Του Άρη Χατζηστεφάνου για το Sputnik
Πριν από 50 χρόνια ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, ταξιδεύοντας προς το Νότιο Βιετνάμ, σταμάτησε για μερικές ώρες στο Γκουάμ, μια από τις μικρότερες χώρες του κόσμου (για την ακρίβεια μια μη ενσωματωμένη περιοχή των ΗΠΑ) και έκανε μερικές δηλώσεις που άλλαξαν για πάντα την πορεία της ανθρωπότητας.
Το περίφημο «δόγμα Νίξον», το οποίο παρουσίασε, προέβλεπε ότι ο αμερικανικός στρατός «δεν θα παρεμβαίνει για τη διάσωση όλων των εθνών του ελεύθερου κόσμου» αλλά κάθε χώρα θα φροντίζει για τη δική της άμυνα λειτουργώντας υπό την ευρύτερη ομπρέλα προστασίας των ΗΠΑ. Αυτό που υπονοούσε, είναι ότι η αμερικανική πολεμική βιομηχανία θα πουλούσε τα οπλικά συστήματα και την τεχνογνωσία της σε φιλικά καθεστώτα και το Πεντάγωνο θα παρενέβαινε μόνο σε ακραίες περιπτώσεις.
Το δόγμα βοηθούσε τον Αμερικανό πρόεδρο να παρουσιάσει μια εικόνα απαγκίστρωσης από ανοιχτά πολεμικά μέτωπα, όπως ζητούσε το αντιπολεμικό κίνημα, να μειώσει τις στρατιωτικές δαπάνες που προκαλούσαν υπερθέρμανση και πληθωριστικές πιέσεις στην αμερικανική οικονομία και να περιορίσει την ένταση στην Ανατολική Ασία – γεγονός που θα επέτρεπε την προσέγγιση με την Κίνα. Παράλληλα όμως άνοιγε μια νέα σελίδα στην ιστορία της πολεμικής βιομηχανίας των ΗΠΑ και δημιουργούσε μια κόλαση για τη Μέση Ανατολή.
Το νέο δόγμα εφαρμόστηκε άμεσα στο Ιράν του Σάχη Ρεζά Παχλαβί, ο οποίος είχε επικρατήσει μετά το πραξικόπημα που οργάνωσαν οι αμερικανικές και βρετανικές μυστικές υπηρεσίες το 1953, αλλά και στη Σαουδική Αραβία. Από το 1970 έως το 1971 οι πωλήσεις αμερικανικών όπλων στο Ιράν πενταπλασιάστηκαν ενώ στη Σαουδική Αραβία μέσα σε δυο χρόνια πέρασαν από τα 15.8 εκατομμύρια στα 312.4 εκατομμύρια δολάρια.
Η αύξηση στη διεθνή τιμή του πετρελαίου, στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 άλλαξε τις ισορροπίες στη Μέση Ανατολή καθώς τα πετρελαιοπαραγωγά κράτη μπορούσαν να αγοράζουν πρωτοφανείς ποσότητες αμερικανικού οπλισμού, απολαμβάνοντας και ένα ιδιότυπο after sale support (τη γεωπολιτική στήριξη που παρέχει η Ουάσιγκτον στους καλούς πελάτες της).
Τα όπλα βέβαια δεν κατέληγαν πάντα μόνο σε αυτούς που είχαν να πληρώσουν το λογαριασμό. Μετά την ισλαμική επανάσταση του 1979 ο αμερικανικός οπλισμός κατευθύνθηκε προς την Τουρκία που λειτουργούσε σαν αναχώματα στην επιρροή της Τεχεράνης. Η Άγκυρα απέκτησε έτσι το δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ ωθώντας και την Ελλάδα σε ένα ράλι εξοπλισμών που αργότερα συνέβαλε στην υπερχρέωση και την οικονομική υποδούλωση σε ξένους δανειστές.
Την ίδια περίοδο όμως τα αμερικανικά όπλα κατέληγαν και προς το Ιράκ του Σαντάμ Χουσείν, το οποίο δεν δίστασε να συγκρουστεί με το Ιράν για λογαριασμό των ΗΠΑ. Ήταν η εποχή που η αμερικανική υπερδύναμη άρχιζε να στηρίζει τα «τέρατα» των τοπικών δικτατόρων αλλά και των εξτρεμιστών ισλαμιστών, τους οποίους στη συνέχεια θα χρησιμοποιούσε σαν πρόσχημα για να βομβαρδίζει και να εισβάλλει σε χώρες της περιοχής.
