Πηγή: Saif Shahin – The Conversation
Μετάφραση/Επιμέλεια: Ανδρέας Κοσιάρης
Τον Αύγουστο του 2021, μια διαφημιστική καμπάνια στο Facebook που ασκούσε κριτική στις δύο πρώτες Μουσουλμάνες βουλεύτριες των ΗΠΑ, την Ιλχάν Ομάρ και τη Ρασίντα Τλαΐμπ, μπήκε στο μικροσκόπιο. Οι επικριτές της ισχυρίστηκαν ότι οι διαφημίσεις συνέδεαν τις δύο βουλεύτριες με την τρομοκρατία και ορισμένοι θρησκευτικοί ηγέτες τις καταδίκασαν ως «Ισλαμοφοβικές» — δηλαδή ότι έσπερναν τον φόβο για το Ισλάμ και μίσος κατά των Μουσουλμάνων.
Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που το δίδυμο αντιμετώπισε Ισλαμοφοβικές ή ρατσιστικές προσβολές, ειδικά στο ίντερνετ.
Όμως οι διαδικτυακές επιθέσεις στους Μουσουλμάνους δεν περιορίζονται στην πολιτική σφαίρα. Είκοσι χρόνια μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, τα στερεότυπα που συνδέουν τους Μουσουλμάνους με την τρομοκρατία ξεπερνούν κατά πολύ τις απεικονίσεις τους σε εφημερίδες και τηλεόραση. Πρόσφατες έρευνες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την εκτεταμένη Ισλαμοφοβία στους ψηφιακούς χώρους, ειδικά μέσω της χρήσης παραπληροφόρησης και άλλων μεθόδων χειραγώγησης από ακροδεξιές ομάδες για να διαβάλουν τους Μουσουλμάνους και την πίστη τους.
Ενισχύοντας το μίσος
Τον Ιούλιο του 2021, για παράδειγμα, μια ομάδα υπό την ηγεσία του ερευνητή ΜΜΕ Λόρενς Πίντεκ δημοσίευσε έρευνα για tweets που ανέφεραν την Ομάρ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής της εκστρατείας για το Κογκρέσο. Ανέφεραν πως τα μισά από τα tweets που μελέτησαν περιείχαν «ανοιχτά Ισλαμοφοβική ή ξενοφοβική γλώσσα ή άλλες μορφές ρητορικής μίσους».
Η πλειοψηφία των προσβλητικών αναρτήσεων προήλθε από ένα μικρό αριθμό «προβοκατόρων» — λογαριασμών που «σπέρνουν» Ισλαμοφοβικές συζητήσεις στο Twitter. Πολλοί από αυτούς τους λογαριασμούς ανήκαν σε συντηρητικούς, σύμφωνα με τους ερευνητές. Όμως σημείωσαν ότι τέτοιοι λογαριασμοί από μόνοι τους δεν προκαλούσαν σημαντική επισκεψιμότητα.
Αντίθετα, η ομάδα ανακάλυψε πως πρωτίστως υπεύθυνοι ήταν οι «ενισχυτές»: λογαριασμοί που συλλέγουν και διανέμουν τις ιδέες των προβοκατόρων μέσων μαζικών αναπαραγωγών και απαντήσεων.
Το πιο ενδιαφέρον εύρημα ήταν πως μονάχα τέσσερις από τους κορυφαίους 20 Ισλαμοφοβικούς ενισχυτές ήταν αυθεντικοί λογαριασμοί. Οι περισσότεροι ήταν είτε bots — αλγοριθμικά δημιουργημένοι ώστε να μιμούνται ανθρώπινους λογαριασμούς — είτε «sockpuppets», οι οποίοι είναι ανθρώπινοι λογαριασμοί που χρησιμοποιούν ψευδείς ταυτότητες για να εξαπατήσουν άλλους και να χειραγωγήσουν τις διαδικτυακές συζητήσεις.
Αμφότερα τα δύο είδη μη αυθεντικών λογαριασμών διένειμαν Ισλαμοφοβικά tweets που αρχικά είχαν αναρτηθεί από αυθεντικούς λογαριασμούς, δημιουργώντας ένα «εφέ μεγαφώνου» που κλιμακώνει την Ισλαμοφοβία στον κόσμο του Twitter.
