Ο ελληνικός ∆εκέμβρης του 2008 δεν είχε αιτήματα, ιεραρχία ή εκπροσώπους. Ξεκίνησε με τις οργισμένες διαδηλώσεις για τον φόνο του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και έφτασε σχεδόν σε κάθε γωνιά της χώρας. Ανησύχησε ξένους ηγέτες, ενέπνευσε εκδηλώσεις αλληλεγγύης στο εξωτερικό, απασχόλησε σημαντικούς διανοούμενους. Έδειξε τα όρια μιας ορισμένης εκδοχής του μαρξισμού, αλλά και αυτά των μεταμοντέρνων πολιτικών θεωριών.
Προάγγελος της κρίσης και των μεγάλων κινητοποιήσεων ως και το 2015, ο ∆εκέμβρης ήταν οι επιθέσεις μαθητών σε αστυνομικά τμήματα, οι εργαζόμενοι χωρίς πολιτική και συνδικαλιστική εκπροσώπηση και οι άνεργοι που έκαψαν τράπεζες· η «δεύτερη γενιά» μεταναστών και οι Τσιγγάνοι, αλλά και τα παιδιά των βορείων προαστίων. Ταυτόχρονα, ήταν μια μαυροκόκκινη εξέγερση, που προειδοποίησε έγκαιρα για τα όρια της συμβίωσης καπιταλι- σμού και δημοκρατίας. Τι έμεινε από την προειδοποίηση εκείνη;
Ο ∆εκέμβρης δεν έγινε εθνική γιορτή. ∆ημιουργικός και καταστροφικός μαζί, συσπείρωσε απέναντί του το «μετριοπαθές» Κέντρο και τα (δεξιά) άκρα. Φιλελεύθεροι πολιτικοί, πανεπιστημιακοί και δημοσιογράφοι απαίτησαν «να τελειώνουμε με τη Μεταπολίτευση». Κόμματα και μέσα ενημέρωσης απενοχοποίησαν την κρατική βία και έκαναν την Ακροδεξιά κυβερνητική δύναμη. Έμποροι βρήκαν «προστασία» στους νεοναζί. Καθώς η κρίση συνεχίζεται, δεν πρόκειται για παλιά ιστορία.
Εξέγερση, αντι-εξέγερση, αντικαπιταλιστική στρατηγική: με αυτά τα ζητήματα καταπιάνεται ο ∆ημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος στην εμπεριστατωμένη μελέτη του για τον ∆εκέμβρη του 2008.
Ο μαυροκόκκινος Δεκέμβρης: μια δεκαετία μετά
Προδημοσίευση από το βιβλίο του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου Ο Μαυροκόκκινος Δεκέμβρης. Άκρα και κέντρο στην εξέγερση του 2008 [πλήθος, ηγεμονία, στρατηγική], που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Τόπος.
Εν ονόματι του πολιτικού ρεαλισμού οι μακιαβελλικοί είναι πάντοτε πρόθυμοι να ειρωνευθούν όσους αποδίδουν μια οποιαδήποτε σημασία στα σκιρτήματα ή τις εκρήξεις της κοινής γνώμης. Υπογραμμίζουν ότι, παρά τις εκδηλώσεις αυτές, την τελευταία στιγμή προφέρουν πάντα οι μηχανορράφοι των ολιγαρχικών συνδυασμών. Για τους μακιαβελλικούς η απάθεια της κοινής γνώμης, παρά την ύπαρξη ωρισμένων σποραδικών συνήθως σκιρτημάτων, μένει πάντα το βασικό δεδομένο των πολιτικών αγώνων. Όταν ο λαός κουρασθή να εκφράζη την οργή του, επιστρέφει στα σπίτια του –στην ανάγκη αφού θάψη προηγουμένως τους νεκρούς του– και το γλέντι των προνομιούχων ξαναρχίζει. Αρκεί επομένως να κρατηθή κανείς με κάθε θυσία στην εξουσία, να μην υποχωρήσει ποτέ στον πανικό και είναι βέβαιο ότι, με τη βοήθεια της κοπώσεως που θα καταλάβη τα πλήθη, θα μείνη νικητής στο τέλος της διαδρομής. Πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε ότι η παρατήρηση αυτή περιέχει αρκετή δόση αλήθειας και δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι η εξέλιξη της τελευταίας ελληνικής πολιτικής κρίσεως τη διαψεύδει απόλυτα. Ωστόσο συμβαίνει συχνά ωρισμένες εκδηλώσεις, που επιφανειακά δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα, ν’ αφήνουν ανεξίτηλα ίχνη στη συνείδηση του λαού και ν’ αποτελούν τελικά την αφετηρία ή την υπόσχεση νέων αγώνων.
