Από τον λογαριασμό της Πηνελόπης Πετσίνη* στο Facebook
Ήταν Απρίλης του 1998 όταν ο Βασίλης Ραφαηλίδης ανακοίνωσε ότι διακόπτει τη συνεργασία του με το Έθνος γιατί η διεύθυνση αρνήθηκε να δημοσιεύσει κείμενα στην προσωπική του στήλη, διαφωνώντας με το θέμα τους: τη δημοφιλή (και πολυσυζητημένη) εκπομπή της Μαλβίνας Κάραλη στο Mega.
Η εκπομπή “Μαλβίνα Hostess”, που ήταν η πέτρα του σκανδάλου σ’ αυτή την ιστορία λογοκρισίας, ήταν ένα εναλλακτικό «δελτίο ειδήσεων» που προηγούνταν του συμβατικού. Αυθάδες και προκλητικό, σαρκάζει ανελέητα τους πάντες -με ιδιαίτερη αδυναμία στον Σημίτη, συγκεντρώνει υψηλή θεαματικότητα και προκαλεί σχόλια και αντιδράσεις.
Στο φιλοκυβερνητικό Έθνος αρθρογραφούν συχνά εναντίον της Μαλβίνας κι ο Ραφαηλίδης, αν και θεωρεί την κριτική της προς τον Σημίτη «μη πολιτική», θα αναλάβει την υπεράσπισή της καθώς αφενός απορρίπτει και εκείνος την πολιτική του «εκσυγχρονισμού» και αφετέρου θεωρεί την εκπομπή ένα «αισθητικό φαινόμενο» άξιο να μελετηθεί. Στέλνει έξι κείμενα στην εφημερίδα. Δημοσιεύεται το πρώτο στις αρχές Απριλίου, αλλά του ζητούν να μην ακολουθήσει άλλο γιατί «η πολιτική της εφημερίδας δεν είναι ευνοϊκή για τη Μαλβίνα». Αρνείται. Του προτείνουν να δημοσιευθεί ένα ακόμη και το θέμα να κλείσει εκεί. Επιμένει να ακολουθήσουν τα υπόλοιπα και δηλώνει ότι, διαφορετικά, θα διακόψει τη συνεργασία του με την ημερήσια έκδοση της εφημερίδας.
Έτσι, στις 8 Απριλίου 1998 το Έθνος, για πρώτη φορά μετά από 13 χρόνια, θα κυκλοφορήσει χωρίς τη στήλη του Ραφαηλίδη “Κάθε Μέρα”. Ένα μήνα αργότερα, τα 21 κείμενά του θα εκδοθούν σε έναν μικρό τόμο από την εφημερίδα Το Ποντίκι. Τον Ιούλιο μεταδίδεται το τελευταίο επεισόδιο της εκπομπής, τον Σεπτέμβριο η Κάραλη αναγκάζεται να παραιτηθεί από το Mega και τον Οκτώβριο ο Ραφαηλίδης απολύεται οριστικά από το Έθνος.
Δημοσιογράφος της ΕΡΤ3 διηγήθηκε το 2017 πώς αναγκάστηκε, δύο χρόνια μετά την υπόθεση Ραφαηλίδη, να ακυρώσει εκπομπή με την Κάραλη (με συνταγές μαγειρικής!), όταν, και ενώ την περίμενε ήδη στο στούντιο, του διαβιβάστηκε «εντολή άνωθεν» -«και όταν λέμε άνωθεν, εννοώ την τότε διοίκηση της ΕΡΤ και το γραφείο του Πρωθυπουργού»- ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο δεν έπρεπε να εμφανιστεί.
Τα παραπάνω περιέγραφε αναλυτικά στο Λεξικό Λογοκρισίας ο αγαπημένος φίλος δημοσιογράφος Αλέξης Οικονομίδης, ο οποίος έκλεινε το λήμμα (“Ραφαηλίδης και Μαλβίνα”) ως εξής:
“Το ερώτημα είχε τεθεί από τότε στους δημοσιογραφικούς κύκλους: Γιατί ένας πολιτικός όπως ο Κώστας Σημίτης που η άνοδός του στην εξουσία, τον Ιανουάριο του 1996, προκάλεσε αισθήματα γενικής ανακούφισης και συγκέντρωσε ποσοστά αποδοχής πρωτοφανή, που εξέφραζε, κατά κάποιον τρόπο, την πιο λόγια μερίδα του κόμματός του, που διέθετε αν όχι ένα πρόγραμμα, τουλάχιστον κάποιες διακριτές ιδέες για την πολιτική, και που είχε να διαχειρισθεί ορόσημα υπερεθνικής σημασίας -τη συμμετοχή στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα και τη διοργάνωση των ολυμπιακών αγώνων-, γιατί ένας τέτοιος πολιτικός, ο ίδιος ή το στενό του περιβάλλον, ασχολιόταν με μια σατιρική εκπομπή και με το πώς θα την ελέγξει, παραβλέποντας μάλιστα το κόστος που αυτό επιφέρει; Βέβαια, το 1998 δεν ήταν 1996, η φθορά του κυβερνώντος κόμματος και του πρωθυπουργού προσωπικά ήταν πλέον ορατή, όμως η προσπάθεια πειθάρχησης της δημοσιογραφικής κριτικής δεν εκδηλώνεται για πρώτη φορά τότε. Έχει αρχίσει από τις καλές εποχές, από τις πρώτες εβδομάδες της ανάδειξής του στην πρωθυπουργία, με στόχο μάλιστα όχι μόνο κείμενα, αλλά και γελοιογραφίες (σημ: Σύμφωνα με απολύτως αξιόπιστη μαρτυρία, ήδη από τον Φεβρουάριο 1996 ο Θεόδωρος Τσουκάτος, ο στενότερος ίσως συνεργάτης του Κώστα Σημίτη, ασκούσε πιέσεις σε μεγάλη φιλοκυβερνητική εφημερίδα ζητώντας να ελεγχθεί η κριτική που ασκούσε στον πρωθυπουργό ο σκιτσογράφος της).