«Καλυμμένοι» λογαριασμοί
Το Twitter έχει λίγο περισσότερους από 200 εκατομμύρια ημερήσια ενεργούς χρήστες. Το Facebook, εν τω μεταξύ, έχει σχεδόν 2 δισεκατομμύρια — και κάποιοι χρησιμοποιούν παρόμοιες πρακτικές σε αυτήν την πλατφόρμα για να κλιμακώσουν την Ισλαμοφοβία.
Ο ερευνητής παραπληροφόρησης Γιόχαν Φάρκας και οι συνάδελφοί του έχουν μελετήσει τις «καλυμμένες» σελίδες του Facebook στη Δανία, οι οποίες τίθενται σε λειτουργία από άτομα ή ομάδες που προσποιούνται πως είναι ριζοσπαστικοί Ισλαμιστές για να προκαλέσουν την αντιπάθεια απέναντι στους Μουσουλμάνους. Η ανάλυση 11 τέτοιων σελίδων, που προσδιορίστηκαν ως ψεύτικες, διαπίστωσε ότι οι οργανωτές τους αναρτούσαν κακόβουλους ισχυρισμούς για τους Δανούς και τη δανέζικη κοινωνία και απειλούσαν με Ισλαμική κατάληψη της χώρας.
Το Facebook αφαίρεσε αυτές τις σελίδες για παραβίαση των όρων περιεχομένου της πλατφόρμας, σύμφωνα με τη μελέτη, όμως αυτές επανεμφανίστηκαν υπό διαφορετικό μανδύα. Αν και η ομάδα του Φάρκας δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει ποιος δημιουργούσε αυτές τις σελίδες, ανακάλυψαν μοτίβα που υποδείκνυαν πως «το ίδιο άτομο ή ομάδα ατόμων κρυβόταν πίσω από την κάλυψη».
Αυτές οι «καλυμμένες» σελίδες πέτυχαν την πρόκληση χιλιάδων εχθρικών και ρατσιστικών σχολίων προς τους ριζοσπάστες Ισλαμιστές που οι χρήστες πίστευαν πως βρίσκονται πίσω από αυτές. Προκάλεσαν όμως και θυμό προς την ευρύτερη Μουσουλμανική κοινότητα στη Δανία, συμπεριλαμβανόμενων των προσφύγων.
Τέτοια σχόλια συχνά εμπίπτουν σε μία ευρύτερη αντίληψη για τους Μουσουλμάνους ως απειλή προς τις «Δυτικές αξίες» και τη «λευκότητα», υπογραμμίζοντας το πώς η Ισλαμοφοβία ξεπερνά τη θρησκευτική μισαλλοδοξία.
Διπλές απειλές
Αυτό δεν σημαίνει πως οι «πραγματικοί» Ισλαμιστές εξτρεμιστές απουσιάζουν από το διαδίκτυο. Το ίντερνετ εν γένει και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ειδικότερα έχουν χρησιμεύσει εδώ και καιρό ως μέσο Ισλαμικής ριζοσπαστικοποίησης.
Όμως τα τελευταία χρόνια, οι ακροδεξιές ομάδες έχουν διευρύνει τη διαδικτυακή τους παρουσία πολύ πιο γρήγορα από τους Ισλαμιστές. Μεταξύ του 2012 και του 2016, οι ακόλουθοι των λευκών εθνικιστών στο Twitter αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 600%, σύμφωνα με μελέτη από τον ειδικό του εξτρεμισμού Τζ. Μ. Μπέργκερ. Οι λευκοί εθνικιστές «ξεπερνούν το ISIS σε σχεδόν κάθε μέτρηση, από τον αριθμό ακολούθων μέχρι τον αριθμό tweets ανά ημέρα», διαπίστωσε ο Μπέργκερ.
Μια πιο πρόσφατη μελέτη του Μπέργκερ, μία ανάλυση alt-right περιεχομένου στο Twitter από το 2018, διαπίστωσε «πολύ σημαντική παρουσία αυτοματοποίησης, ψεύτικων προφίλ και άλλων τακτικών χειραγώγησης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης» σε τέτοιου είδους ομάδες.
Οι εταιρείες social media έχουν τονίσει τις πολιτικές τους για τον εντοπισμό και την εξάλειψη περιεχομένου από Ισλαμιστικές τρομοκρατικές ομάδες. Οι επικριτές των Big Tech, όμως, ισχυρίζονται πως οι εταιρείες αυτές είναι λιγότερο πρόθυμες να αστυνομεύσουν ακροδεξιές ομάδες όπως αυτές των υπέρμαχων της λευκής ανωτερότητας, κάνοντας ευκολότερη τη διασπορά Ισλαμοφοβίας στο διαδίκτυο.
Υψηλό ρίσκο
Η έκθεση σε Ισλαμοφοβικά μηνύματα έχει σοβαρές επιπτώσεις. Πειράματα δείχνουν πως οι απεικονίσεις των Μουσουλμάνων ως τρομοκρατών μπορούν να αυξήσουν τη στήριξη για πολιτικούς περιορισμούς έναντι των Αμερικανών Μουσουλμάνων, όπως και τη στήριξη για στρατιωτική δράση κατά χωρών με Μουσουλμανικές πλειοψηφίες.
Η ίδια έρευνα υποδεικνύει πως η έκθεση σε περιεχόμενο που αμφισβητεί τα στερεότυπα των Μουσουλμάνων — όπως Μουσουλμάνους εθελοντές που βοηθούν άλλους Αμερικανούς κατά την περίοδο των Χριστουγέννων — μπορούν να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα και να μειώσουν τη στήριξη για τέτοιου είδους πολιτικές, ειδικά μεταξύ όσων αυτοπροσδιορίζονται πολιτικά ως συντηρητικοί.
Η βία κατά των Μουσουλμάνων, ο βανδαλισμός τζαμιών και οι πυρπολήσεις του Κορανίου έχουν αναφερθεί εκτενώς στις ΗΠΑ τα τελευταία 20 χρόνια και υπάρχουν ενδείξεις ότι η ισλαμοφοβία συνεχίζει να αυξάνεται.
Όμως έρευνες έπειτα από τις εκλογές του 2016 υποδεικνύουν πως οι Μουσουλμάνοι πλέον αντιμετωπίζουν την Ισλαμοφοβία «πιο συχνά διαδικτυακά παρά κατά πρόσωπο». Νωρίτερα φέτος, μια οργάνωση υπεράσπισης Μουσουλμάνων μήνυσε στελέχη του Facebook, κατηγορώντας την εταιρεία για την αποτυχία της να αφαιρέσει αντι-Μουσουλμανική ρητορική μίσους. Η μήνυση ισχυρίζεται πως το ίδιο το Facebook παράγγειλε έναν έλεγχο που διαπίστωσε πως η πλατφόρμα «δημιούργησε μία ατμόσφαιρα όπου οι Μουσουλμάνοι νιώθουν υπό πολιορκία».
Το 2011, γύρω στη 10η επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου, μία έκθεση του Κέντρου για την Αμερικανική Πρόοδο κατέγραψε το εκτεταμένο δίκτυο Ισλαμοφοβίας της χώρας, κάνοντας ειδική μνεία στον ρόλο των «ειδικών της παραπληροφόρησης» από την ακροδεξιά στη διάδοση αντι-Μουσουλμανικής προπαγάνδας.
Πέντε χρόνια αργότερα, ολόκληρη η χώρα ήταν γεμάτη συζητήσεις για ειδικούς της «παραπληροφόρησης» που χρησιμοποιούσαν παρόμοιες στρατηγικές — αυτή τη φορά, προσπαθώντας να επηρεάσουν τις προεδρικές εκλογές. Εν τέλει, αυτέ οι εξελισσόμενες στρατηγικές δεν στοχεύουν μόνο σε Μουσουλμάνους, αλλά μπορούν να αναπαραχθούν σε μεγαλύτερη κλιμακα.