Ζαν Μεϋνώ
Μια δεκαετία μετά τον μαυροκόκκινο Δεκέμβρη, πολλά από τα «ίχνη» του έχουν αρχίσει να χάνονται, ή να βρίσκονται δυσκολότερα. Η πρωτοφανής ροή μιντιακού λόγου και εικόνας, από την άλλη, η ίδια που με την εκκίνηση της εξέγερσης έφτιαξε γύρω της έναν «κλοιό», φάνηκε συχνά να παραμορφώνει τον Δεκέμβρη: να τον απομειώνει σε θέαμα.
Ο Δεκέμβρης, όπως ελπίζω να έγινε φανερό, ήταν πολλά περισσότερα από τα πλάνα των εντυπωσιακών συγκρούσεων ή των καταστροφών· πολλά περισσότερα απ’ όσα είπαν κόμματα και δημοσιογράφοι γι’ αυτόν ή όσα άφησαν να φανούν οι χιλιάδες φωτογραφίες του. Αυτό το βιβλίο είναι μια απόπειρα συμβολής στη μνήμη του μαυροκόκκινου Δεκέμβρη – απαλλαγμένη, όσο είναι δυνατό αυτό, από τις στρεβλώσεις του θεάματος. Ο κύριος λόγος που γράφτηκε, όμως, είναι άλλος: Είναι η πεποίθησή μου πως ό,τι απειλεί τη μνήμη της εξέγερσης, περισσότερο κι από τη φθορά του χρόνου, είναι η ειρωνεία των «μακιαβελλικών» και το βαθιά εμπεδωμένο βίωμα της ματαιότητας. Αυτό είναι που μου φαίνεται πιο επείγον να αντιμετωπιστεί: η ματαίωση και το βίωμα της ματαιότητας – η πίστη πως όσα κάναμε, πριν και μετά τον Δεκέμβρη, ήταν, «εκ του αποτελέσματος», ανώφελα. Ανεμοκυνηγητά.
Επί μία τριετία, αυτή την πίστη έχει στερεώσει ο αυτοεξευτελισμός του ΣΥΡΙΖΑ και των ανθρώπων που, το 2008, συμμετείχαν και στήριξαν τον Δεκέμβρη ως αντικρατική εξέγερση – για να αφήσουν το κράτος, μια εφταετία μετά, να καταλάβει το κόμμα, οδηγώντας το στη διάσπαση και την παθητική επανάσταση με τις ευλογίες διεθνών «θεσμών», εκδοτών και του κόσμου της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα. Αυτή η διαρκής, έκτοτε, παραμορφωτική επίδραση πάνω στις δυνατότητες της εξέγερσης, αυτός ο συνδυασμός ήττας και μετάλλαξης με το βίωμα της κρίσης, δρα ακόμα παραλυτικά για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που βρέθηκαν σε κίνηση την τελευταία δεκαετία: Συρρικνώνει προσδοκίες και εξοικειώνει με τον επιβιωτισμό. Εθίζει στη λογική του «μη χείρον» και δυσκολεύει την ανασύνταξη μετά την ήττα. Συρρικνώνει, όπως οι ήττες που προηγήθηκαν, τον ορίζοντα των νέων αγώνων: τους δείχνει εκ των προτέρων «μάταιους». Η αντιμετώπιση της επίδρασης αυτής είναι πρώτα συλλογική υπόθεση. Ως συμβολή στην υπόθεση αυτή, ενάντια στη «μακιαβελλική» ειρωνεία, γράφτηκε ο Μαυροκόκκινος Δεκέμβρης.
Η ματιά μου, όπως κάθε ματιά, δεν είναι «αντικειμενική». Είναι ματιά από συγκεκριμένη σκοπιά. Με τα λόγια του Ντανιέλ Μπενσαΐντ, είναι η σκοπιά αυτών που, «αν δεν αρνούμασταν τη συνθηκολόγηση μπροστά στην ισχύ των πραγμάτων, θα ήμασταν πάντα στην πλευρά των νικητών: στο Παρίσι το 1794, στο Βερολίνο το 1919, στη Μόσχα το 1936, στη Μαδρίτη το 1939, στην Πράγα το 1968». Δεν ήμασταν στην πλευρά αυτή: «Ζήτημα αφοσίωσης. Ζήτημα ηθικής. Ζήτημα πολιτικής».
