του Άλεξ Κάντζιας-Ρόντε
Πηγή: ΚΟΜΜΟΝ
Ο τελικός του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος γυναικών που διεξήχθη στις 31 Ιουλίου στο ιστορικό γήπεδο του Γουέμπλεϊ στο Λονδίνο αποτέλεσε το ποδοσφαιρικό γεγονός του καλοκαιριού, όσο και αν στην Ελλάδα πέρασε στα ψιλά. Στη γενέτειρα του ποδοσφαίρου κατερρίφθη κάθε ρεκόρ προσέλευσης, με τα εισιτήρια του τελικού να εξαφανίζονται μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ενώ πάνω από μισό εκατομμύριο εισιτήρια είχαν προπωληθεί εβδομάδες πριν από την έναρξη του τουρνουά.
Λίγους μήνες πριν, τον Μάρτιο στη Βαρκελώνη, ο προημιτελικός του Τσάμπιονς Λιγκ των γυναικών ανάμεσα στην Μπαρτσελόνα και τη Ρεάλ διεξήχθη μπροστά σε 91.553 θεατές, ενώ στις αρχές Ιούλη 33.218 Σουηδοί παρακολούθησαν στη Στοκχόλμη το φιλικό της εθνικής τους ομάδας απέναντι στη Βραζιλία. Αυτό από τη μια δείχνει τη ραγδαία διάδοση του αθλήματος μεταξύ των γυναικών τα τελευταία χρόνια, ενώ από την άλλη διαψεύδει τους φόβους ότι μετά από την πανδημία τα γήπεδα θα άδειαζαν, καθώς ο κόσμος θα έχει συνηθίσει στην παρακολούθηση των αγώνων από τον καναπέ (ή τον υπολογιστή του).
Το ποδόσφαιρο λοιπόν παραμένει τρομερά δημοφιλές. Και αυτό οφείλεται σε μια σειρά από κοινωνικά αίτια που το συνοδεύουν από τη γέννηση του. Οι κανόνες του παιχνιδιού μπορεί να μπαίνουν στα κολλέγια της αγγλικής ελίτ, αυτό όμως στην πραγματικότητα μετατρέπεται σε μαζικό φαινόμενο στις αναδυόμενες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις της βιομηχανικής επανάστασης, και συγκεκριμένα στις γειτονιές που συγκεντρώνονται οι εργάτες και συγκροτείται η (κατά βάση βιομηχανική) εργατική τάξη. Η κατάτμηση και οικοπεδοποίηση του εδάφους οδηγεί στον περιορισμό των ελεύθερων χώρων και στην εμφάνιση των γραμμών του γηπέδου, κάτι άγνωστο στα παιχνίδια με μπάλα της προβιομηχανικής εποχής όπου το γήπεδο ήταν εκεί που πήγαινε το τόπι. Ο περιορισμός του χώρου οδηγεί και στον περιορισμό των παιχτών. Πλέον δεν είναι ολόκληρα χωριά που παίζουν μεταξύ τους, σε ένα «άναρχο» και σχεδόν χωρίς κανόνες «κυνήγι της μπάλας», αλλά μικρές ομάδες ανδρών, κάτι που οδηγεί και στον διαχωρισμό ανάμεσα σε εκείνους που παίζουν και σε αυτούς που απλά παρακολουθούν χωρίς να έχουν όπως παλιά τη δυνατότητα να επέμβουν στην εξέλιξη των γεγονότων αν κάποια στιγμή το επιθυμούσαν.
