Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 20/11/2021
Πριν από έναν αιώνα ο κινητήρας εσωτερικής καύσης των Ι.Χ. αυτοκινήτων θεωρούνταν η απόλυτη λύση στα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι μητροπόλεις των δυτικών χωρών ● Σήμερα πέφτουμε στην ίδια παγίδα με τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Aπό τα μέσα του 19ου αιώνα η καρδιά της βικτωριανής Αγγλίας χτυπούσε στην οδό Στραντ, στο κέντρο του Λονδίνου. Ανάμεσα στα καφέ και τα θέατρα ζούσαν ή περνούσαν τον χρόνο τους συγγραφείς όπως ο Ντίκενς και η Βιρτζίνια Γουλφ αλλά και φιλόσοφοι και οικονομολόγοι όπως ο Τζον Στιούαρτ Μιλ. Αυτό βέβαια που σχεδόν κανένας δεν ανέφερε στα κείμενά του είναι ότι η Στραντ, όπως και αρκετοί ακόμη κεντρικοί δρόμοι του Λονδίνου, αποτελούσε ίσως το πιο βρομερό σημείο του πλανήτη.
Όπως μας θύμιζε πρόσφατα ο δημοσιογράφος Τομ Στάνταζ στις σελίδες του Guardian, κάθε ένα από τα περίπου 300.000 άλογα που χρησιμοποιούνταν για τις μεταφορές ανθρώπων και προϊόντων στο Λονδίνο παρήγε καθημερινά περίπου 10 κιλά κοπριά και ένα λίτρο ούρα, τα οποία σχημάτιζαν μικρούς λόφους στα πεζοδρόμια. Ένας αυτόπτης μάρτυρας, στη δεκαετία του 1890, παρομοίαζε την κοπριά στη Στραντ με μια «παχύρευστη σούπα» την οποία οι διερχόμενες άμαξες εκσφενδόνιζαν με δύναμη στα φορέματα των κυριών αλλά και στις βιτρίνες των καταστημάτων.
Το ίδιο πρόβλημα παρατηρούνταν και στους δρόμους της Νέας Υόρκης, όπου περίπου 20.000 άτομα πέθαιναν ετησίως από ασθένειες που σχετίζονταν με τη συσσωρευμένη κοπριά αλλά και με τα δεκάδες νεκρά άλογα, που οι ιδιοκτήτες τους άφηναν να σαπίζουν σε κεντρικούς δρόμους. Τα δε ζωντανά άλογα, που χρησιμοποιούνταν στην αμερικανική επικράτεια, δέσμευαν για την τροφή τους το ένα τρίτο των καλλιεργήσιμων εκτάσεων των ΗΠΑ.
Με την είσοδο του 20ού αιώνα, στα μάτια των κατοίκων του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης υπήρχε μόνο μια «καθαρή» και «φιλική προς το περιβάλλον» λύση: ο κινητήρας εσωτερικής καύσης των Ι.Χ. οχημάτων. Αυτά δηλαδή που ύστερα από έναν αιώνα προσπαθούμε να ξεφορτωθούμε αντικαθιστώντας τα με ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Δυστυχώς το εξαιρετικό κείμενο του Τομ Στάνταζ έρχεται να μας θυμίσει ότι η βεβαιότητα των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών πως το ηλεκτρικό αυτοκίνητο αποτελεί τη λύση όλων των προβλημάτων, είναι εξίσου καταδικασμένη με τις ελπίδες των Λονδρέζων στις αρχές του 20ού αιώνα.
Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, παρά τις αισθητά χαμηλότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, δεν θα λύσουν το πρόβλημα της κυκλοφοριακής συμφόρησης ενώ οι μπαταρίες που χρησιμοποιούν θα αποτελούν την «κοπριά» του μέλλοντός μας καθώς δεν έχει βρεθεί τρόπος για την ασφαλή καταστροφή ή ανακύκλωσή τους. Το λίθιο και κυρίως το κοβάλτιο που απαιτούνται για την κατασκευή τους θα συνεχίσουν να εξάγονται από παιδιά σκλάβους, εν μέσω εμφύλιων συρράξεων, σε χώρες όπως το Κονγκό, ενώ τα κράτη που ελέγχουν τις σπάνιες γαίες θα βρεθούν στο επίκεντρο νεοαποικιακών συρράξεων (ή και παγκοσμίου πολέμου στην περίπτωση γεωπολιτικών γιγάντων όπως η Κίνα).
Στη θέση του αντισημίτη και φιλοναζιστή Χένρι Φορντ, που προσέφερε στην ανθρωπότητα το θρυλικό μοντέλο Τ, θα ζήσουμε με τα μοντέλα της Tesla, του ακραίου νεοφιλελεύθερου Ίλον Μασκ, ο οποίος έμαθε τι σημαίνει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο στο καθεστώς απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής όπου γεννήθηκε. Παρατηρώντας, μάλιστα, τις τάσεις στον χώρο του ηλεκτρικού αυτοκινήτου (όπου η πολυτέλεια έχει προτεραιότητα σε σχέση με την παραγωγή φτηνών οχημάτων για το μέσο νοικοκυριό) αξίζει να αναρωτηθούμε εάν η νέα τεχνολογία έρχεται να καθαρίσει το περιβάλλον ή απλώς να ξεπλύνει τις συνειδήσεις των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων των αναπτυγμένων χωρών. Αν κρίνουμε μάλιστα από τα σχέδια εξηλεκτρισμού της αυτοκίνησης σε χώρες όπως η Γερμανία (με το Πρόγραμμα Κλιματικής Δράσης 2030) είναι προφανές ότι ο δημόσιος τομέας, δηλαδή οι φορολογούμενοι, θα επωμιστούν σχεδόν το σύνολο του κόστους της μετάβασης.
Με πρόσχημα τη διατήρηση των θέσεων εργασίας οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν ήδη μεταφέρει στο κράτος το κόστος έρευνας και ανάπτυξης, ενώ απαιτούν επιδοτήσεις τόσο προς τις εταιρείες που θα κατασκευάζουν τα αυτοκίνητα όσο και προς τους καταναλωτές που θα τα αγοράζουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πολλές χώρες οι πωλήσεις των Tesla και άλλων ηλεκτρικών αυτοκινήτων κατέρρευσαν μόλις οι κυβερνήσεις διέκοψαν τις επιδοτήσεις για την αγορά οχημάτων νέας τεχνολογίας. Οι επιχειρηματίες δηλαδή, που συλλέγουν αδιάλειπτα κέρδη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τώρα στέλνουν τον λογαριασμό στους φορολογούμενους για να ξεφορτωθούν τα βρομερά Ι.Χ. επάνω στα οποία έστησαν το μικροαστικό, μεταπολεμικό όνειρο.
Προφανώς η λύση δεν είναι ούτε η διατήρηση μιας παλαιάς τεχνολογίας που δολοφονεί καθημερινά το περιβάλλον αλλά ούτε και τα τεχνολογικά «μπαλώματα» που απλώς μεταφέρουν τον περιβαλλοντικό εφιάλτη στις επόμενες γενιές. Ένα νέο μοντέλο θα πρέπει να αλλάξει όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο μετακινούμαστε αλλά και τους λόγους για τους οποίους μετακινούμαστε (π.χ. με αύξηση της τηλεργασίας). Αεροπλάνα που εκτελούν πτήσεις μικρών αποστάσεων θα πρέπει να αντικατασταθούν με τρένα, τα αυτοκίνητα με μηχανάκια, πατίνια και ποδήλατα κ.ο.κ. Για όσο διάστημα όμως η μετακίνηση θα θεωρείται ατομικό προνόμιο και όχι κοινωνικό δικαίωμα το μόνο που θα πετυχαίνουμε θα είναι να δίνουμε νέα μορφή στο πρόβλημα.
Αυτές βέβαια είναι δύσκολες σκέψεις να τις κάνεις αν ζεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που φέτος γιορτάζει το «Ευρωπαϊκό Έτος Σιδηροδρόμων», αλλά και σε μια χώρα που ξεπούλησε τους σιδηροδρόμους της στο όνομα μιας «αριστερής» διαχείρισης των μνημονίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Info: Διαβάστε
The lost history of the electric car
Ο Τομ Στάνταζ διηγείται την άγνωστη ιστορία του ηλεκτρικού αυτοκινήτου στη σειρά Long Read της εφημερίδας Guardian