Μπροστά στη ματαίωση, τη βαθιά αίσθηση του μάταιου, μόνη η επίκληση της ηθικής ανωτερότητας των ηττημένων δεν αρκεί για τη συνέχιση του αγώνα. Έχει να κάνει πάντα με το τι πιστεύουμε ότι μας αντιστοιχεί. Πιστεύω πως μας αντιστοιχούν πολύ πιο κρίσιμα. Επιστρέφω, λοιπόν, στον Μπενσαΐντ:
Για ιστορικούς λόγους που εύκολα κατανοούνται, έχουμε σημαδευτεί από μια υπερβολική απέχθεια για την εξουσία. Συχνά αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως μια οργάνωση πρόληψης για την αντιγραφειοκρατική πάλη παρά ως μια οργάνωση για την πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. Όμως το τελευταίο είναι το πρωταρχικό πρόβλημα.
Εκείνο που προσπάθησα, λοιπόν, έχοντας αυτή την επίγνωση, ήταν να δείξω τα νήματα που συνδέουν την εξέγερση με την αντι-εξέγερση και την παθητική επανάσταση που συνεχίζεται – την τελευταία τριετία με τον ΣΥΡΙΖΑ στο «τιμόνι». Τα νήματα που συνέχουν αυτή τη δεκαετία βεβαιώνουν για κάτι που σκιάζει η απόσταση: ότι οι αντίπαλοι του μαυροκόκκινου Δεκέμβρη ήταν οι πρώτοι που τον πήραν στα σοβαρά. Ότι οι ίδιοι δεν έπαψαν, θεσμοποιώντας την αντι-εξέγερση, να λογαριάζουν τον χρόνο και τον χώρο με βάση τις δυνατότητες της εξέγερσης που δεν πραγματοποιήθηκαν. Ότι, όσο ο Δεκέμβρης βρισκόταν σε εξέλιξη, οι ίδιοι δεν τον θεώρησαν καθόλου «μάταιο». Το γεγονός ότι τα πράγματα δεν άλλαξαν έκτοτε, παρά τις μεγάλες κατοπινές προσπάθειες, το γεγονός ότι δεν άλλαξαν παρά το επείγον να αλλάξουν, επιδρά στο παρελθόν αλλοιώνοντας αυτή την κρίσιμη διάσταση. Κρύβει τις δυνατότητες που βίωσαν φίλοι και εχθροί της εξέγερσης. Δείχνει τις κατοπινές προσπάθειες μάταιες, επικίνδυνες, καταδικασμένες να ξεπέσουν στο αντίθετό τους. Η τελευταία τριετία, από αυτή τη σκοπιά, μοιάζει να έχει βγει από όλα μαζί τα εγχειρίδια της αντιδραστικής ρητορικής περί ματαιότητας των αγώνων.
Την ιστορία, ωστόσο, δεν τη γράφουν πρώτα οι ρήτορες. Μετά τον μαυροκόκκινο Δεκέμβρη, μια παθητική επανάσταση, μια «επανάσταση από τα πάνω», όπως εξηγούσε ο Γκράμσι, επιβλήθηκε στη δυναμική της εξέγερσης, χάρη σε έναν διπλό, «τιμωρητικό» μηχανισμό: χάρη στο κράτος (ιδίως την αστυνομία και τη δικαστική εξουσία) και χάρη στη νεοναζιστική Δεξιά. Από το 2010, η βίαιη ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού που εγγυήθηκαν οι δυο αυτοί μηχανισμοί, η «παθητική επανάσταση» στο σύνολό της, επιτηρήθηκε και στεγανοποιήθηκε από τους «θεσμούς» της καπιταλιστικής διεθνοποίησης· από διάφορες απόψεις, φαινόταν αδύνατο να επιβληθεί αλλιώς. Παρόμοιες συγκλίσεις στην Ευρώπη (στη Γερμανία, την Ιταλία, την Αυστρία και αλλού) δεν χρειάστηκαν καν ως αφορμή μια εξέγερση· η λογική της προληπτικής αντι-εξέγερσης αποδείχτηκε αρκετή.
