του Έκτορα-Ξαβιέ Δελαστίκ
Συνήθως ο δημόσιος διάλογος για «σύγχρονο ολοκληρωτισμό» αφορά κάποιο νέο είδος (νομικό ή τεχνολογικό) παρακολούθησης ή καταστολής. Από την οπτική γωνία ενός ερευνητή όμως, η ουσία βρίσκεται στην καταγραφή και οργάνωση δεδομένων. Με αφορμή την αναδιοργάνωση του Δημοσίου από τον Τραμπ, σήμερα θα κατανοήσουμε την πραγματική δύναμη πίσω από την Palantir και τις εταιρίες εμπορίας προσωπικών δεδομένων.
Το κάτω συρτάρι του γραφείου μας
Όλες και όλοι έχουμε αναγκαστεί κάποια στιγμή στη ζωή μας να τακτοποιήσουμε το κάτω συρτάρι του γραφείου μας. Όλες και όλοι θυμόμαστε τη διαφορά μεταξύ του πριν και μετά.
Μια παρόμοια διαφορά (αλλά πολύ μεγαλύτερη και σημαντικότερη για την κοινωνική και προσωπική ελευθερία) υπάρχει στη διαχείριση δεδομένων. Πολλές φορές γίνεται δημόσιος διάλογος με δευτερογενή άρθρα για συστήματα παρακολούθησης, καταγραφής της προσωπικότητας των πολιτών και ηχηρών αποκαλύψεων, ο οποίος επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στα τεχνικά εργαλεία, τις μεθόδους ανάλυσης, την οπτικοποίηση και τις εταιρίες που πρωταγωνίστησαν σε (άλλη μια) μαζική εισβολή στην προσωπική μας ζωή.
Τα περισσότερα από αυτά τα δευτερογενή άρθρα μπορούμε να τα δούμε σχεδόν ως διαφημιστικά υπέρ των εταιριών, καθώς προσελκύουν (τους χειρότερους) επενδυτές, αλλά κυρίως επειδή αποφεύγουν να αναφερθούν στο βασικότερο ζήτημα. Την ίδια την ύπαρξη, οργάνωση και προετοιμασία των δεδομένων που θα αξιοποιηθούν μετά. Αποτελεί θέση μας πως αν θέλουμε να μιλήσουμε για ολοκληρωτισμό με σύγχρονα εργαλεία, δε μπορούμε να μη στοχεύουμε ακριβώς σε αυτό το σημείο: τα δεδομένα και η ιδιοκτησία τους αποτελούν πρώτη ύλη πολιτικής ισχύος, ακόμα και πριν τη χρήση τους.
Η δύναμη της τακτοποίησης και της επιμέλειας
Μια από τις λιγότερο μαγευτικές αλλά ταυτόχρονα πιο σημαντικές πλευρές της ερευνητικής δουλειάς δεν είναι το πείραμα ή η καταγραφή. Είναι συγκεκριμένα η οργάνωση των στοιχείων που έχουμε σε τακτοποιημένους πίνακες και βάσεις δεδομένων. Σχεδόν καμία σύγχρονη ανάλυση δε μπορεί όχι να προχωρήσει, αλλά ούτε καν να ξεκινήσει χωρίς αυτό το βήμα.
Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, πρόσφατα προχωρήσαμε σε μια σύντομη μελέτη του τρόπου με τον οποίο γίνεται η κάλυψη της νεανικής παραβατικότητας από τα ΜΜΕ. Η έρευνα αυτή θα ήταν αδύνατη χωρίς της πρωτύτερη δουλειά του ελληνικού MediaWatch, το οποίο έκανε την οργανωμένη καταγραφή ενός τεράστιου όγκου δεδομένων ώστε να μπορούμε να περάσουμε από χαοτικές ιστοσελίδες όπως η παρακάτω…


…σε οργανωμένες αναπαραστάσεις οι οποίες μπορεί να περιέχουν εξαιρετικά πυκνή και σημαντική πληροφορία για ένα άτομο που δουλεύει στην έρευνα, όπως η παραπάνω. Ή, ανάλογα, μπορούν να αποτελέσουν πρωτογενές υλικό για μια πολύ μακροσκελή και επεξηγηματική παρουσίαση για το ευρύ κοινό.