Από το νησί τα βρετανικά πλοία και οι μηχανικοί της αυτοκρατορίας θα μεταφέρουν το νέο αυτό άθλημα στις περισσότερες γωνιές της γης: μέσα σε μερικές δεκαετίες ακόμα και σε μέρη που οι άνθρωποι δεν έχουν δει ποτέ έναν «κανονικό» αγώνα παίζεται ποδόσφαιρο, καθώς σε αντίθεση με άλλα αθλήματα δεν χρειάζεται κάποιο ιδιαίτερο γήπεδο ή εξοπλισμός για να παιχτεί, ένας αγώνας μπορεί να διεξαχθεί σχεδόν παντού με ένα άδειο κουτάκι να είναι αρκετό για μπάλα και με τους κανόνες να προσαρμόζονται εύκολα στις εκάστοτε συνθήκες. Επιπλέον, το ποδόσφαιρο δεν απαιτεί κάποια ιδιαίτερα σωματικά προσόντα: ο δις παγκόσμιος πρωταθλητής με τη Βραζιλία Γκαρίντσα είχε ένα πόδι έξι εκατοστά πιο κοντό από το άλλο και παραμορφωμένη σπονδυλική στήλη, ο Μαραντόνα ήταν χοντρός, ενώ ουκ ολίγοι αστέρες του αθλήματος πάλευαν με τις εξαρτήσεις στο απόγειο της καριέρας τους, συνεχίζοντας όμως να «παράγουν» υψηλές αποδόσεις.
Το ποδόσφαιρο επηρεάζεται και προσαρμόζεται στις φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης αλλά και στις κοινωνικές αλλαγές, η εξέλιξη των κανόνων και των συστημάτων του αποτυπώνει την πορεία από την εποχή κυριαρχίας του ατομικού καπιταλιστή, όπου ο κάθε παίχτης έπαιζε στην ουσία για τον εαυτό του, προσπαθώντας να σκοράρει μόνος του, σε εκείνη του χρηματιστικού κεφαλαίου, της ανώνυμης εταιρίας και του συλλογικού εργάτη, όπου τα συστήματα βασίζονται περισσότερο στη συλλογική λειτουργία και απόδοση της ομάδας, άρα και στη συνεργασία, ήτοι ανταλλαγή της μπάλας μεταξύ των συμπαιχτών. Η έκρηξη στον αριθμό των διεθνών αναμετρήσεων ανάμεσα σε συλλόγους και εθνικές ομάδες συμβαίνει κατά την εποχή του ιμπεριαλισμού και αυτό όχι μόνο λόγω της αυξανόμενης διάδοσης του αθλήματος και της βελτίωσης των συγκοινωνιών αλλά και εξαιτίας της όξυνσης των διεθνών ανταγωνισμών, που βρίσκουν την έκφραση τους και στον αθλητισμό. Στη μεταπολεμική Ευρώπη η δημιουργία διασυλλογικών διοργανώσεων όπως το κύπελλο πρωταθλητριών και το κύπελλο κυπελλούχων είχε άμεση σχέση με την ανάγκη υπέρβασης των πληγών που είχε αφήσει στην ήπειρο η ναζιστική κατοχή αλλά και την ανάγκη συνεννόησης ανάμεσα στα δύο αντίπαλα ψυχροπολεμικά μπλοκ. Στις μέρες μας είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ανάμεσα στις 16 ομάδες που συμμετείχαν στην τελική φάση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος γυναικών δεν υπήρχε ούτε μια από την ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, ενώ αντίθετα συμμετείχαν όλες από τη Σκανδιναβία, αντανάκλαση και της θέσης των γυναικών στις αντίστοιχες κοινωνίες.
