του Ανδρέα Κοσιάρη
Με την εισβολή του στην Ουκρανία να μην προχωρά όσο γρήγορα και άνετα θα το επιθυμούσε ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο ρωσικός στρατός έχει «καταφύγει» στη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου — βομβαρδισμοί κατοικημένων περιοχών και νοσοκομείων, επιθέσεις σε αμάχους κ.ο.κ. Όμως, εκτός από το γεγονός ότι οι τακτικές αυτές δεν είναι μοναδικό «προνόμιο» του ρωσικού στρατού, δεν είναι και καινούριες για τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Τις εφάρμοσε πριν ακόμα λάβει την εξουσία ως «δώρο» από τους Ρώσους ολιγάρχες και τους Δυτικούς συμμάχους τους.
Θα πρέπει να ταξιδέψουμε λίγο πίσω στον χρόνο, στη δεκαετία του 1990. Ήταν τότε που η ρωσική οικονομία κατέρρεε, με σημαντικότερο γεγονός τη στάση πληρωμών χρέους του 1998. Η πτώση της ΕΣΣΔ λίγα χρόνια νωρίτερα, είχε προκαλέσει ένα άνευ ιστορικού προηγουμένου πλιάτσικο, με μια χούφτα ολιγαρχών να αποκτά άνω του 60% της κρατικής περιουσίας της Ρωσίας έναντι πινακίου φακής, σε ένα σχέδιο που ονομάστηκε «θεραπεία σοκ» και αποτέλεσε έμπνευση του μετέπειτα υπουργού Οικονομικών του Μπιλ Κλίντον, Λάρι Σάμερς.
Οι ολιγάρχες αυτοί, με προεξέχοντα τον Μπόρις Μπερεζόφσκι, έβλεπαν στα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας αυτής πανικόβλητοι τον κίνδυνο για ένα «πισωγύρισμα». Ο εκλεκτός τους, διαβόητος μεθύστακας Μπόρις Γιέλτσιν, είχε ισχνές ελπίδες επανεκλογής το 1996. Το βιωτικό επίπεδο των Ρώσων είχε πέσει κατακόρυφα — το προσδόκιμο ζωής, που ειδικά για τους άνδρες ήταν συγκρίσιμο με το αντίστοιχο αμερικανικό στα τελευταία χρόνια της ΕΣΣΔ, είχε καταρρεύσει κάτω από τα 58 έτη το 1994. Η πιθανή εκλογή ενός μη «εκλεκτού» πολιτικού, ίσως να δημιουργούσε προβλήματα. Ποιος θα εγγυόταν στους ολιγάρχες τη διατήρηση της ληστρικά αποκτημένης τους περιουσίας;
Όπως αναλύει σε πρόσφατο άρθρο του ο ερευνητής δημοσιογράφος Γρεγκ Πάλαστ, για να επανεκλεγεί ο Γιέλτσιν θα χρειαζόταν ένας γιγαντιαίος συντονισμός δυνάμεων, με τους ολιγάρχες υπό τον Μπερεζόφσκι να δημιουργούν τον Ιανουάριο του 1996 στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ το «Σύμφωνο του Νταβός». Το σχέδιο, για την εφαρμογή του οποίου στρατολογήθηκε μεγάλος αριθμός Αμερικανών συμβούλων με τη σύμφωνη γνώμη του Μπιλ Κλίντον, προέβλεπε αφενός τη μαζική κλοπή ψήφων και αφετέρου τη μαζική εξαγορά των ρωσικών ΜΜΕ από την ομάδα του «Συμφώνου».
Ο Γιέλτσιν κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές του 1996, με αντίπαλο τον Γενάντι Ζιουγκάνοφ του επανιδρυμένου Κομμουνιστικού Κόμματος. Όμως η κινητοποίηση που χρειάστηκε για να επιτευχθεί αυτή η νίκη δεν μπορούσε να καθησυχάσει τους ολιγάρχες. Στο βιβλίο του «Εύθραυστη Αυτοκρατορία», ο συντηρητικός Βρετανός δημοσιογράφος Μπεν Τζούντα επικαλείται μια αποστροφή του λόγου του Ντμίτρι Μεντβέντεφ, όταν ως πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας μιλούσε σε ομάδα επιχειρηματιών το 2012: «Κανείς δεν έχει αμφιβολίες για το ποιος κέρδισε τις εκλογές του 1996. Δεν ήταν ο Μπόρις Νικολάγεβιτς Γιέλτσιν».
