Άρης Χατζηστεφάνου | Sputnik Ελλάδα 18/12/2021
Σκηνικό πολεμικής αναμέτρησης με το Ιράν, το οποίο θα μπορούσε να βυθίσει σε γενικευμένη σύρραξη μεγάλες περιοχές της Μέσης Ανατολής, στήνουν για άλλη μια φορά οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στην περιοχή. Αφορμή αποτέλεσε η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Όπως γίνεται όμως συνήθως, οι επιθέσεις επεκτάθηκαν.
Διαβάζοντας κανείς όσα γράφτηκαν την περασμένη εβδομάδα σε αμερικανικά και βρετανικά μέσα ενημέρωσης ίσως να αισθάνθηκε ότι ξύπνησε σε έναν διαφορετικό πλανήτη, όπου όλα έχουν αντιστραφεί. Το επαναλαμβανόμενο μοτίβο όλων των αναλύσεων υποστήριζε ότι το Ιράν δεν συνεργάζεται με τη διεθνή κοινότητα για το πυρηνικό του πρόγραμμα, οδηγώντας αναπόδραστα σε ακύρωση των συνομιλιών που βρίσκονταν σε εξέλιξη στη Βιέννη.
Προφανώς όσοι έχουν γεννηθεί πριν από το 2018 γνωρίζουν καλά ότι το Ιράν τηρούσε κατά γράμμα τις δεσμεύσεις για τον έλεγχο του πυρηνικού του προγράμματος, μέχρι τη στιγμή που η Ουάσιγκτον αποφάσισε να τινάξει τη συμφωνία στον αέρα και αθέτησε το σύνολο των υποσχέσεών της για άρση του εμπάργκο εναντίον της Τεχεράνης. Παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες του Μπάιντεν, μάλιστα, ότι θα νεκραναστήσει τη συμφωνία (ίσως το μοναδικό σημείο στο οποίο τα σχέδιά του για την εξωτερική πολιτική διέφεραν αισθητά από την ακολουθούμενη πολιτική του Τραμπ) ο Αμερικανός πρόεδρος ενίσχυσε το δολοφονικό εμπάργκο. Προκειμένου μάλιστα να τορπιλίσει τον νέο γύρο διαπραγματεύσεων, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ επέβαλαν το τελευταίο πακέτο κυρώσεων κυριολεκτικά λίγες ώρες πριν ξεκινήσουν οι επαφές.
Με την κίνηση αυτή ο Λευκός Οίκος έστειλε ένα σαφές μήνυμα σε αμερικανικές, αλλά κυρίως ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, ότι θα πρέπει να ξεχάσουν κάθε σχέδιο οικονομικών συναλλαγών με το Ιράν για αρκετά χρόνια. Ούτως ή άλλως βέβαια, οι μεγάλες εταιρείες γνωρίζουν ότι ακόμη και αν ο Μπάιντεν επιθυμούσε πραγματικά να εξομαλύνει τις σχέσεις του με την Τεχεράνη, δεν διαθέτει την πολιτική στήριξη για να επικυρώσει νομικά οποιαδήποτε συμφωνία με τη μορφή συνθήκης. Καμία δυτική εταιρεία λοιπόν δεν θα διακινδυνέψει να προχωρήσει σε επενδύσεις, γνωρίζοντας ότι σε λίγα χρόνια μια ρεπουμπλικανική πλειοψηφία θα μπορούσε να τα τινάξει όλα στον αέρα.
Η πρόσφατη διπλωματική επίθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ εναντίον του Ιράν συνοδεύτηκε από ένα κύμα δηλώσεων «ανεξάρτητων» αναλυτών, που υποστήριζαν ότι οι χώρες της Δύσης θα πρέπει πλέον να εξετάσουν σοβαρά το ενδεχόμενο ανάληψης στρατιωτικής δράσης, εάν δεν θέλουν να δουν τη γέννηση μιας πυρηνικής δύναμης στην καρδιά της Μέσης Ανατολής. Σε πάνελ και εκδηλώσεις που οργάνωναν γνωστές αντικαθεστωτικές ομάδες του Ιράν παρέλαυναν πρώην αξιωματούχοι του Πενταγώνου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, οι οποίοι επιχειρούσαν να προετοιμάσουν τη διεθνή κοινή γνώμη για το τέλος της διπλωματίας και την αρχή ενός νέου πολέμου.
Πολύ πιο ανησυχητικές όμως, σε σχέση με τα δημοσιεύματα και τις ομιλίες ήταν οι επαφές που είχαν Αμερικανοί αξιωματούχοι του Πενταγώνου και των μυστικών υπηρεσιών με ομολόγους τους από το Ισραήλ. Ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Λόιντ Όστιν, συναντήθηκε την περασμένη εβδομάδα με τον ισραηλινό υπουργό, Μπένι Γκαντζ, προκειμένου να συντονίσουν τη στάση τους απέναντι στην Τεχεράνη, ενώ ανάλογες συνομιλίες είχε στην Ουάσιγκτον και ο επικεφαλής της Μοσάντ, Ντέιβιντ Μπαρνέα, με την ηγεσία των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών. Οι επαφές μάλιστα έρχονται σαν συνέχεια ενός νέου εξοπλιστικού προγράμματος 1.5 δισ. δολαρίων, αλλά και πολεμικών ασκήσεων του Ισραήλ στις οποίες θα προσομειώνεται μια επίθεση εναντίον του Ιράν.
Απαντώντας (με τον πάντα άγαρμπο τρόπο που τα διακρίνει) αρκετά ιρανικά ΜΜΕ απείλησαν με αντίποινα σε περίπτωση κλιμάκωσης της ισραηλινής επιθετικότητας. Η εφημερίδα Tehran Times μάλιστα παρουσίασε στην πρώτη της σελίδα χάρτη με τους στόχους που υποτίθεται ότι θα πλήξουν οι ιρανικές δυνάμεις στο έδαφος του Ισραήλ σε περίπτωση που δεχθούν επίθεση. Πρόκειται φυσικά για μια προπαγανδιστική κίνηση ανύπαρκτης δημοσιογραφικής σημασίας, η οποία όμως δείχνει το κλίμα που δημιουργείται και στις δυο πλευρές.
Για να δικαιολογηθεί όλη αυτή η κινητοποίηση των δυτικών ΜΜΕ ήρθαν αίφνης στην επιφάνεια αρκετές ακόμη καταγγελίες εναντίον της Τεχεράνης. Ο Καναδάς, η Βρετανία και η Ουκρανία έθεσαν τελεσίγραφο για την πληρωμή αποζημιώσεων για το επιβατικό αεροσκάφος που είχε καταρρίψει κατά λάθος η ιρανική αεράμυνα τον Ιανουάριο του 2020, ενώ νέες καταγγελίες έρχονται διαρκώς στο φως για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα. Δεν υπάρχει φυσικά καμία αμφιβολία ότι οι περισσότερες καταγγελίες έχουν απόλυτη βάση και πως το αυταρχικό καθεστώς της Τεχεράνης είναι υπόλογο σε σειρά θεμάτων. Η χρονική σύμπτωση όμως των επιθέσεων θυμίζει έντονα τις επικοινωνιακές εκστρατείες με τις οποίες μας έχει συνηθίσει η Δύση πριν από κάθε μεγάλη πολεμική επιχείρηση.
Όποια και αν είναι λοιπόν η έκβαση των συνομιλιών που ξεκίνησαν στη Γενεύη (και διακόπηκαν προσωρινά την Παρασκευή), η Ουάσιγκτον έχει εξασφαλίσει ότι η οικονομική τιμωρία του Ιράν θα συνεχιστεί για αρκετά χρόνια και συνεπώς η Τεχεράνη δεν θα έχει κανένα κίνητρο να υποχωρήσει στα δικά της αιτήματα.
Σημαίνουν όλα αυτά ότι η Μέση Ανατολή βρίσκεται στα πρόθυρα ενός ακόμη πολέμου μεγάλης κλίμακας; Πολλές φορές στο παρελθόν η Ουάσιγκτον έχει σαμποτάρει διπλωματικές πρωτοβουλίες προκειμένου να επηρεάσει την έκβασή τους ή να τις καταστήσει ανενεργές, χωρίς όμως να προχωρήσει σε πολεμικές επιχειρήσεις. Το ερώτημα δεν είναι όμως εάν ο Μπάιντεν είναι έτοιμος για τον πρώτο πόλεμο μεγάλης έντασης στη θητεία του, αλλά εάν είναι διατεθειμένος να αποτρέψει και τοπικούς παράγοντες, όπως το Ισραήλ, από το να τινάξουν στον αέρα την ειρήνη στην περιοχή.