Ποδόσφαιρο και αριστερά. Μια αντιφατική και συγκρουσιακή σχέση
Στον αθλητισμό, και ειδικά στο ποδόσφαιρο, αποτυπώνεται η σχέση της αριστεράς με αυτό που ονομάζεται «μάζα» και το γεγονός ότι η σχέση της αριστεράς ή πιο συγκεκριμένα των ηγεσιών της με αυτό που βαφτίζεται ως «τάξη» ή «λαός» είναι συχνά αντιφατική ή ακόμα και συγκρουσιακή. Το φαινόμενο της συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού ανθρώπων έξω από τα πλαίσια και τις δομές του εργατικού κινήματος πάντα γεννούσε σε αυτές ανησυχίες, πόσο μάλλον όταν αυτοί παρακολουθούσαν με εκστασιασμό «είκοσι δύο μαντράχαλους να κυνηγάνε μια μπάλα». Η αντιμετώπιση αυτού του πλήθους ως του αντίθετου του συνειδητού υποκειμένου, ως διάλυσης της οργανωμένης και πειθαρχημένης «τάξης για τον εαυτό της» και της μετατροπής της σε «απολίτιστη μάζα», τελικά όμως καταλήγει σε έναν διόλου πρωτότυπο πουριτανισμό και στην υποτίμηση της δυνατότητας των ίδιων των υποκειμένων να παίρνουν επιλογές για τη ζωή τους και να γνωρίζουν πώς να συμπεριφέρονται διαφορετικά σε διαφορετικές καταστάσεις. Και να μπορούν την ίδια ώρα που διασκεδάζουν να παραμένουν «συνειδητοί προλετάριοι» και στρατευμένοι αριστεροί.
Η αριστερά βέβαια εκλάμβανε τέτοιες εκδηλώσεις ως κίνδυνο να χαθεί η επιρροή που ασκούσε σε αυτούς, πεπεισμένη πως η κοινωνικοποίηση όσων απευθυνόταν έπρεπε αυστηρά να περνά μέσα από ελεγχόμενα κανάλια, χωρίς αντιφάσεις, ρωγμές και αμφισβητήσεις. Οι λογικές αυτές κατέληγαν στο να επιδιώκεται η πάση θυσία «προστασία» του σώματος και του μυαλού του εργάτη ως της βασικής παραγωγικής δύναμης, μιας στην τελική μηχανής που πρέπει να λειτουργεί, στα πλαίσια της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που με έναν γραμμικό υποτίθεται τρόπο θα οδηγούσε στον σοσιαλισμό/κομμουνισμό. Παράλληλα επικρατούσε και η αντίληψη ότι στη νέα κοινωνία θα επέλθει μια «κάθαρση» του ποδοσφαίρου, και του αθλητισμού γενικότερα, και θα αναδειχθεί το αγνό του πνεύμα, αντίληψη που διαψεύστηκε με τον ηχηρότερο τρόπο στις χώρες του λεγόμενου «υπαρκτού».
Τα καθεστώτα αυτά βέβαια θα προωθήσουν κυρίως τα ατομικά αθλήματα και όχι τα συλλογικά όπως το ποδόσφαιρο, κυνηγώντας τα ρεκόρ και τα μετάλλια που δήθεν θα αποδείκνυαν την «ανωτερότητα» του σοσιαλισμού. Η εγκατάλειψη των αντιλήψεων περί της ανάγκης απονέκρωσης του κράτους συνοδεύτηκε από την όξυνση των εθνικών ανταγωνισμών, ακόμα και εντός του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», που βεβαίως δεν είχε σχέση με διακηρύξεις περί «ευγενούς άμιλλας» και «φιλίας των λαών». Αντίστοιχα θα διαψευστούν και οι απόψεις ότι σε ένα «εργατικό κράτος» θα εκλείψει η οπαδική βία, αυταπάτες που είχαν και οι ιθύνοντες της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, όπου έχουμε πλήθος τέτοιων περιστατικών.
Λανθασμένη επίσης είναι η νοστάλγιση μιας υποτίθεται «αγνής» εποχής όπου το παιχνίδι παιζόταν ακόμα από ερασιτέχνες, δεν είχε εμπορικό χαρακτήρα ή οικονομικά συμφέροντα. Όσοι γνωρίζουν την ιστορία του ξέρουν ότι μια τέτοια περίοδος ποτέ δεν υπήρξε. Εξ αρχής το άθλημα διαπλεκόταν με οικονομικά συμφέροντα και ισχυρούς παράγοντες, σκάνδαλα και δωροδοκίες ενώ ο «ερασιτεχνισμός» ήταν ο διακηρυγμένος τρόπος για να αποκλειστούν από αυτό όσοι ήταν αναγκασμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη για να ζήσουν, και εν τέλει καταντούσε κενό γράμμα καθώς οι ομάδες επεδίωκαν να κερδίσουν τους καλύτερους παίχτες για τον εαυτό τους.
