Αν είστε κάτω από 45 δεν θα το θυμάστε και ίσως δύσκολα θα μπορείτε να το καταλάβετε, αλλά υπήρξε μια περίοδος, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90, κατά την οποία ο Γιώργος Τράγκας, που αποδήμησε σήμερα, ήταν ίσως ο πιο επιδραστικός άνθρωπος στη χώρα.
Είχε μια ραδιοφωνική εκπομπή, που έπαιζε στον ΣΚΑΪ από τις 06:00 μέχρι τις 09:00 το πρωί και την οποία την άκουγε όλη η Ελλάδα. Όλη όμως, ήθελε δεν ήθελε. Έπαιζε στα σπίτια, στα αυτοκίνητα, στα ταξί, στα μαγαζιά, στα κουρεία, παντού. Θυμάμαι τον εαυτό μου να περπατά από το σπίτι του πατέρα μου προς το σχολείο και τη φωνή του Τράγκα να βγαίνει από διαφορετικά ραδιόφωνα σε όλη τη διαδρομή.
Σε αυτή την εκπομπή, ο μακαρίτης, φώναζε και έβριζε ασταμάτητα. Συνήθως ο στόχος του ήταν ο πατέρας Μητσοτάκης, με τον οποίον ήταν στα μαχαίρια ο πατέρας Αλαφουζος -άλλες εποχές-, αλλά όχι περιοριστικά. Έβριζε όποιον έβρισκε μπροστά του: την κυβέρνηση, την αντιπολίτευση, αυτούς που έκλειναν τον δρόμο, άσχετα δημόσια πρόσωπα, όλοι περνούσαν από τη μέγγενη της θεατρικής του αγανάκτησης. Στο τρίωρο πρωινό κρεσέντο, με το οποίο απολάμβανε να ξυπνά η Ελλάδα, περιλαμβανόταν η επίμονη επανάληψη των λέξεων «βρωμιάρης», «λαδιάρης», «απατεώνας», «αρχικλέφταρος», με φόντο μια επική μουσική, ενώ στο σόου συμμετείχαν και τα μηνύματα των ακροατών, τα οποία τα διάβαζε με τον ίδιο στόμφο και την ίδια δίκαιη οργή, ακόμα και όταν στρέφονταν εναντίον του. Διάβαζε ας πούμε, «και μια καλημέρα στον κύριο Τάκη από Καματερό που μου γράφει: ”είσαι σκουλήκι Τράγκα, είσαι ένα τιποτένιο σκουλήκι!” Καλή σου μέρα φίλε μου και να λες πάντα ελεύθερα την άποψή σου». Ιδιαίτερες εκπομπές έκανε όταν έβρεχε, και η βροχή γινόταν ο στόχος της αγανάκτησής του, συνήθως διαμαρτυρόμενος με τη φράση «γίναμε Ουαγκαμπούμπου στην Αφρική φίλες και φίλοι», εννοώντας τα φρεάτια.
Νομίζω ότι ποτέ δεν αναλύθηκε ανθρωπολογικά όσο θα της άξιζε η τεράστια επιτυχία εκείνης της εκπομπής. Τι έκανε έναν ολόκληρο λαό να απολαμβάνει να ξυπνάει κάθε πρωί με βρισιές και οργισμένες φωνές; Ποια μεγάλη τραγωδία έκανε τόσους ανθρώπους να θέλουν να πίνουν τον καφέ τους, να ξυρίζονται, να πηγαίνουν τα παιδιά τους στο σχολείο τους ή τον εαυτό τους στη δουλειά τους, ακούγοντας στη διαπασών έναν τύπο που ούρλιαζε για τους «βρωμιάρηδες» και τους «λαδιάρηδες», την ίδια ώρα που οι ίδιοι μπορεί να πατούσαν την κόρνα του αυτοκινήτου τους με όλη τους την γεμάτη παλάμη μόλις άλλαζε το φανάρι βρίζοντας τον μπροστινό οδηγό που τους απαντούσε κι αυτός στα ίσα, ακούγοντας Τράγκα επίσης;
Ίσως στην πραγματικότητα δεν φύγαμε ποτέ από αυτόν τον αστερισμό. Παραμείναμε πρωτίστως μια χώρα όπου όλοι έχουν τα νεύρα τους με όλους τους άλλους και βρίζουν αγανακτισμένοι από τη στιγμή που ανοίγουν τα μάτια τους, σαν ταινία του Οικονομίδη.