Στα καθ’ ημάς, με την αποφασιστική συνδρομή των διεθνών «θεσμών», η παθητική επανάσταση ασφάλισε τη συνοχή των κυρίαρχων τάξεων, παρά τις αλλεπάλληλες διασπάσεις των βασικών κομμάτων τους και όλων των παρατάξεων. Στο όνομα της συνοχής αυτής, παρά τις απώλειες, τα αστικά κόμματα στήριξαν τα μνημόνια μέχρι τέλους, μεταβαλλόμενα σε κόμματα «εθνικής έκτακτης ανάγκης» και παίρνοντας το ρίσκο της διάλυσης, όπως τα συμβούλευαν συστημικοί διανοούμενοι. Η συνοχή αυτή είχε τη δική της υλικότητα, όπως διαπίστωνε κανείς στο μπλοκ του «Ναι» στο δημοψήφισμα. Κι η ίδια συνοχή δεν απέβη προς όφελος μόνο των κυρίαρχων τάξεων στην Ελλάδα. Υπήρξε, επίσης, εγγύηση για μια ιλιγγιώδη μεταφορά αξίας, μέσω της «αποπληρωμής των δανείων», από τον κόσμο της εργασίας στην Ελλάδα προς τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Αυτή τη μεταφορά εγγυήθηκε η μνημονιακή επιτήρηση. Η διεθνοποίηση της παθητικής επανάστασης, ένας σύγχρονος ιμπεριαλισμός, αποδείχτηκε ξανά, όπως κατ’ αναλογία μετά τον κύκλο του ’68-’77, ένα υπερόπλο για την καπιταλιστική εξουσία στην Ελλάδα και μια παραδειγματική «ιστορία επιτυχίας» για τον καπιταλισμό στην κλίμακα της Ευρώπης.
Για όλους αυτούς τους λόγους, αντί να δω τον Δεκέμβρη ως «έκρηξη» ή «αναλαμπή», αποκλειστικά δηλαδή ως «στιγμιότυπο», τον είδα ταυτόχρονα ως στιγμή και ως μεταίχμιο προς μια νέα εποχή· ως εκείνο που ήταν στην εποχή τους οι ηττημένες εξεγέρσεις που προηγήθηκαν του Δεκέμβρη. Κάπως έτσι φάνηκαν, ελπίζω, πιο καθαρά οι «μη πραγματοποιημένες δυνατότητες» και τα όρια της εξέγερσης. Η ένταξη των «μη πραγματοποιημένων δυνατοτήτων» στη σημερινή πολιτική, το να βρούμε μια θέση για τον Δεκέμβρη σε αυτό που γίνεται και που κάνουμε σήμερα, κρατώντας την αίσθηση του ανεπανάληπτου κάθε «συνάντησης». Αυτή, νομίζω, είναι η πιο ουσιαστική «υπεράσπιση» της μνήμης του Δεκέμβρη απέναντι στους κρατούντες μακιαβελλικούς που δικαίως χλευάζει ο Ζαν Μεϋνώ στην κλασική μελέτη του για τις πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα πριν από τη χούντα.
Επιχείρησα να εντάξω τον Δεκέμβρη στην ιστορία των εξεγέρσεων και των παθητικών επαναστάσεων που τις ακολουθούν, έχοντας επίγνωση των ορίων της ιστορικής αναλογίας: Ο Δεκέμβρης δεν ήταν η Κομμούνα των 72 ημερών, των ήδη από τον πόλεμο εξοπλισμένων εργατών, που επιδίωξαν να συντρίψουν το κράτος πριν η εξέγερσή τους πνιγεί στο αίμα. Δεν ήταν τα «Δεκεμβριανά» του ’44, που ακολούθησαν την ένοπλη Αντίσταση στην Κατοχή και τον δωσιλογισμό, προλογίζοντας την εμφύλια αναμέτρηση του 1946-1949. Δεν ήταν ούτε ο Μάης του ’68 και της γενικής απεργίας των δέκα εκατομμυρίων· ο Μάης που «υποχρέωσε» τον Ντε Γκωλ να καλέσει σε αντι-εξέγερση τη «σιωπηρή πλειοψηφία», απειλώντας με εμπλοκή του στρατού. Παρά τα όσα δεν ήταν, ωστόσο, ο Δεκέμβρης βιώθηκε και αντιμετωπίστηκε ως εκείνο που πράγματι ήταν: μια αντικρατική εξέγερση. Ένα γεγονός διεθνούς εμβέλειας, με πρωταγωνιστές νέες και νέους που, αντί να πνίξουν μέσα τους το αίσθημα δικαίου, εξεγέρθηκαν, πεισμένοι πως θα ζήσουν χειρότερα από την προηγούμενη γενιά· την αναρχία και την πέραν του ΚΚΕ Αριστερά· άνεργους και «πρεκάριους» που βίωσαν την κρίση πριν από την κρίση· μετανάστες, που έγιναν για μερικές μέρες πολίτες μέσα από την αντιπαράθεση με το κράτος. Οι μηχανισμοί που τους αντιμετώπισαν στον δρόμο ήταν ενοποιημένοι ως προς τον στόχο και εξοπλισμένοι· ό,τι εξισορροπούσε το έλλειμμα των εξεγερμένων στο επίπεδο αυτό ήταν η οργή, ο θυμός, το ηθικό: το αίσθημα του δίκιου. Η αντι-εξέγερση επιδίωξε να κάμψει το αίσθημα αυτό. Κι απέναντί της, οι σχέσεις των ανθρώπων πριν και στη διάρκεια του Δεκέμβρη αποδείχτηκαν πολύτιμες.
