Του Ανδρέα Κοσιάρη
Η ιδέα της «επιστράτευσης» ιδιωτών γιατρών θα ήταν ίσως καλή στο πρώτο κύμα της πανδημίας. Τότε που οι γιατροί του ΕΣΥ πάλευαν με μία άγνωστη ασθένεια, χωρίς πρωτόκολλα αντιμετώπισής της και, ούτως ή άλλως, χωρίς χρόνο για να εκπαιδεύσουν νέους συναδέλφους. Σήμερα, πλέον του ενός χρόνου από τότε που πρωτονοσηλεύτηκαν άνθρωποι με CoViD-19 στη χώρα μας, η «επιστράτευση» δεν είναι παρά ένα (ακόμη) επικοινωνιακό τρικ αλλά και, άθελα της κυβέρνησης, μία τρανταχτή ομολογία πλήρους αποτυχίας.
Η κυβέρνηση είχε ένα ολόκληρο έτος για να ενισχύσει το ΕΣΥ. Όταν γιατροί, νοσηλευτές, αλλά και απλοί πολίτες, ζητούσαν ήδη από τον περασμένο Μάρτιο προσλήψεις, δημιουργία ΜΕΘ και πραγματική επίταξη των ιδιωτικών κλινικών, δεν το έκαναν για να βάλουν τροχοπέδη στην πορεία του Τσιτάχ προς την αποθέωση. Το έκαναν διότι γνώριζαν πως η ενίσχυση θα είναι αναγκαία.
Η Ελλάδα πέρασε «φτηνά» το πρώτο κύμα της πανδημίας, με την έννοια πως ο ιός δεν είχε προλάβει να διασπαρεί ευρέως στον πληθυσμό και το αρκετά σφιχτό λοκντάουν της άνοιξης του 2020 σταμάτησε σε μεγάλο βαθμό τη μετάδοση. Η «επιτυχία» αυτή έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ως κερδισμένος χρόνος για προετοιμασία – χάθηκε ανεπιστρεπτί.
Οι μόνοι που δεν πίστεψαν ότι θα υπάρξει δεύτερο (και τρίτο) κύμα της πανδημίας, ήταν το επιτελικό κράτος του Μητσοτάκη και οι Επιτροπές Ειδικών του. Οι προσλήψεις προσωπικού έπρεπε να είχαν γίνει τότε, για να υπάρξει χρόνος να εκπαιδευτούν, και στη δουλειά σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, που είναι ένα πολύ ιδιαίτερο είδος ιατρικής εργασίας, και στα πρωτόκολλα αντιμετώπισης της CoViD-19. Δεν έγιναν ποτέ.
Τώρα τι ακριβώς να προσφέρουν 200 ιδιώτες πνευμονολόγοι, που δεν έχουν μπει σε ΜΕΘ ποτέ στη ζωή τους, μόνο ο Κικίλιας το ξέρει. Βασικά, ψέμματα, και ο Κικίλιας δεν έχει ιδέα, ακόμα και το μπάσκετ έχει ξεχάσει, που τουλάχιστον κάποτε το εξάσκησε.
Η κυβέρνηση πίστεψε ότι θα αντιμετωπίσει την πανδημία με επικοινωνιακά τεχνάσματα. Πολύμηνο λοκντάουν της πλάκας και νυχτερινές απαγορεύσεις κυκλοφορίας, για να φανεί πως κάτι κάνει. Διθυράμβους για την «δωρεάν εξ αποστάσεως εκπαίδευση» που κόστισε δύο εκατομμύρια και δεδομένα παιδιών, γονέων κι εκπαιδευτικών, φιάσκα με δωρεάν μάσκες, παγουρίνα και δεκάλεπτο άνοιγμα παραθύρων στα σχολεία. Κομματικού χαρακτήρα «ενημερώσεις», χωρίς διαφάνεια δεδομένων και χωρίς δυνατότητα δημοσιογραφικής εξέτασης. Και άλλα παρομοίου χαρακτήρα, επικοινωνιακής διαχείρισης.
Όμως πλέον η επικοινωνία δεν αρκεί. Ούτε η προσπάθεια επίρριψης ευθύνης στους «αδιάφορους συναδέλφους» (όπως αποκάλεσε τους ιδιώτες γιατρούς ο, «πτυχιούχος ιατρικής», μέτριος μπασκετμπολίστας Κικίλιας) δούλεψε, ούτε και αυτή η ανεκδιήγητη ιδέα ατομικής ευθύνης τεσταρίσματος των πολιτών στο σπίτι πρόκειται να δουλέψει. Όσο κι αν τα ΜΜΕ το βουλώνουν ή πουλάνε το κυβερνητικό παραμύθι, οι εικόνες και οι μαρτυρίες από την κατάσταση στα νοσοκομεία θα διαρρέουν, στο ίντερνετ ή και στόμα με στόμα. Οι πιο «οξυδερκείς» στο κυβερνητικό άρμα έχουν ήδη αρχίσει αρχίσει να πηδούν από αυτό – μέχρι κι ο Πατούλης «έβγαλε γλώσσα» και δέχτηκε έπειτα την τιμωρία από τον κυβερνητικότερο των κυβερνητικών Πορτοσάλτε.
Βέβαια, η κυβέρνηση που δεν προετοιμάστηκε για την πανδημία, έχει προετοιμαστεί για την επικοινωνιακή της κατάρρευση. Με παλαιοκομματικού τύπου σφιχταγκάλιασμα του Κράτους, τοποθέτηση ημετέρων σε όλα τα πόστα και τη δημιουργία ενός νέου κομματικού στρατού διορισμένων, αστυνομικών και στρατιωτών. Τα ψηφαλάκια των καυλωμένων μπάτσων και των οικογενειών τους, αλλά και των από την Αστόρια και το Μαϊάμι Τραμπικών ψηφοφόρων εξωτερικού, θεωρεί ότι θα τη φέρουν στις εκλογές σε θέση να αποφύγει την πλήρη κατάρρευση. Και μετά, έχει ο Μωυσής. Επιλογές υπάρχουν, συγκυβέρνηση με την (πιο) ακροδεξιά ή με μία από τις επιλογές «ΝΔ-λάιτ», δηλαδή το ΚινΑλ και το συριζαϊκό ΠΑΣΟΚ, ή επαναληπτικές χωρίς τον σκόπελο της τρισκατάρατης «περίπου αναλογικής».
Και οι χιλιάδες νεκροί θα παραμένουν μνήμη όσων τους κλαίμε, θύματα, όχι τόσο ενός ιού, αλλά μιας κυβέρνησης που νοιάστηκε μονάχα να φάει οτιδήποτε κι αν τρώγεται και να κάνει κακόγουστες φιέστες «αριστείας», «επιτελικότητας», «νόμου και τάξης» και «εθνικής παλιγγενεσίας».