Αυτό ακριβώς το πρώτο βήμα μιας οποιασδήποτε ανάλυσης, μαζί με μια γερή δόση κεφαλαίων της CIA αποτέλεσε ένα από τα πιο επιτυχημένα επιχειρηματικά μοντέλα της πρόσφατης ιστορίας. Αναφερόμαστε φυσικά σε μια από τις πιο αδιαφανείς εταιρίες διαχείρισης δεδομένων, την Palantir.
Palantir, ο σκαπανέας των δεδομένων
Κάθε μας κίνηση παράγει δεδομένα – αποτελούν άλλωστε τη βάση της οικονομίας του διαδικτύου. Πολύ περισσότερο, κάθε κρατικός μηχανισμός αποτελεί ταυτόχρονα μια τεράστια διαδικασία παραγωγής δεδομένων. Κάθε αλληλεπίδραση με το Δημόσιο και τις τράπεζες καλείται να αφήσει πίσω της και ένα σύνολο δεδομένων, τα οποία σε θεωρητικό επίπεδο χρησιμοποιούνται για τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και την επιτήρηση της οικονομίας. Θα αφήσουμε για λίγο στην άκρη το ζήτημα του «με τί στόχευση και κριτήρια», γιατί η ουσία της συζήτησης είναι διαφορετική.
Όπως διαβάζουμε στο άρθρο-παρουσίαση του Forbes, η επί της ουσίας καινοτομία της Palantir ήταν η δημιουργία προγραμμάτων και πρωτοκόλλων που «βάζουν σε τάξη» τα χαοτικά δεδομένα που περιμένει να βρει κανείς σε μια μυστική υπηρεσία -όπως άλλωστε και σε όποια άλλη δημόσια υπηρεσία. Από εκείνη τη στιγμή και μετά έρχεται η ώρα των αναλύσεων και των γραφημάτων, αλλά «έχει ήδη γίνει η ζημιά».
Για να ολοκληρώσουμε την εν τάχει ιστορία της Palantir, όπως κάθε άξιο τέκνο του νεοφιλελευθερισμού, η μερίδα του λέοντος (55%) των συμβολαίων της προέρχεται από συμβάσεις με το Δημόσιο διαφόρων χωρών. Σημειώνουμε πως αυτό το ποσοστό είναι μάλλον ιστορικό χαμηλό, καθώς το ενδιαφέρον του ιδιωτικού τομέα για τις υπηρεσίες της συνεχώς αυξάνεται, ενώ ξεκίνησε ως βαθιά κρατικοδίαιτη. Η εταιρία έχει πλέον το πρώτο της συμβόλαιο ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων με το αμερικανικό δημόσιο, ενώ επίσης έχει ενεργό συμβόλαιο με την υπηρεσία μετανάστευσης (ICE) συγκεκριμένα για την παρακολούθηση των μεταναστών στις Η.Π.Α., γεγονός εξαιρετικά επίκαιρο.
Δε μπορούμε επίσης να μην αναφέρουμε τη συνεργασία της με το Δημόσιο Σύστημα Υγείας της Μ. Βρετανίας (NHS), η οποία έχει δημιουργήσει ανησυχίες για την ποσότητα προσωπικών δεδομένων τα οποία θα περάσουν από τα συστήματα μιας… εταιρίας κρατικής κατασκοπείας. Δε βοηθά καθόλου το γεγονός ότι όταν εξαναγκάστηκε η βρετανική κυβέρνηση να δημοσιοποιήσει τη σύμβαση υπό το βάρος λαϊκής κατακραυγής, το έκανε… σβήνοντας τα 7/10 των σελίδων της.
