Του Άρη Χατζηστεφάνου για το Sputnik
Στις αρχές Ιουλίου του 2020, σχεδόν έναν χρόνο από την ημέρα που ο διαβόητος προαγωγός ανηλίκων Τζέφρι Έπσταϊν βρέθηκε νεκρός στο κελί του, το αμερικανικό δίκτυο Fox news παρουσίασε μια παλαιότερη φωτογραφία του με τον Ντόναλντ και τη Μελάνια Τραμπ.
Το πρόβλημα ήταν ότι το δίκτυο έκοψε τη φωτογραφία ώστε να μην φαίνεται ο τότε Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο εκπρόσωπος του δικτύου απέδωσε το κόψιμο σε «ανθρώπινο λάθος» και ζήτησε συγγνώμη από τους τηλεθεατές του σταθμού.
Δυστυχώς, το περιστατικό ήταν απλώς μια… παρωνυχίδα μπροστά στη συντονισμένη προσπάθεια των μεγαλύτερων μέσων ενημέρωσης των ΗΠΑ να ξαναγράψουν την Ιστορία, συγκαλύπτοντας τις διασυνδέσεις του Τζέφρι Έπσταϊν με την οικονομική και πολιτική ελίτ της χώρας. Η ύπαρξη του συγκεκριμένου δικτύου διακίνησης ανηλίκων, το οποίο απευθυνόταν στην αφρόκρεμα της αμερικανικής κοινωνίας, αποτελούσε κοινό μυστικό στα δημοσιογραφικά γραφεία της Νέας Υόρκης και της Ουάσινγκτον.
Όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα, ο αστυνομικός διευθυντής του Παλμ Μπιτς στη Φλόριντα, είχε προσεγγίσει πολλές φορές δημοσιογράφους, προσφέροντάς τους «off the record» στοιχεία με τα οποία θα μπορούσαν να αποκαλύψουν το δαιδαλώδες δίκτυο που είχε στήσει ο Έπσταϊν. Καμία απ’ αυτές τις πληροφορίες όμως δεν έφτασε στα τηλεοπτικά στούντιο και τα τυπογραφεία των μεγάλων εφημερίδων. Στο ίδιο καλάθι των αχρήστων, όμως, κατέληγαν και οι επώνυμες καταγγελίες των θυμάτων του Έπσταϊν, που με κίνδυνο της ζωής τους τολμούσαν να αποκαλύψουν όσα φρικτά συνέβαιναν στις επαύλεις του Αμερικανού μεγιστάνα.
Ανάμεσα στα δεκάδες περιστατικά ξεχώρισε η απόφαση του δικτύου ABC να μην μεταδώσει ποτέ μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει η Βιρτζίνια Ρόμπερτς Τζιουφρέ. Πρόκειται για κομβικό μάρτυρα που έχει καταγγείλει ότι ο Επστάιν την εξώθησε να κάνει έρωτα, μεταξύ άλλων, με τον πρίγκηπα Άντριου της Βρετανικής βασιλικής οικογένειας αλλά και τον Άλαν Ντέρσοβιτς, από τα προεξέχοντα μέλη του ισραηλινού λόμπι στην Ουάσιγκτον. Μιλώντας, κατά λάθος, μπροστά σε ένα ανοιχτό μικρόφωνο η δημοσιογράφος του ABC, Εϊμι Ρόμπαχ, υποστήριξε ότι το κανάλι δεν μετέδωσε τις καταγγελίες λόγω των ασφυκτικών πιέσεων που δέχθηκε από το παλάτι του Μπάκιγχαμ – καταγγελία την οποία διαψεύδει ο πρίγκηπας Αντριου.
Πολύ πιο σκοτεινή ήταν η υπόθεση του περιοδικού Vanity Fair το οποίο είχε εξασφαλίσει αποκαλυπτική συνέντευξη δυο κοριτσιών που είχαν εκπορνευθεί από τον Επστάιν όταν ήταν ακόμη ανήλικα. Ο ίδιος ο Επστάιν επισκέφθηκε τον αρχισυντάκτη του περιοδικού για να αποτρέψει τη δημοσίευση της συνέντευξης ενώ δημοσιογράφοι, που ασχολούταν με το θέμα, βρήκαν έξω από τα σπίτια τους μια σφαίρα με το όνομά τους αλλά και το κομμένο κεφάλι μιας γάτας. Αν και η αστυνομία δεν εντόπισε ποτέ τους δράστες, αρκετοί δημοσιογράφοι του NPR θεωρούσαν δεδομένο πως πίσω από τις απειλές βρισκόταν ο Επστάιν. Παρόλα αυτά το Vanity Fair αντί να δημοσιεύσει τις καταγγελίες προτίμησε να γράψει ένα διθυραμβικό κείμενο για τον παιδεραστή, στο οποίο έκανε λόγο για τα «σεξουαλικά του μικρο-πταίσματα».
Το τρίτο περιστατικό που ήρθε στο φως της δημοσιότητας αφορούσε τον δημοσιογράφο των New York Times, Λάντον Τόμας Τζούνιορ, o οποίος όπως παραδέχθηκε είχε γίνει «στενός φίλος» του Επστάιν ενώ τον χρησιμοποιούσε ως βασική πηγή στα θέματά του. Ήταν μάλιστα τόσο «φίλοι» ώστε είχε την άνεση να του ζητήσει να προσφέρει 30.000 ευρώ σε ένα κοινωφελές ίδρυμα στο Χάρλεμ.
Οι πλούσιες χορηγίες εκατομμυρίων δολαρίων ήταν ένα από τα βασικά εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο Επστάιν για να κρατά κλειστά τα στόματα όσων γνώριζαν τις πραγματικές τους δραστηριότητες.
Τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, που γνώριζαν αλλά απέκρυπταν πληροφορίες για τις τραγικές συνθήκες εκπόρνευσης ανήλικων κοριτσιών, δεν συγκάλυπταν απλώς έναν εγκληματία. Συγκάλυπταν ένα ολόκληρο δίκτυο πολιτικών και επιχειρηματιών, το οποίο χρησιμοποιούσε είτε τις σεξουαλικές υπηρεσίες του Επστέιν είτε τις γνωριμίες και τις επαφές του με προσωπικότητες σε όλο τον κόσμο. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν μεταξύ άλλων οι πρώην πρόεδροι Ντόναλντ Τραμπ και Μπιλ Κλίντον αλλά και ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, Έλον Μάσκ, ο οποίος χρησιμοποιούσε τον Επστάιν σαν σύμβουλο για τις επιχειρήσεις του.
Η σιωπή των ΜΜΕ δεν καθυστέρησε απλώς την αποκάλυψη του σκανδάλου – γεγονός που για χρόνια άφησε εκτεθειμένα δεκάδες ανήλικα παιδιά – αλλά αποτέλεσε ένα «δεύτερο βιασμό» για τις γυναίκες που έβρισκαν το θάρρος να μιλήσουν επώνυμα και δεν έβλεπαν ποτέ τις καταγγελίες τους να δημοσιεύονται. Και αυτό ήταν ίσως το μεγαλύτερο έγκλημα καθώς απέτρεπε άλλες γυναίκες να αποκαλύψουν τις συνθήκες σεξουαλικής σκλαβιάς στις οποίες είχαν παγιδευτεί.
Αρχισυντάκτες που κόβουν τις φωτογραφίες επωνύμων, οι οποίοι συναγελάζονταν με έναν παιδεραστή. Δημοσιογράφοι που αποκαλούν «μικρο-πταίσμα» την ύπαρξη ενός δικτύου μαστροπείας ανηλίκων. Τηλεοπτικά δίκτυα που φέρονται να υποκύπτουν σε πιέσεις για να αποκρύψουν τα εγκλήματα ενός ανθρώπου που «ψάρευε» ανήλικα κοριτσάκια από φτωχογειτονιές και τα μετέτρεπε σε σεξουαλικούς σκλάβους για πολιτικούς και επιχειρηματίες.
Ευτυχώς όλα αυτά συμβαίνουν μόνο στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού.