Του Άρη Χατζηστεφάνου για το Sputnik
Μερικά χρόνια μετά τη δίκη της Νυρεμβέργης, οι ίδιες δικαστικές αίθουσες γέμισαν και πάλι με κατηγορούμενους.
Οι λεγόμενες «επακόλουθες» ή «συμπληρωματικές» δίκες της Νυρεμβέργης δεν αφορούσαν αξιωματούχους του Τρίτου Ράιχ και των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων αλλά εκδότες, δημοσιογράφους και επιχειρηματίες. Ήταν οι άνθρωποι που συνέβαλαν στην άνοδο και την παραμονή του ναζιστικού κόμματος στην εξουσία. Ήταν οι παράγοντες που εξασφάλισαν ότι ο Χίτλερ δεν θα έμενε στην ιστορία ως ένας αποτυχημένος ζωγράφος, αλλά ως ένας από τους μεγαλύτερους σφαγείς της ανθρωπότητας. Ανάμεσά τους συναντούσαμε ηχηρά ονόματα όπως του μεγιστάνα Άλφρεντ Κρουπ, στελεχών της εταιρείας IG Farben και του δημοσιογράφου και εκδότη Τζούλιους Στράιχερ.
Ύστερα λοιπόν από την ιστορική απόφαση για την καταδίκη της εγκληματικής Χρυσής Αυγής και των μελών της δεν θα πρέπει να ακολουθήσουμε και εμείς το παράδειγμα των δικαστών της Νυρεμβέργης και να αναζητήσουμε τους συνεργούς των ναζιστών;
Η αστυνομία και η δικαιοσύνη θα έχουν σίγουρα πολύ δουλειά για να εντοπίσουν τις ροές των χρημάτων που συντηρούσαν την οργάνωση στα πρώτα της χρόνια –πριν αρχίσουν οι κρατικές επιδοτήσεις–, αλλά και μετά την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη βουλή.
Όλοι εμείς όμως έχουμε μια πολύ σαφή εικόνα για τους δημοσιογράφους, τους πολιτικούς αλλά και τους καλλιτέχνες που προσέφεραν στην εγκληματική οργάνωση την απαραίτητη ώθηση αλλά και τη νομιμοποίηση για να συνεχίζει ανενόχλητη το δολοφονικό της έργο. Είναι οι συντάκτες μεγάλων εφημερίδων που μας ζητούσαν «να ευχαριστήσουμε» τη Χρυσή Αυγή και αυτοί που την παρουσίαζαν σαν «Χρυσή Ευκαιρία». Είναι οι καναλάρχες, που έδιναν πολύτιμο τηλεοπτικό χρόνο στα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης για να σπέρνουν το μίσος στην ελληνική κοινωνία. Παρεμπιπτόντως η αξία του συγκεκριμένου τηλεοπτικού χρόνου είναι εύκολο να κοστολογηθεί με τιμές της αγοράς – και αν κρίνουμε από την παλαιότερη υπερπροβολή των ναζιστών στις τηλεοράσεις, ανέρχεται σίγουρα σε εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια ευρώ.
Στους συνεργάτες των εγκληματιών οφείλουμε να προσθέσουμε και τους πολιτικούς, που χαρακτήριζαν τη Χρυσή Αυγή σαν ένα «γνήσιο κίνημα» και σε αυτούς που από τα τηλεοπτικά στούντιο έχυναν τόνους δάκρυα για το δράμα του Ρουπακιά, που πρέπει να είχε γίνει «ράκος» από τις επιθέσεις της μητέρας του Παύλου Φύσσα.
Ακολουθώντας λοιπόν τα κριτήρια των «επακόλουθων» δικών της Νυρεμβέργης αλλά και αρκετών ακόμη διεθνών δικαστηρίων μπορούμε να στοιχειοθετήσουμε με μεγάλη ακρίβεια το κατηγορητήριο. Ας μην ξεχνάμε ότι για την γενοκτονία της Ρουάντα καταδικάστηκαν ακόμη και ραδιοφωνικοί παραγωγοί (και οι επιχειρηματίες που χρηματοδοτούσαν τους σταθμούς) για τη ρητορική μίσους που όπλισε τα χέρια των δολοφόνων. Πόσοι και πόσοι δημοσιογράφοι και εκδότες δεν μπορούν να κατηγορηθούν και στην Ελλάδα ότι εδώ και δεκαετίες υποδαυλίζουν συστηματικά το ρατσιστικό μίσος που εξέθρεψε τη Χρυσή Αυγή;
Μια εγκληματική οργάνωση, στο μέγεθος της Χρυσής Αυγής, δεν λειτουργεί ποτέ εν κενό. Έχει χρηματοδότες και «διαφημιστές», συνεργάτες και συνοδοιπόρους. Η μετατροπή του ναζιστικού μορφώματος από ένα εκλογικά ανύπαρκτο σχήμα, σε ισχυρό κοινοβουλευτικό κόμμα χρειάστηκε αστυνομικούς και δικαστές που έκαναν τα στραβά μάτια, πολιτικούς που συνομιλούσαν απευθείας μαζί τους, δημοσιογράφους που τους λιβάνιζαν μεταφορικά και κληρικούς που τους λιβάνιζαν κυριολεκτικά.
Προφανώς οι περισσότεροι από τους συμπαραστάτες του ναζισμού στην Ελλάδα δεν μπορούν να οδηγηθούν σε ένα πραγματικό, ποινικό δικαστήριο. Άλλωστε ακόμη και οι περίφημες επακόλουθες δίκες της Νυερεμβέργης δεν έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα, καθώς οι ΗΠΑ είτε απελευθέρωσαν δεκάδες επιχειρηματίες και πολιτικούς για να τους ρίξουν στη μάχη του Ψυχρού Πολέμου.
Ως πότε όμως θα ανεχόμαστε να διαβάζουμε τις εφημερίδες και να βλέπουμε τους τηλεοπτικούς σταθμούς που συνέβαλαν στη γιγάντωση του ναζιστικού φαινομένου; Ως πότε θα ψηφίζουμε κόμματα που είχαν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με το φασισμό και άλλα που του επέτρεψαν να διεισδύσει στο εσωτερικό της Ελληνικής Αστυνομίας;
Η αλήθεια είναι ότι το κάνουμε αδιαλείπτως από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τιμώντας, ψηφίζοντας και διαβάζοντας κάθε λογής δωσίλογους. Ίσως όμως η δίκη της Χρυσής Αυγής να είναι μια ευκαιρία να σταματήσουμε.