Ο Δεκέμβρης δεν έγινε μια εθνική, επαναστατική κρίση. Για τους αντιπάλους του έμεινε να συκοφαντείται ως βίαιες «ταραχές»: το Εμπορικό-Βιομηχανικό Επιμελητήριο τις κοστολόγησε στα 50 εκατομμύρια ευρώ, ο Economist ανέβασε το κόστος στα 130. Για κάποιους από τους φιλικά διακείμενους στην εξέγερση, το ίχνος της εξέγερσης περιορίστηκε στη (διόλου αυτονόητη) καταδίκη του δολοφόνου του Γρηγορόπουλου και του συνεργού του – ίσως και στην επίδραση σε κατοπινά γεγονότα, πολιτικά και κινηματικά.
Όμως ο Δεκέμβρης ήταν κάτι μεγαλύτερο από μπλοκάρισμα της αστυνόμευσης και με μεγαλύτερη διάρκεια από τις δεκαοκτώ μέρες που κράτησε. Ήταν η αποκάλυψη ενός κοινωνικού ρήγματος που είδαμε στις πραγματικές διαστάσεις του στο δημοψήφισμα. Χωρίς να «αντανακλά» την κρίση, ήταν αψευδής μάρτυρας της κρίσης αυτής – της απαξίωσης κομμάτων, συνδικάτων, μέσων ενημέρωσης και όλων ανεξαιρέτως των (αστικών) δημοκρατικών θεσμών. Ακριβώς γι’ αυτό, έγινε καταλύτης για τη σύγκλιση, πολιτική και ιδεολογική, του Κέντρου με την Ακροδεξιά. Αποδείχτηκε πως για ένα σημαντικό τμήμα του φιλελεύθερου χώρου στην Ελλάδα, η δημοκρατία δεν είναι αυταξία: όριο και όρος της Δημοκρατίας είναι να παραμένει αστική. Γι’ αυτό και ο μηχανισμός της αντι-εξέγερσης που δημιουργήθηκε τον Δεκέμβρη δεν έχει πάψει, μια δεκαετία μετά, να επιβεβαιώνεται ως εξουσιαστικός μηχανισμός: ως δράση (προληπτική και κατασταλτική) επί δράσεων. Είχαμε αρκετές αφορμές για να διαπιστώσουμε τη «λειτουργικότητά του», τοπικά και σε εθνική κλίμακα.
Τηρουμένων των αναλογιών (σε ό,τι προηγήθηκε, εξήγησα τα όριά τους), όπως την επαύριο του παγκόσμιου ’68, είμαστε σε ένα μεταίχμιο. Κινητοποιώντας εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, το ’68 ήταν η τελευταία στιγμή που έδειξε δυνατή μια επαναστατική κρίση στην Ευρώπη· η υποχώρησή του, η προέλαση της παθητικής επανάστασης, έσβησε αυτή τη δυνατότητα, βυθίζοντας στην κρίση (όχι τον καπιταλισμό, αλλά) τις οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Η υποχώρηση, η ήττα, έστρεψε τότε ένα μέρος του κόσμου του αγώνα στον αναρχισμό· την ίδια στιγμή, ο φόβος της ανεργίας και το βίωμα της κρίσης ευνόησαν τις τάσεις «συμμόρφωσης» και την Κεντροαριστερά. Από τον Δεκέμβρη ως το δημοψήφισμα του 2015, στην Ελλάδα κινητοποιήθηκαν επίσης εκατομμύρια άνθρωποι· η ακύρωση μιας προοπτικής (όχι αντικαπιταλιστικής, αλλά) «δικαιότερης διαχείρισης» οδήγησε στην αποχή εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που είχαν συμμετάσχει στο δημοψήφισμα. Η αποχή δεν αφορά μόνο τις κάλπες: Η νηνεμία στον δρόμο είναι ο πιο αψευδής μάρτυρας πόσων χρόνων πολιτικό «κεφάλαιο» ξοδεύτηκε ασυλλόγιστα μέσα στους πρώτους επτά μήνες του 2015.
Από τη θέση που βρισκόμαστε, η δυνατότητα που φαίνεται σήμερα ισχυρότερη, είναι αυτή που προτείνει η μετανεωτερικότητα· είναι η στάση της ειρωνείας, όπως τη σκέφτηκε ο Ρίτσαρντ Ρόρτι (βλ. Πρόλογο): η αποστασιοποίηση, η απόσυρση, ο πολιτικός κυνισμός. Να θεωρήσουμε αναπόφευκτη και αμετάκλητη την ήττα, να απαξιώσουμε ως αφελή όσα κάναμε, να διακηρύξουμε ότι σήμερα δεν υπάρχουν «ιδεολογίες» και πολιτικά σχέδια για να δώσουν νόημα σε αυτό που γίνεται και αυτό που λέγεται. Να παραιτηθούμε, εξωραΐζοντας την παραίτηση ως στιγμή πολιτικής και ηθικής «επίγνωσης». Να παραιτηθούμε τάχα γιατί τώρα γίναμε σοφότεροι, και να επιχειρήσουμε να δώσουμε ιστορικό βάθος στο επιχείρημα της απόσυρσης, αναθεωρώντας (ή απλά αγνοώντας) την ιστορία.
Η άλλη δυνατότητα είναι να πάρουμε στα σοβαρά αυτό που κάναμε τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια. Αντί να απωθήσουμε ή να αποσιωπήσουμε το όριο μιας στρατηγικής που φάνηκε το καλοκαίρι του 2015, να σκεφτούμε υπό ποιες προϋποθέσεις οι «μη πραγματοποιημένες δυνατότητες» του μαυροκόκκινου Δεκέμβρη θα μπορέσουν να πραγματοποιηθούν. Χρειαζόμαστε μια σκέψη πάνω στα όρια – με όλες τις σημασίες της λέξης.
Ο Δεκέμβρης δεν αναβαθμίστηκε σε επαναστατική κρίση· χρειάζεται, απέχοντας όσο γίνεται από την «επαναστατική φλυαρία», να σκεφτούμε τις δυνατότητες μιας επαναστατικής στρατηγικής. Έχουμε ήδη τις βασικές συντεταγμένες: μια εξέγερση που υποχώρησε· μια κυβέρνηση «της Αριστεράς» που, για να αποφύγει τις συνέπειες μιας μετωπικής αναμέτρησης, αντί να αναλάβει να την προετοιμάσει, ανέλαβε να τελειώσει το έργο που ξεκίνησαν οι νεοφιλελεύθεροι· μια διαχείριση της κρίσης που, παρά την ανυπολόγιστη καταστροφή που έχει προκαλέσει, έχει ήδη προαναγγελθεί απαράλλαχτη στις βασικές γραμμές ως και το 2060. Πότε άλλοτε θα ήταν πιο αναγκαία μια επαναστατική στρατηγική;
Μετά την αποτυχία της εσχατολογικής ιδέας της επανάστασης –της ιδέας που τη βλέπει ως γεγονός που χωρίζει την ιστορία σε ένα «πριν» και ένα «μετά» τελείως διαφορετικά μεταξύ τους– υπάρχει μια δεύτερη αποτυχία-όριο: η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αποτυχία μιας πολιτικής «εφικτών λύσεων» στο παρόν. Αυτή η διπλή αποτυχία μάς υποχρεώνει να λάβουμε σήμερα υπόψη τόσο τη λογική της ιστορίας, που δεν είναι στιγμιαία, όσο και το απρόβλεπτο του συμβάντος. Μας υποχρεώνει να έχουμε μια πολιτική και για την εποχή, και για τη στιγμή1. Τι άλλο είναι, όμως, μια επαναστατική στρατηγική;