Η σχολή του Τράγκα δεν ξεπεράστηκε ποτέ στ’ αλήθεια. Στους ραδιοφωνικούς σταθμούς θεωρείται κάτι σαν υποχρέωση από τότε ότι η πρωινή ζώνη θα ανήκει σε κάποιον που θα έχει την ικανότητα να φωνάζει την ιερή του οργή με την τσίμπλα στο μάτι. Λιγότεροι άνθρωποι ακούν ραδιόφωνο, αλλά αυτή η ατομικιστική οργή έχει διαχυθεί σε όλες τις λειτουργίες της ελληνικής κοινωνίας, σε κάθε πτυχή του δημόσιου λόγου. Άλλοτε είναι απλά ένας ενοχλητικός θόρυβος που αποκλείει το επιχείρημα και τη σύνθεση, άλλοτε μετατρέπεται σε οργανωμένη πολιτική έκφραση του φασισμού (ίσως όχι τυχαία, η εκπομπή του Τράγκα ήταν από τις πρώτες που φιλοξένησε χρυσαυγίτες στο στούντιο).
Σήμερα η πιο προφανής μορφή της είναι οι άνθρωποι που ξεκινούν από το να χοροπηδάνε πάνω στις μάσκες, να μπαίνουν χωρίς μάσκες στο μετρό και να τραμπουκίζουν όποιον τους κάνει παρατήρηση, και καταλήγουν να ντύνονται ρέιντζερς και να απαγάγουν καθηγητές, να φωτογραφίζονται με όπλα και να καίνε παιδικά βιβλία σε μεσοπολεμικές ναζιστικές τελετές.
Ο μακαρίτης δεν έλειψε ούτε από αυτό το κάλεσμα θυμού, μπήκε πάλι μπροστά. Με μία εναλλακτική έννοια πέθανε με τις ιδέες του. Όντας τους τελευταίους μήνες γείτονας με διαφορά ενός ορόφου με την οργάνωση που είχε φτιάξει, αισθανόμουν πως είναι θέμα χρόνου να ασθενήσουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ελαφριά ή βαριά, και απλά προσπαθούσα να αποφύγω το συναπάντημα στο ασανσέρ ή τη σκάλα, φορώντας δεύτερη μάσκα.
Οι άνθρωποι είναι θνητοί και ο θάνατος είναι η τραγική μας μοίρα. Οι ιδέες δυστυχώς, αυτές που θα έπρεπε συχνότερα να πεθαίνουν για να γεννιούνται άλλες, δεν υπόκεινται ακριβώς στον ίδιο φυσικό νόμο. Η ιδέα της ατομικιστικής αγανάκτησης, της εχθρότητας απέναντι στη συλλογική διάσταση της ζωής, η καταφυγή στην επιθετική οργή απέναντι σε κάθε τι άλλο, παραμένει, φοβάμαι, η κεντρική ιδέα του έθνους μας -και διαπερνά με έναν τρόπο όλα τα στρώματα και τις αντιλήψεις.
Ο μακαρίτης υπήρξε ένας από τους εισηγητές της, και από τους πιο δημοφιλείς ανάμεσά τους, ένας ας πούμε σύγχρονος Μακρυγιάννης του νεοελληνικού θυμού.
Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να φοράμε τη μάσκα μας και να γίνουμε πιο δημιουργικοί με τις ιδέες μας. Αυτό ήθελα να πω.