζουν με την ίδια σκληρότητα που επιφυλάσσουν σε όλους τους πρόσφυγες, καθώς, όπως κατήγγειλε ο διευθυντής της ομάδας, Ντάριο Σρνα, αρκετοί προσπάθησαν να πάρουν δωρεάν τους παίκτες της, αμέσως μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής.