του Άρη Χατζηστεφάνου | Εφημερίδα των Συντακτών
Η παγίδευση με εκρηκτικά ηλεκτρονικών συσκευών και αντικειμένων είναι συνδεδεμένη στο συλλογικό υποσυνείδητο με τη μαφία και το οργανωμένο έγκλημα. Μια προσεκτική ιστορική ανασκόπηση όμως μας θυμίζει ότι ήταν επίσης το αγαπημένο όπλο αποικιοκρατικών, ιμπεριαλιστικών και φασιστικών δυνάμεων που πραγματοποιούσαν εγκλήματα πολέμου και επιχειρήσεις κρατικής τρομοκρατίας.
Ο Άλεξ Καλίνικος, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο King’s College του Λονδίνου, γεννήθηκε στη Ροδεσία, τη σημερινή Ζιμπάμπουε. Όταν πληροφορήθηκε τη μαζική τρομοκρατική επίθεση που πραγματοποίησε το Ισραήλ στον Λίβανο με παγιδευμένους βομβητές και ασυρμάτους, το μυαλό του πήγε κατευθείαν στη χώρα του. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 η ρατσιστική κυβέρνηση των λευκών αποικιοκρατών, που βρισκόταν υπό καθεστώς διεθνούς απομόνωσης, είχε θέσει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα βιολογικού και χημικού πολέμου εναντίον των ανταρτών που συμμετείχαν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Αφού πρώτα πραγματοποίησε πειράματα σε ανθρώπους, ο πρωθυπουργός Ίαν Σμιθ (παλιός αλεξιπτωτιστής της RAF) έδωσε εντολή να αρχίσουν να δηλητηριάζουν κουβέρτες και ρούχα τα οποία στη συνέχεια προωθούσαν μέσα από διαφορετικά κανάλια στους αντάρτες. Μεταξύ των βιολογικών παραγόντων που χρησιμοποιήθηκαν ήταν το βακτήριο Vibrio cholerae που προκαλεί τη χολέρα και ο βάκιλος του άνθρακα που προκαλεί τη νόσο του άνθρακα, ενώ πειραματίζονταν με τεχνικές που θα προκαλούσαν τύφο. Με το πρόγραμμα αυτό δολοφονήθηκαν τουλάχιστον 1.000 άτομα, αν και ορισμένοι ιστορικοί ανεβάζουν κατά πολύ τον αριθμό των θυμάτων.
Η πρακτική της Ροδεσίας δεν ήταν καινοφανής. Από τα τέλη του 19ου αιώνα ο Αμερικανός ιστορικός Φράνσις Πάρκμαν είχε αποδείξει ότι οι πρώτοι Ευρωπαίοι άποικοι είχαν μολύνει με ιούς που προκαλούσαν ευλογιά σεντόνια και κουβέρτες τα οποία χάριζαν στους ιθαγενείς. Ήταν μόνο μία από τις μορφές βιολογικού πολέμου που μαζί με τις μαζικές σφαγές προκάλεσαν τη μεγαλύτερη γενοκτονία της ιστορίας, με περίπου 100 εκατομμύρια θύματα.
Το αμερικανικό κράτος, που οικοδομήθηκε στη βάση αυτής τη γενοκτονίας, συνέχισε να χρησιμοποιεί παρόμοιες πρακτικές εναντίον πολιτικών του αντιπάλων ακόμη και όταν πέρασε από την αποικιοκρατία στον ιμπεριαλισμό. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό και σίγουρα το πιο κωμικοτραγικό παράδειγμα είναι οι δεκάδες αποτυχημένες απόπειρες της CIA να δολοφονήσει τον Φιντέλ Κάστρο. Ανάμεσα στις ιδέες αξιωματούχων των μυστικών υπηρεσιών ήταν να δηλητηριάσουν μια στολή δύτη η οποία θα σκότωνε σε βάθος χρόνου τον Κουβανό ηγέτη, να τοποθετήσουν εκρηκτικά στα πούρα του και χημικά στοιχεία στις κάλτσες του που θα έκαναν το μούσι του να πέσει. Τα συνολικά 638 σχέδια δολοφονίας αναπτύχθηκαν στις θητείες των προέδρων Αϊζενχάουερ, Κένεντι, Τζόνσον, Νίξον, Κάρτερ, Ρίγκαν, Μπους και Κλίντον και ήταν τόσο «επιτυχημένα» ώστε ο Κάστρο πέθανε γελώντας, πλήρης ημερών.
Πάντως ήδη από τα μέσα του 20ού αιώνα τα παγιδευμένα αντικείμενα αφορούσαν όλο και συχνότερα ηλεκτρονικές συσκευές στις οποίες τοποθετούνταν εκρηκτικά. Το Διεθνές Δίκαιο αναγκάστηκε έστω και με καθυστέρηση να καλύψει το κενό το 1996 με την τροποποίηση της Σύμβασης της Γενεύης, η οποία μεταξύ άλλων προβλέπει ότι δεν μπορούν να παγιδεύονται παιχνίδια, τάφοι, τρόφιμα και άλλου είδους «ακίνδυνα φορητά αντικείμενα». Είναι χαρακτηριστικό ότι το εγχειρίδιο πολέμου του αμερικανικού στρατού, για να εξηγήσει πότε η παγίδευση ενός αντικειμένου συνιστά έγκλημα πολέμου, χρησιμοποιεί το παράδειγμα των φασιστικών δυνάμεων του Μουσολίνι, οι οποίες στην υποχώρησή τους άφηναν ασυρμάτους με εκρηκτικά για να τους βρουν και να τους χρησιμοποιήσουν οι στρατιώτες των συμμάχων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες βέβαια συνέχισαν να αναπτύσσουν ανάλογες τεχνικές και μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Όπως εξηγούσε πρόσφατα η ηλεκτρονική έκδοση The Intercept, σε αρχεία του αμερικανικού Πενταγώνου, από το 1965 και το 1966, έχουν βρεθεί λεπτομερή εγχειρίδια για τις καλωδιώσεις που απαιτούνται για να παγιδεύσεις καθημερινά αντικείμενα, από τηλέφωνα και τηλεοράσεις μέχρι κουζινικά και κρεβάτια. «Ακόμη και μια πολύ μικρή ποσότητα εκρηκτικών (σε ένα τηλέφωνο) μπορεί να προκαλέσει πολύ σοβαρό τραυματισμό» ανέφεραν τα εγχειρίδια του αμερικανικού στρατού.
Τις τελευταίες δεκαετίες πάντως καμία άλλη χώρα δεν έχει κάνει τόσο εκτεταμένη χρήση παγιδευμένων αντικειμένων όσο το Ισραήλ. Όπως μας θύμιζε άλλωστε πριν από χρόνια ο μεγάλος διανοητής Μάικ Ντέιβις, στο βιβλίο του Buda’s Wagon: A Brief History of the Car Bomb (εκδ. Verso), οι σιωνιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις ήταν οι πρώτες που εισήγαγαν στη Μέση Ανατολή τα παγιδευμένα με εκρηκτικά αυτοκίνητα.
Ανάμεσα στις διασημότερες επιθέσεις με παγιδευμένα τηλέφωνα συγκαταλέγεται η δολοφονία το 1972 στο Παρίσι του εκπροσώπου της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, Μαχμούντ Χαμσάρι, και του Γιαχία Αγιάς της Χαμάς το 1996 στη Γάζα. Πολύ πιο σκοτεινές όμως ήταν οι καταγγελίες που έφταναν για χρόνια από τον Λίβανο.
Toν Σεπτέμβριο του 2000 το γραφείο του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών στη Βηρυτό κατέθεσε αναφορά στην οποία σημείωνε ότι εκτός από νάρκες κατά προσωπικού σε περιοχές του Νότιου Λιβάνου βρέθηκαν παιδικά παιχνίδια παγιδευμένα με εκρηκτικά, τα οποία «φέρονταν να έριξαν ισραηλινά αεροσκάφη». Το Ισραήλ είχε διαψεύσει οποιαδήποτε εμπλοκή με δηλώσεις αξιωματούχων του στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Παρόμοιες καταγγελίες είχαν συμπεριλάβει σε έκθεσή τους προς την Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού του ΟΗΕ το Ίδρυμα Χαρίρι του Λιβάνου αλλά και το αμερικανικό Ινστιτούτο Λέμκιν.
Το Ισραήλ μπορεί λοιπόν να διέπρεψε στις τρομοκρατικές επιθέσεις με παγιδευμένες συσκευές αλλά απέκτησε την τεχνογνωσία πατώντας στις πλάτες γιγάντων… ή τεράτων. Παρά τη φρίκη που προκαλεί όμως η συγκεκριμένη τρομοκρατική ενέργεια είναι, εν τέλει, ελάχιστα αποτελεσματική. Οι Ιταλοί φασίστες δεν μακροημέρευσαν ενώ τα εκρηκτικά στα πούρα του Φιντέλ Κάστρο αντιμετωπίζονται σαν ανέκδοτο στον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών. Όσο για τις μολυσμένες κουβέρτες της Ροδεσίας, όπως κατέληγε σε μήνυμά του στο Twitter ο Αλεξ Καλίνικος, «ήταν ένα εξίσου τυφλό τρομοκρατικό σχέδιο (με αυτό του Ισραήλ). Τελικά έχασαν τον πόλεμο. Όπως θα τον χάσουν και οι σιωνιστές».