Τι ακριβώς πάει να πει «προσωπικά δεδομένα»;
Ενστικτωδώς, όταν ακούμε «προσωπικά δεδομένα» σκεφτόμαστε το ιατρικό ιστορικό, προσωπικό τηλέφωνο και διεύθυνση, βιομετρικά δεδομένα του σώματός μας όπως π.χ. δακτυλικά αποτυπώματα, τις επικοινωνίες μας, τις προσωπικές μας σχέσεις και άλλα. Αυτή είναι μια πρώτη καλή σκέψη, και η βάση με την οποία κάθε κράτος καταρτά καταλόγους με τις κατηγορίες δεδομένων των πολιτών που προστατεύονται ως «προσωπικά». Είναι όμως στενή στο σημερινό κόσμο.
Βασικοί και πολυαγαπημένοι όροι των εταιριών που εμπορεύονται προσωπικά δεδομένα είναι η «ανωνυμοποίηση» και η «ψευδωνυμοποίηση». Με πολύ απλά λόγια, ανωνυμοποίηση είναι η απαλοιφή δεδομένων που θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν προσωπικά ένα άτομο – σκεφτείτε την απαλοιφή προσωπικών δεδομένων όπως το όνομα, η διεύθυνση και άλλα. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να γίνει μια έρευνα που να έχει π.χ. το δείκτη μάζας σώματος, τα επίπεδα ρύπανσης που υφίσταται και το αν καπνίζει ένα άτομο. Δεν θα μπορεί όμως μια ασφαλιστική εταιρία που υποκλέπτει αυτά τα δεδομένα να αναγνωρίσει και στοχοποιήσει ένα συγκεκριμένο άτομο και να αυξήσει τα ασφάλιστρά του.
Η ψευδωνυμοποίηση είναι κατά κάποιο τρόπο η ελαφριά εκδοχή της ανωνυμοποίησης. Κάθε άτομο συνεχίζει να έχει πεδία προσωπικών δεδομένων, τα οποία όμως κρυπτογραφούνται ή αντικαθίστανται από ψευδή ονόματα και στοιχεία, ώστε πάλι να μη γίνεται δυνατή η αναγνώριση. Σαν παράδειγμα, το σύστημα προσωπικών καρτών στα Μ.Μ.Μ. της Αθήνας ξεκίνησε να λειτουργεί ακριβώς με αυτή τη διαδικασία για τη μερική προστασία των προσωπικών δεδομένων των πολιτών.
Το πρόβλημα είναι πως με μια καλή βάση δεδομένων και στοιχειώδεις αναλυτικές μεθόδους, κανείς δεν είναι ανώνυμος. Στις Η.Π.Α., το 87% των πολιτών μάλλον μπορεί να ταυτοποιηθεί έχοντας μόνο τον ταχυδρομικό κώδικα, το φύλο και την ημερομηνία γέννησης. Οι εταιρίες εμπορίας δεδομένων και οι κρατικές βάσεις δεδομένων μπορούν να δημιουργήσουν εξατομικευμένα προφίλ και να ταυτοποιήσουν ανωνυμοποιημένα άτομα με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία και από πολύ πιο «περιφερειακά» στοιχεία, τα οποία συχνά δεν προστατεύονται άλλωστε. Έχουμε ξαναγράψει για την οικονομική και πολιτική ισχύ που περιέχει ο κλάδος εμπορίας προσωπικών δεδομένων, οπότε δεν θα επεκταθούμε άλλο σε αυτό.
Νεκρανασταίνοντας την ευγονική
Έχοντας πει όλα αυτά, γίνεται σαφής η ανατριχίλα που προκάλεσε η ανακοίνωση του Υπουργού Υγείας της κυβέρνησης Τραμπ Κένεντι, να δημιουργηθεί μια ειδική βάση δεδομένων για τους ανθρώπους με αυτισμό στις Η.Π.Α., με δεδομένα των προγραμμάτων δημόσιας υγείας Medicare και Medicaid. Πέρα από το προφανές ταξικό ζήτημα «φακελώνουμε τους φτωχούς», υπάρχει και ένα ζήτημα που αφορά τον ακροδεξιό λόγο.
Ως πολιτικό πρόσωπο, ο Κένεντι έχει εκφράσει πολλές φορές συνωμοσιολογικές και αντιεμβολιαστικές θέσεις που στρέφονται κατ’ ευθείαν κατά των φτωχών. Ειδικά στο ζήτημα του αυτισμού όμως, τοποθετείται με όρους καθαρής αμερικανικής ευγονικής του 1910 αφ’ ενός και «ανησυχία» για την οικονομική βιωσιμότητα της διαχείρισης των ατόμων με αυτισμό αφ’ ετέρου (το ακριβές επιχείρημα της ναζιστικής εκδοχής της ευγονικής).
Μπορούμε με αυτό το πλαίσιο να καταλάβουμε λοιπόν αυτήν την κίνηση ως ένα ακόμα σύμπτωμα της βαθιά ακροδεξιάς στροφής των Ρεπουμπλικάνων σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης.
Ο ολοκληρωτισμός της κυβέρνησης Τραμπ και η ακροδεξιά γοητεία του
Έχουμε πλέον το υπόβαθρο να κατανοήσουμε τη σημασία του πρόσφατου βαρυσήμαντου άρθρου των New York Times, το οποίο κατηγορεί την κυβέρνηση Τραμπ για την προσπάθεια δημιουργίας ενός ολοκληρωτικού κράτους μέσω του φακελώματος των πολιτών. Συγκεκριμένα, εκτιμά πως οι πρόσφατες επαφές της Palantir με αρκετές κρατικές υπηρεσίες όπως το Πεντάγωνο, το Υπουργείο Εσωτερικών (D.H.S.), η Υπηρεσία Μετανάστευσης (I.C.E.), το Υπουργείο Υγείας (H.H.S.D.), το Υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλισης (S.S.A) και η Εφορία (I.R.S.) αποτελούν το επόμενο στάδιο της εντολής Τραμπ για τη διασύνδεση των δεδομένων μεταξύ κρατικών οργανισμών.
Σε τέσσερις οργανισμούς έχει ήδη εγκατασταθεί το πρόγραμμα Foundry της Palantir, η κεντρική ιδέα του οποίου είναι ακριβώς η οργάνωση ετερόκλητων δεδομένων που περιγράφουμε από την αρχή του κειμένου. Η απάντηση της εταιρίας στο άρθρο των New York Times είναι εμφανώς γραμμένη από το νομικό της τμήμα, καθώς δεν αρνείται καμία από τις κατηγορίες που της αποδίδονται: οποιαδήποτε παρακολούθηση γίνεται με κυβερνητική εντολή και συμβόλαιο, με δεδομένα τα οποία έχει συλλέξει το αμερικανικό Δημόσιο. Οι δε «δικλείδες ασφαλείας» που αναφέρει η εταιρία αφορούν την παρακολούθηση των υπαλλήλων της ώστε να μην κάνουν κατάχρηση των πληροφοριών προς ίδιον όφελος και δεν αφορούν κάποιου τύπου «προστασία της δημοκρατικής τάξης» από την κυβέρνηση-πελάτη της εταιρίας.
Είναι εύκολο να κατανοήσουμε πλέον τη σημασία αυτής της κίνησης και τη γοητεία που ασκεί σε κυβερνήσεις με ολοκληρωτικές βλέψεις παγκοσμίως. Μία κυβέρνηση μπορεί να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή εάν μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος έχουν συγγενικά πρόσωπα με προβλήματα υγείας. Ή εάν επικριτικοί δημοσιογράφοι έχουν οι ίδιοι ή κοντινά τους πρόσωπα χρειαστεί πρόσβαση σε κάποια κλινική αποτοξίνωσης. Μπορεί να γνωρίζει την οικονομική κατάσταση και τις προσωπικές σχέσεις των συμβούλων οικονομικών παραγόντων με τους οποίους βρίσκεται σε οποιαδήποτε αντιπαράθεση. Τα πρόσωπα εμπιστοσύνης δικηγόρων οι οποίοι διαχειρίζονται σημαντικές υποθέσεις δημοσίου συμφέροντος. Τα οικογενειακά ζητήματα που αφορούν άτομα που πρωτοστατούν σε φοιτητικά, πολιτικά, κοινωνικά κινήματα.
Όπως είπαμε, η ιδιοκτησία των δεδομένων αποτελεί πρώτη ύλη για πολιτική ισχύ.
Κατακλείδα
Ένα ίσως απροσδόκητο αποτέλεσμα αυτής της περιήγησης στο χώρο των δεδομένων αποτελεί η αναπόδραστη «ωδή στη γραφειοκρατία». Ένας δημόσιος τομέας με αρκετές βάσεις δεδομένων οι οποίες δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, είναι αποσπασματικές και γεφυρώνονται μόνον από αργές γραφειοκρατικές διαδικασίες αποτελεί όρο προστασίας της προσωπικής και πολιτικής ζωής των πολιτών, λόγω αδράνειας και κόστους. Όχι απαραίτητα ικανό, αλλά σίγουρα αναγκαίο όρο, για έναν απλό λόγο.
Η παρακολούθηση μικρών ομάδων ή μεμονωμένων προσώπων αποτελεί ένα σχετικά «εύκολο» έργο, όπως έχουν αποδείξει οι αποκαλύψεις του σκανδάλου Predator στην Ελλάδα και η ιστορική γνώση για τις μεθόδους της Ασφάλειας ενάντια στους πολιτικούς και οικονομικούς αντιπάλους της εκάστοτε κυβέρνησης. Η μαζική παρακολούθηση των πολιτών είναι ένα εξαιρετικά «βαρύ» και κοστοβόρο έργο, το οποίο όμως μέσα από μια διαδικασία όπως αυτή που λιγουρεύεται η κυβέρνηση Τραμπ μπορεί να γίνει ανεκτά «φθηνό» και διαχειρίσιμο.
Κανένας εργαζόμενος δε μπορεί να συναινεί σε μια τέτοια παραβίαση του προσωπικού χώρου, και το «δεν έχω τίποτα να κρύψω» δεν αποτελεί ποτέ επιχείρημα. Κανείς δεν έχει τίποτα να κρύψει μέχρι να γίνει στόχος, και τέτοια εργαλεία αποτελούν μόνο όπλο στραμμένο «από τα πάνω προς τα κάτω» σε μια κοινωνία. Ακόμα και με μια στάση πλήρους ατομιστικής αδιαφορίας για τα κοινά, δε μπορεί κανείς να επιτρέπει να είναι εύκολα προσβάσιμα τα προσωπικά του δεδομένα σε σημείο που να επιτρέπουν οποιονδήποτε οικονομικό ή προσωπικό εκβιασμό ή απάτη σε οποιαδήποτε διαρροή στοιχείων να συμβεί.
Το πρόσωπο της επιθυμίας για νέο ολοκληρωτισμό άλλωστε δε θα έρθει με φανφάρες για «προστασία των πολιτών». Αντί αυτού, θα έρθει κυρίως με εκκλήσεις για «αποτελεσματικότητα και ταχύτητα στο Δημόσιο». Και τα πρόσωπα που θα αρθρώνουν αυτό το επιχείρημα θα είναι εκλεκτοί προστατευόμενοι των μεγαλύτερων επιχειρηματιών, οι οποίοι είναι οι πρώτοι που έχουν να κερδίσουν από ένα κράτος στο οποίο κάθε εργαζόμενός τους και κάθε πιθανός οικονομικός ανταγωνιστής τους είναι φακελωμένος.
Σε όποια χώρα και αν «ανέβει» η ίδια αυτή παράσταση.