Πηγή: Dalia Gebrial – Novara Media
Μετάφραση/Επιμέλεια: Ανδρέας Κοσιάρης
Οι δρόμοι της Βρετανίας είναι γεμάτοι με μνημεία που δοξάζουν ιδιοκτήτες σκλάβων και αποικιοκράτες. Στέκονται πάνω σε πανεπιστημιακά κτίρια και έξω από νοσοκομεία, και συνεχίζουν να ζουν στα ονόματα δρόμων, βιβλιοθηκών και σχολείων, και στα τραγούδια που μαθαίνουν τα μικρά παιδιά.
Από τις 7 Ιουνίου 2020, υπάρχει στη Βρετανία ένα άγαλμα δουλέμπορου λιγότερο. Υπό τις ενθουσιώδεις και ανακουφισμένες επευφημίες του πλήθους, το 5,5 μέτρων μπρούντζινο άγαλμα του Έντουαρντ Κόλστον – ενός από τους πιο διαβόητους δουλέμπορους της ιστορίας – γκρεμίστηκε, σύρθηκε στους δρόμους του Μπρίστολ και πετάχτηκε σε ένα ποτάμι. Το άγαλμά του πετάχτηκε από το ίδιο λιμάνι όπου προσέδεναν τα δουλεμπορικά του καράβια.
Περπατάμε δίπλα από αυτά τα αγάλματα κάθε μέρα, όμως ελάχιστοι από εμάς τα προσέχουν, πόσο μάλλον καταλαβαίνουν το νόημα των ανθρώπων και των συστημάτων που αυτά τιμούν. Καταλαμβάνουν μια περίεργη, διττή ύπαρξη αορατότητας και υπερ-ορατότητας — είναι παντού, αλλά μετά βίας τα βλέπουμε. Μονάχα αφότου οι απόγονοι αυτών που σκλαβώθηκαν και εποικίστηκαν αμφισβητούν τη νομιμότητα αυτών των αγαλμάτων, γίνεται ορατή η σημασία τους.
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τη σχέση μας με την ιστορία και τη συνεχιζόμενη ύπαρξη της αποικιοκρατίας και της σκλαβιάς. Η εξαγωγή πλούτου και η βάρβαρη εκμετάλλευση εργατών στον Παγκόσμιο Νότο είναι τα μέσα με τα οποία λειτουργεί το σύγχρονο οικονομικό και πολιτικό μας σύστημα — γεγονός που παραμένει μόνιμα ανώνυμο και μη αναγνωρισμένο. Μέσω αυτής της στρατηγικής απόκρυψης, ένα σύστημα που τροφοδοτείται από τον φυλετικό τρόμο και την ανισότητα μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται ως αξιοκρατία, στην οποία η βία εναντίον των φυλετικοποιημένων ανθρώπων είναι είτε περιστασιακή είτε δίκαιη.
Οι τρόποι με τους οποίους τα αγάλματα των δουλεμπόρων και των αποικιοκρατών δίνουν σχήμα στην ιστορική μνήμη είναι μία λειτουργία της λευκής υπεροχής. Μας λένε ότι η αφαίρεση των αγαλμάτων «σβήνει την ιστορία»· πως οι αποικιοκράτες και ιδιοκτήτες σκλάβων ήταν παράγωγα των καιρών τους, άρα δεν μπορούν να κριθούν από τα ηθικά δεδομένα του σήμερα. Όμως η ίδια η ύπαρξη αυτών των αγαλμάτων σβήνει τις ιστορίες των σκλαβωμένων και των εποικισμένων, και ακυρώνει τα ηθικά δεδομένα αυτών που ξεσηκώθηκαν εναντίον αυτών των συνθηκών από την πρώτη στιγμή.
Όταν κοιτάζουμε το άγαλμα του Βρετανού αποικιοκράτη Σέσιλ Ρόουντς στην Οξφόρδη και την επιγραφή που το συνοδεύει και τον αποκαλεί «γενναιόδωρο ευεργέτη», δεν βλέπουμε τη βαρβαρότητα και την υποδούλωση των Μαύρων ανθρώπων που διευκόλυνε την «ευεργεσία» του. Όταν δηλώνουμε πως κανείς εκείνη την εποχή δεν ήξερε καλύτερα, διαγράφουμε τους αγώνες των καταπιεσμένων, που πάντα γνώριζαν πως αυτό που τους συμβαίνει ήταν λάθος. Αμφότερα τα επιχειρήματα βασίζονται στην υπόθεση πως οι Μαύροι άνθρωποι δεν είναι και δεν υπήρξαν ποτέ άνθρωποι· πόσο μάλλον άνθρωποι που έχουν σημασία.