Ένα άλλο αγαπητό στην αριστερά ιδεολόγημα είναι εκείνο της «παραπλάνησης». Πέρα από το γεγονός ότι τέτοιες αναλύσεις υποτιμούν όπως προανέφερα και παραπάνω τις ίδιες τις δυνατότητες των υποτελών, που οδηγούν, «γραμμικά» θα έλεγα, σε λογικές υποκατάστασης της τάξης από το όποιο «κόμμα» (της) και βασικά την «πεφωτισμένη» ηγεσία του. Θα ήθελα εδώ να υπερασπιστώ με ιδιαίτερη έμφαση το δικαίωμα των μαζών (και) σε αυτήν την «παραπλάνηση» ή σε αυτό που διόλου κομψά έχουμε ονομάσει ως τέτοια. Στην τελική αυτή η «παραπλάνηση» ή μάλλον ακριβέστερα οι πολλαπλές και αντιφατικές πρακτικές που εμείς χαρακτηρίζουμε ως τέτοια όταν οι πρακτικές των μαζών δεν συμφωνούν με τα εγχειρίδια μας, είναι το αποτέλεσμα συνειδητών επιλογών, τις οποίες οι «μάζες» παίρνουν χωρίς φυσικά να πολυνοιαστούν για τις απόψεις μας επί του θέματος (όποια και αν είναι τα ποσοστά μας), είτε αυτό μας αρέσει είτε όχι.
Γιατί φυσικά έχουν και οι ίδιες λόγο στον τρόπο που θα φροντίσουν για την αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης, που είναι τελικά και η βασική ανησυχία πίσω από τις κριτικές του κυρίαρχου λόγου στην οπαδική συμπεριφορά. Από την άλλη αυτό που πολλοί αριστεροί μπορεί να έχουν στο μυαλό τους ως «πρέπουσα ταξική συμπεριφορά» σίγουρα δεν μπορεί να εκλάβει τον πλούτο της πραγματικής ζωής και την πολυπλοκότητα των κοινωνικών πρακτικών στις οποίες εμπλέκονται τα υποκείμενα στην καθημερινότητα τους. Γιατί το ζητούμενο δεν είναι κατά τη γνώμη μου το να τραβηχτούν οι εργάτες από τα γήπεδα στο μέγαρο ή την πινακοθήκη, χώροι που στην τελική είναι δημιουργημένοι από τους αστούς για να τονίσουν την υποτιθέμενη ανωτερότητα τους από την υπόλοιπη κοινωνία. Ούτε η επίσκεψη στο γήπεδο έρχεται σε αντίθεση με την επιδίωξη της αριστεράς οι εργάτες να διαβάζουν και να κάνουν κτήμα τους την πρόοδο της ανθρωπότητας.
Τα όποια κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα εκπέμπονται από την κερκίδα θα πρέπει πάντοτε να αντιμετωπίζονται με σύνεση και να μπαίνουν στο πραγματικό τους πλαίσιο, όσο και αν χαιρόμαστε όταν υψώνονται κόκκινες σημαίες και υποστηρίζονται δράσεις του εργατικού κινήματος. Ας μην ξεχνάμε πως κύρια αποστολή του οπαδού είναι η συμβολή στην υπόθεση της νίκης της ομάδας του, συνήθως με οποιονδήποτε τρόπο και κόστος, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις η «πολιτική τοποθέτηση» της κερκίδας μπορεί γρήγορα να μετατοπιστεί ανάλογα με το ποιος παίρνει το πάνω χέρι και τρέχει πιο πολύ για την ομάδα. Και στην τελική στο γήπεδο πάνε εργάτες, υπάλληλοι και αστοί, νοικοκυρές και μαθητές, δεν πάνε τάξεις. Οπότε το να αναμένουμε την εκδήλωση «ταξικών συμπεριφορών» από την κερκίδα, από ένα σώμα που δεν συγκροτείται καν ως τέτοιο παρά μόνο φευγαλέα, δεν μπορεί να είναι το συμπέρασμα μιας σοβαρής ανάλυσης για το τι συμβαίνει στην κερκίδα.
Θα πρέπει επίσης να διαχωριστούμε και από λογικές που αναζητούν παντού απόλυτους διαχωρισμούς σε τάξεις και λογικές που θεωρούν πως η λύση θα δοθεί όταν ελέγξουμε το αθλητικό σωματείο ή την κερκίδα ώστε να ακούγονται τα «σωστά» συνθήματα, που επιδιώκουν την υπερπολιτικοποίηση και εν τέλει υπερκομματικοποίηση των πάντων. Αυτό που έχει σημασία να διεκδικούμε είναι τη δυνατότητα της εργατικής τάξης να συμμετέχει στην κοινωνική ζωή και να μην αποκλείεται από συγκεκριμένους χώρους εξαιτίας οικονομικών κριτηρίων (βλ. τις τιμές των εισιτηρίων), πόσο μάλλον όταν πολλοί από αυτούς τους χώρους χτίστηκαν, συχνά με εθελοντική εργασία, από τους ίδιους τους εργάτες. Αντίθετα, για έναν τηλεθεατή στην άλλη άκρη του κόσμου, εξατομικευμένο μπροστά σε μια οθόνη και χωρίς πραγματική σχέση με την ομάδα που επιλέγει να υποστηρίξει ένα ματς δεν θα γίνει ποτέ υπόθεση ζωής και θανάτου, ίσως ακριβώς επειδή ο πραγματικός οπαδός δεν επιλέγει την ομάδα του. Ούτε μπορεί οι απόψεις της αριστεράς περί «βίας και προβληματικών συμπεριφορών» να ταυτίζονται με εκείνες του κυρίαρχου λόγου, δηλαδή του κράτους και του κεφαλαίου, που στην τελική υπερασπίζονται το μονοπώλιο τους στην άσκηση της βίας. Η «βία» του πιτσιρικά είναι πολύ διαφορετική από τη «βία» του μεγαλοδημοσιογράφου και του μεγαλοπαράγοντα. Ο πρώτος διεκδικεί –και μέσω της πρόκλησης- να γίνει ορατός, αμφισβητεί κοινωνικές ιεραρχίες, διαπραγματεύεται την ένταξη του στο κοινωνικό σύνολο, η βία του δεύτερου είναι η βία μιας προνομιούχας τάξης, η βία της εξουσίας.
Για το παγκόσμιο κύπελλο στο Κατάρ
Από την πρώτη κιόλας διοργάνωση οι τελικές φάσεις των παγκοσμίων κυπέλλων ήταν συνδεδεμένες παγκοσμίων κυπέλλων πάντα συνοδεύονταν από προβληματικές καταστάσεις και «σκάνδαλα». Συχνά η ανάδειξη της διοργανώτριας χώρας προέκυπτε έπειτα από χρηματισμό ή πολιτικές πιέσεις προς τους εκλέκτορες: το 1934 και το 1978 το Μουντιάλ διεξήχθη στην Ιταλία και την Αργεντινή αντίστοιχα, χώρες που τελούσαν υπό δικτατορικό καθεστώς ενώ δύο χρόνια πριν το παγκόσμιο κύπελλο του Μεξικού, και δέκα μόλις μέρες πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 1968 εκατοντάδες φοιτητές δολοφονήθηκαν από τις δυνάμεις καταστολής.