Πρόκειται, κατ’ αρχήν, για ένα φαινόμενο διαχρονικό. Αλαζονεία και ανασφάλεια, σε δόσεις που ποικίλλουν, χαρακτηρίζουν κατά κανόνα τους πολιτικούς, ιδίως όταν φτάνουν στη μοναξιά της κορυφής. Και αυτή την ανασφάλεια αξιοποιεί το περιβάλλον τους για να επιβεβαιώνεται ως μηχανισμός προστασίας. «Υπήρχαν πάντα (και σήμερα υπάρχουν) πολιτικοί που ζητούσαν (και σήμερα ζητούν) από τους ιδιοκτήτες και τους διευθυντές των μέσων να συνετίσουν τους συντάκτες τους», έγραψε πρόσφατα ο δημοσιογράφος Τάσος Παππάς (ΕφΣυν 19.06.2017). «Είναι κανόνας και καμιά ηγεσία κανενός κόμματος δεν εξαιρείται. Δυστυχώς». «Τρεις πρώην πρωθυπουργοί έχουν ζητήσει την απόλυσή μου», δήλωσε, επίσης πρόσφατα, ο δημοσιογράφος Νίκος Τσαγκρής (ανάρτηση στον λογαριασμό του στο Facebook, 29/05/2017). Ειρωνεία της Ιστορίας: Ο Τσαγκρής, στέλεχος και αρθρογράφος επί χρόνια του Έθνους, ο μόνος που μέσα από τις στήλες του συμπαραστάθηκε στον Ραφαηλίδη, είχε μια κατάληξη ανάλογη με εκείνον. Απομακρύνθηκε από την εφημερίδα όχι την πρώτη φορά, που το επίμαχο κείμενο αφορούσε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, όχι τη δεύτερη, που αφορούσε τον Κώστα Σημίτη, αλλά την τρίτη, που αφορούσε τον Γιώργο Παπανδρέου.
Ο έλεγχος της ενημέρωσης, όπως εκδηλώνεται στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, συνδέεται, όμως, και με τις αλλαγές που εξελίσσονται στην οικονομία, την πολιτική, την κοινωνία. Ανεξάρτητα από την άποψη που έχει κανείς για το εγχείρημα του «εκσυγχρονισμού», είναι γεγονός ότι προσήλκυσε το ενδιαφέρον και εξασφάλισε την εμπλοκή των μεγαλύτερων επιχειρηματικών ομίλων της χώρας. Ο εκσυγχρονισμός των τηλεπικοινωνιών, η μηχανογράφηση των υπηρεσιών και η ψηφιοποίηση των αρχείων, τα εξοπλιστικά προγράμματα, το τεράστιο για τα δεδομένα της χώρας πρόγραμμα τεχνικών έργων, προωθούν με πρωτόγνωρο τρόπο τη συνύφανση επιχειρήσεων και κράτους, και δίνουν άλλες διαστάσεις στο φαινόμενο της «διαπλοκής» που έχει αναφερθεί από τις αρχές της δεκαετίας. Πρόκειται για τους ίδιους επιχειρηματίες που ελέγχουν τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία, με την απορρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού χώρου και την ανάπτυξη της ιδιωτικής τηλεόρασης, αυξάνουν εντυπωσιακά τη «δύναμη πυρός» τους. Ο εκδότης δεν χρειάζεται πλέον την υπόδειξη του πολιτικού για να συνετίσει τον δημοσιογράφο, ελέγχει ο ίδιος το μέσο ενημέρωσης όπως ακριβώς τις άλλες επιχειρήσεις του. Αλλά και η πλειονότητα των δημοσιογράφων δεν χρειάζεται πια υποδείξεις. Η κατασταλτική λογοκρισία γίνεται σπανιότερη, η αυτολογοκρισία εξελίσσεται σε mainstream συμπεριφορά.
Η Ελλάδα αλλάζει, η δημοσιογραφία αλλάζει, μαζί τους αλλάζει και η λογοκρισία…”
*Η Πηνελόπη Πετσίνη είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια, Πάντειο Πανεπιστήμιο