Δεν είναι σύμπτωση που οι δουλέμποροι και οι αποικιοκράτες συχνά έκαναν την κατασκευή αγαλμάτων στη μνήμη τους προϋπόθεση για τις «δωρεές» τους σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Η προπαγανδιστική λειτουργία τέτοιων μνημείων διασφαλίζει πως μονάχα μία συγκεκριμένη εκδοχή της ιστορίας θα παραμείνει για τις επόμενες γενιές. Έτσι καταλήγουμε εκεί που βρισκόμαστε σήμερα — με πανεπιστήμια και σχολεία γεμάτα με αγάλματα ανδρών των οποίων η κληρονομιά ανισότητας και καταπίεσης σχεδόν δεν αναφέρεται μέσα στις τάξεις, για να μην ενδώσουμε σε αυτό που ο Μάικλ Γκοβ απέρριψε ως «μεταποικιοκρατική ενοχή».
Αυτό έχει σημασία, διότι αυτή η ιστορία δεν βρίσκεται μονάχα στο παρελθόν. Η σύγχρονη Βρετανία κατασκευάστηκε κυριολεκτικά από την σκλαβιά και την αποικιοκρατία. Η Βιομηχανική Επανάσταση χρηματοδοτήθηκε από χρήματα που δόθηκαν σε δουλοκτήτες ως αποζημίωση για την απώλεια των σκλάβων τους — της «ιδιοκτησίας» τους — έπειτα από την κατάργηση της δουλείας. Η εξόρυξη πετρελαίου μέσω της κατοχής γης κυριολεκτικά τροφοδότησε την ανάπτυξη των Ευρωπαϊκών κρατών εις βάρος του Παγκόσμιου Νότου. Χωρίς τη ζάχαρη που συνέλεγαν σκλάβοι στην Καραϊβική, και τη βίαιη εκμετάλλευση από την Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, το χαρακτηριστικά «Βρετανικό» φλιτζάνι τσαγιού δεν είναι παρά γάλα και ζεστό νερό.
Η θεώρηση της αποικιοκρατίας και της σκλαβιάς ως απλά ενός ζητήματος κληρονομιάς είναι ανακριβής. Πολλές από τις αδικίες του σήμερα — της τεράστιας ανισότητας πλούτου, της κλιματικής κατάρρευσης και της ακραίας εκμετάλλευσης της εργασίας — είναι ριζωμένες σε αυτές τις ιστορίες. Ο εκτοπισμός και η στέρηση πλούτου από τους φτωχούς, φυλετικοποιημένους ανθρώπους συνεχίζεται, και η παγκόσμια οικονομία μας έχει ως κινητήριο δύναμη την αποικιοκρατία. Η σχέση μας με τις ιστορικές φιγούρες όπως ο Κόλστον είναι σημαντική διότι αυτές οι φιγούρες δημιούργησαν τα σχέδια για τον κόσμο στον οποίον ζούμε σήμερα.
Όμως η αλήθεια για τον ρόλο της αυτοκρατορίας και της σκλαβιάς στο χτίσιμο της Βρετανίας αποσιωπάται για να συνεχιστούν οι οικονομικές προτεραιότητες της λευκής υπεροχής. Η βίαιη πολιτική «εχθρικού περιβάλλοντος» για παράδειγμα, βασίζεται στην ιδέα ότι οι μετανάστες δεν «δικαιούνται» τις Βρετανικές πλουτοπαραγωγικές πηγές — μια λογική που καταρρέει όταν σκεφτούμε πως η ανάπτυξη της Βρετανίας ήταν και συνεχίζει να είναι χτισμένη πάνω στην εκμετάλλευση ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Όπως ισχυρίζεται η Ναντίν Ελ-Ενάνι, αυτή η στρατηγική διαγραφή του ιμπεριαλισμού από την ιστορία της Βρετανίας διασφαλίζει ότι τα λάφυρα της αυτοκρατορίας θα συνεχίσουν να απολαμβάνονται αποκλειστικά από λευκούς Βρετανούς.
Αγάλματα όπως αυτό του Έντουαρντ Κόλστον δεν μας διδάσκουν για το παρελθόν της Βρετανίας, ούτε τη σημερινή της ύπαρξη. Στην πραγματικότητα, εμποδίζουν αυτήν τη διδαχή. Εκπροσωπούν μια ιδεολογία βασισμένη στη διαγραφή των Μαύρων ιστοριών και την υποτίμηση των φυλετικοποιημένων ζωών. Μόνο με το γκρέμισμα αυτών των αγαλμάτων μπορούμε να δημιουργήσουμε τον απαραίτητο χώρο για μία σημαίνουσα και μεταμορφωτική επαναδιδαχή του πώς δημιουργήθηκε η Βρετανία.