Πολλά από τα θύματα δεν μπόρεσαν καν να ταφούν καθώς τα πτώματα τους πετάχτηκαν από ελικόπτερα στον ωκεανό ώστε να εξαφανιστούν. Στην περίπτωση του Κατάρ, που θα φιλοξενήσει σε λίγους μήνες τη διοργάνωση, πάνω από 6.500 μετανάστες εργάτες έχουν πεθάνει στις οικοδομές, εργαζόμενοι υπό άθλιες συνθήκες για τη γρήγορη περάτωση των έργων, με τις «εκκλήσεις» της παγκόσμιας ομοσπονδίας για την εφαρμογή μέτρων ασφάλειας να παραμένουν «χλιαρές». Το συγκεκριμένο κρατίδιο, μόλις λίγο μεγαλύτερο από την περιφέρεια δυτικής Ελλάδας που φιλοξένησε τη συζήτηση μας, τα ξενοδοχεία δεν επαρκούν, με αποτέλεσμα να σχεδιάζεται να επιστρατευτούν ακόμα και σκηνές (!) για τη φιλοξενία των οπαδών. Επιπλέον, καθώς πρόκειται και για χώρα με αυστηρούς θρησκευτικούς κανόνες το αλκοόλ απαγορεύεται, οι ομοφυλόφιλοι είναι ανεπιθύμητοι και το ντρες κόουντ είναι αυστηρότερο ακόμα και από εκείνο της FIFA, που δεν αφήνει τους θεατές να φοράνε φανέλες που δεν είναι των επίσημων χορηγών.
Έτσι μια διοργάνωση που – θεωρητικά – θα προσέλκυε εκατοντάδες χιλιάδες οπαδούς θα διεξαχθεί μπροστά σε άδειες κερκίδες. Το θέμα βέβαια είναι βαθύτερο από την απλή παραχώρηση του Μουντιάλ, με αν μη τι άλλο «ύποπτες» ψηφοφορίες – σε μια μικρή χώρα χωρίς καμία απολύτως ποδοσφαιρική παράδοση και κουλτούρα γνωστή για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ούτε θα πρέπει να επικεντρωνόμαστε μόνο στο γεγονός ότι εξαιτίας του θερμού του κλίματος των χωρών του κόλπου το Μουντιάλ θα διεξαχθεί χειμώνα, μέσα στη μέση της ποδοσφαιρικής χρονιάς που γι αυτό το λόγο θα διακοπεί! Είναι και το ότι πλέον ελάχιστες χώρες μπορούν να σηκώσουν τα υπέρογκα κόστη για την κατασκευή των εγκαταστάσεων που απαιτεί η ομοσπονδία, ενώ ακόμα λιγότερες μπορούν και να τις συντηρήσουν μετά το πέρας των τεσσάρων εβδομάδων που διαρκεί η τελική φάση αλλά και το ειδικό καθεστώς που απολαμβάνει τόσο η ομοσπονδία όσο και οι χορηγοί της, που προβλέπει επιβάλλοντας «ειδικές ζώνες» γύρω από τα στάδια όπου ισχύουν μόνο οι δικοί τους κανόνες και όχι εκείνοι του κράτους που τους φιλοξενεί (και τους πληρώνει). Γι αυτό και όλο και λιγότερες χώρες μπαίνουν στον κόπο να υποβάλουν αίτηση για την ανάληψη της διοργάνωσης….
Η αυτοργάνωση ως απάντηση στον εμπορευματοποιημένο αθλητισμό (;)
Η εντεινόμενη εμπορευματοποίηση του αθλήματος τα τελευταία χρόνια, σε συνδυασμό με τη μετατροπή των δημοφιλών ομάδων σε ανώνυμες εταιρίες, με διοικήσεις μακριά από τον έλεγχο της βάσης και την επιθυμία των οπαδών να συμμετέχουν ενεργά στη λήψη των αποφάσεων οδήγησε στην αύξηση των αυτοργανωμένων εγχειρημάτων που αναζητούν να δημιουργήσουν μια διαφορετική σχέση με τον αθλητισμό και τον ελεύθερο χρόνο. Οι αυτοργανωμένες ομάδες έχουν δύο επιλογές: να ενταχθούν στα επίσημα πρωταθλήματα και να αποδεχτούν τους κανόνες που ορίζονται από τις επίσημες ομοσπονδίες – χαρακτηριστική είναι εδώ η περίπτωση μέρους των οπαδών της Manchester United που αντιδρώντας στη νέα διοίκηση της ομάδας τους αποχώρησαν ιδρύοντας μια νέα ομάδα, την United of Manchester, σαν επιστροφή στις «ρίζες» και στις «αυθεντικές αξίες» – είτε να δημιουργήσουν δικά τους ξεχωριστά αυτοργανωμένα πρωταθλήματα, αποδεχόμενοι μια λιγότερο μαζική απεύθυνση.