Μερικές δεκαετίες αργότερα οι βιομηχανίες όπλων των ΗΠΑ συνέχιζαν να προμηθεύουν τρομοκρατικές οργανώσεις είτε έμμεσα (όπως από τον οπλισμό 25 δισεκατομμυρίων δολαρίων του Ιρακινού στρατού μεγάλο μέρος του οποίου πέρασε στα χέρια του ISIS) ή άμεσα, εξοπλίζοντας τζιχαντιστές που θα μάχονταν τον Καντάφι στη Λιβύη και τον Ασαντ στη Συρία.
Άλλες φορές οι πωλήσεις αμερικανικών οπλικών συστημάτων ήταν απλώς «μπίζνες» που δεν εξυπηρετούσαν συγκεκριμένα γεωπολιτικά συμφέροντα ενώ σε μια περίπτωση τα όπλα κατευθύνθηκαν προς το σημαντικότερο εχθρό των ΗΠΑ στην περιοχή – το Ιράν. Με το περίφημο σκάνδαλο Ιράν-Κόντρα, οι ΗΠΑ θα προμήθευαν οπλικά συστήματα στον ηγέτη του Ιράν Αγιατολάχ Χομεϊνί, προκειμένου να μεσολαβήσει για την απελευθέρωση Αμερικανών ομήρων στο Λίβανο ενώ τα έσοδα προσφέρονταν στα τάγματα θανάτου των Κόντρας, που μάχονταν τους Σαντινίστας στη Νικαράγουα!
To απόλυτο σούπερ μάρκετ της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας πάντως, ήταν και παραμένει η Σαουδική Αραβία και μάλιστα για λόγους που δεν συνδέονται πάντα με στρατιωτικές επιχειρήσεις. Μπορεί οι εκατόμβες των θυμάτων στην Υεμένη να έχουν σήμερα την υπογραφή αμερικανικών εταιρειών όπως η Boeing, η Raytheon, η Lockheed Martin και η General Dynamic, σε άλλες περιόδους όμως τα αμερικανικά όπλα σκούριαζαν αχρησιμοποίητα σε τεράστιες αποθήκες της Σαουδικής Αραβίας. Ουσιαστικά οι αγορές του Ριάντ (σε συνδυασμό με προνομιακές τιμές πετρελαίου που προσέφερε στις ΗΠΑ) εξασφάλιζαν ότι η Ουάσιγκτον θα δρούσε σαν χωροφύλακας για τα συμφέροντα του οίκου των Σαούντ στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Αρκετά ακόμη αραβικά εμιράτα που ακολουθούσαν το παράδειγμα της Σαουδικής Αραβίας είχαν φτάσει στην κωμικοτραγική κατάσταση να αγοράζουν υπερσύγχρονα οπλικά συστήματα τα οποία δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν (τα μαχητικά αεροσκάφη του Μπαχρέιν, παραδείγματος χάριν, βρίσκονταν εκτός του εναέριου χώρου του μικροσκοπικού νησιού λίγα μόλις δευτερόλεπτα μετά την απογείωσή τους).
Τα «σκουριασμένα» όπλα όμως δεν είναι λιγότερο επικίνδυνα από αυτά που χρησιμοποιούνται σε μάχες. Η οικονομική αφαίμαξη της χώρας από την αμερικανική βιομηχανία όπλων είχε πολλές φορές σαν αποτέλεσμα να αυξάνονται οι ανισότητες στο εσωτερικό της Σαουδικής Αραβίας και να δημιουργούνται δεξαμενές αγανακτισμένων πολιτών που στρατολογούνταν σε ακραίες ισλαμικές οργανώσεις απειλώντας την ασφάλεια του ίδιου του βασιλείου αλλά και γειτονικών χωρών.
Καθώς το δόγμα Τρούμαν έφτανε να συμπληρώσει σχεδόν μισό αιώνα ζωής, το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), από το 2014 έως το 2018 ένα στα δυο οπλικά συστήματα που κατέληγαν στη Μέση Ανατολή προέρχονταν από τις ΗΠΑ. Μια περιοχή του πλανήτη που θα μπορούσε να ευημερεί ή τουλάχιστον να επιβιώνει ειρηνικά βυθίζεται εδώ και δεκαετίες στο αίμα γιατί κάποιοι πρέπει να πουλήσουν, κάποιοι να αγοράσουν και κάποιοι να χρησιμοποιήσουν οπλικά συστήματα αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.