Χωρίς κατά την γνώμη μου να μπορεί να δοθεί μια ξεκάθαρη απάντηση στο δίλλημα αυτό θέλω μόνο να σημειώσω πως δεν πιστεύω πως μπορούμε να τραβήξουμε μια απόλυτη διαχωριστική ανάμεσα στο ποδόσφαιρο που παίζεται στα γήπεδα και σε εκείνο που παίζεται στις αλάνες, όχι μόνο γιατί αλληλεπιδρούν αλλά και γιατί το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο. Οι πιτσιρικάδες που παίζουν στις αλάνες ονειρεύονται πως κάποια μέρα θα βρεθούν στο χορτάρι των μεγάλων γηπέδων, ενώ και οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που εμπλέκονται στα αυτοργανωμένα εγχειρήματα βλέπουν μπάλα στην τηλεόραση ή/και πάνε γήπεδο. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τέλος πως στον καπιταλισμό δεν υπάρχουν νησίδες και αναχωρήσεις, υπάρχουν όμως αντιφάσεις, σχισμές και κενά που αποσπασματικά και εν μέρει επιτρέπουν την ανάδυση διαφορετικών πρακτικών λογικών, πάντα όμως υπό ηγεμονία και διακύβευση, πάντα μένοντας μετέωρα.
Κλείνοντας θα ήθελα να ξαναεπισημάνω τη διττή φύση του ποδοσφαίρου, ως «παιδί» τόσο της αστικής, όσο και της εργατικής τάξης. Κουβαλάει μέχρι σήμερα αυτό το «τραύμα», αυτή την αντίφαση, κάτι που κατά τη γνώμη μου το καθιστά το κατεξοχήν παιχνίδι του καπιταλισμού. Οπότε, όντας και οι ίδιοι εγκλωβισμένοι στην ιστορική εποχή μας, είναι μάλλον δύσκολο να φανταστούμε ένα «διαφορετικό» ποδόσφαιρο. Αυτό που έχει σημασία είναι να δούμε ότι κάθε εποχή γεννά τα δικά της κοινωνικά φαινόμενα και τις δικές της κοινωνικές πρακτικές, κάτι που σημαίνει πως οι συγκεκριμένες κοινωνικές διαδικασίες και ανάγκες που κάποτε γέννησαν το ποδόσφαιρο μπορεί σε κάποιο μέλλον να σταματήσουν να υπάρχουν, με αποτέλεσμα αυτό να εξαφανιστεί ή να μετασχηματιστεί σε κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που είναι σήμερα.
Το παρόν αποτελεί επεξεργασμένη εκδοχή της εισήγησης που παρουσιάστηκε στην εκδήλωση «Workshop με αφορμή το μουντιάλ. Μια συζήτηση για το γήπεδο, το ποδόσφαιρο και τους οπαδούς» που διεξήχθη στα πλαίσια του πολιτικού – πολιτιστικού κάμπινγκ του τομέα νεολαίας της Αριστερής Ανασύνθεσης και των νέων για ένα Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο στις 29 Ιουλίου στην παραλία Αλισσού Αχαΐας. Αν και έχει επηρεαστεί, σε καμία περίπτωση δεν αποτυπώνει τον πλούτο της κουβέντας που ακολούθησε και τον προβληματισμών που μπήκαν αλλά απηχεί αποκλειστικά τις σκέψεις και τις απόψεις του γράφοντος.