Έτσι, με τον κίνδυνο για τους ολιγάρχες να αποσοβείται μονάχα προσωρινά, απαιτούνταν η επιλογή ενός νέου ανθρώπου για το πλάι του Γιέλτσιν, που θα έπαιρνε τη θέση του όταν η επίδραση του αλκοόλ γινόταν πολύ εμφανής και η δημοφιλία του ξανάπεφτε στα τάρταρα. Αντί για τον «μεταρρυθμιστή» Μπόρις Νεμτσόφ χρειαζόταν, σκέφτηκαν οι ολιγάρχες, ένας «Ρώσος Πινοσέτ».
Ένας ρωμαλέος άνδρας, ιδανικά με στρατιωτικό παρελθόν, που θα μπορούσε να εφαρμόσει τα σημαντικά στοιχεία ενός καθεστώτος όπως αυτό του Χιλιανού δικτάτορα: ένα αυταρχικό, αστυνομικό κράτος και μία υπερκαπιταλιστική οικονομία. Σε ένα στιγμιότυπο ιδιαίτερης σημασίας, στη ρωσική τηλεόραση προβλήθηκε το 1997 συνέντευξη του Ρώσου «Λάρι Κινγκ», Μιχαήλ Λεόντιεβ, με τον τότε διωκόμενο για φόνους γηραιό Πινοσέτ.
Το πρόσωπο του «Ρώσου Πινοσέτ» βρέθηκε στον, εν πολλοίς άγνωστο τότε, πρώην στέλεχος της Δημαρχίας της Αγ. Πετρούπολης, Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο Γιέλτσιν τον τοποθέτησε και τον προβίβασε εν τάχει σε διάφορα πόστα: τον Μάρτιο του 1997 διορίστηκε ως ένας εκ των επτά αναπληρωτών επικεφαλής του Εκτελεστικού Γραφείου του Πρόεδρου, ενώ τον Μάιο του 1998 προβιβάστηκε σε πρώτος αναπληρωτής του ίδιου Γραφείου και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς έγινε επικεφαλής της FSB, της διαδόχου υπηρεσίας της KGB, όπου είχε ξεκινήσει την καριέρα του. Τον Μάρτιο του 1999 έγινε Γραμματέας του ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας, ενώ στις 9 Αυγούστου διορίστηκε ως ένας εκ των τριών αναπληρωτών Πρωθυπουργών και την ίδια μέρα προβιβάστηκε εκ νέου σε υπηρεσιακός Πρωθυπουργός. Επίσης την ίδια ημέρα έλαβε το χρίσμα της διαδοχής από τον Γιέλτσιν, ο οποίος την τελευταία ημέρα του έτους θα παραιτούνταν, κάνοντας τον Πούτιν υπηρεσιακό Πρόεδρο.
Στο ενδιάμεσο μεταξύ υπηρεσιακής Πρωθυπουργίας και υπηρεσιακής Προεδρίας, όμως, ο Πούτιν έπρεπε να χτίσει το προφίλ του «σκληρού άνδρα» και να γίνει γνωστός στο εκλογικό κοινό που τον αγνοούσε.
Τον ρόλο της «διαφήμισης» έπαιξε ο Δεύτερος Πόλεμος της Τσετσενίας. Τον Σεπτέμβριο του 1999, μια σειρά από πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις σε πολυκατοικίες του Μπουινάκσκ, της Μόσχας και του Βολγκοντόνσκ αποδόθηκαν σε ισλαμιστές Τσετσένους αυτονομιστές. Μια ακόμη επίθεση, στην πόλη Ριαζάν, αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή, με τη σύλληψη από την τοπική αστυνομία τριών πρακτόρων της FSB, της οποίας ο Πούτιν ήταν μέχρι πριν μερικούς μήνες επικεφαλής.
Η επίσημη δικαιολόγηση αυτού του τελευταίου περιστατικού ήταν ότι επρόκειτο για «άσκηση ετοιμότητας» της ρωσικής μυστικής υπηρεσίας και οι τρεις πράκτορες αφέθηκαν ελεύθεροι. Όμως το συμβάν, σε συνδυασμό με την άρνηση των ρωσικών αρχών για ανεξάρτητη έρευνα των επιθέσεων, ενέτεινε τις υποψίες ότι πίσω από τις επιθέσεις δεν βρίσκονταν οι ισλαμιστές Τσετσένοι, αλλά η FSB και ο Πούτιν. Έκτοτε τίποτα δεν έχει αποδειχτεί, με την κρατική έρευνα να καταδικάζει έναν μεγάλο αριθμό Τσετσένων μαχητών, ερήμην ή σε μυστικές δίκες — πολλοί από τους καταδικασθέντες είχαν ήδη σκοτωθεί όταν βγήκαν οι αποφάσεις το 2004.
Σημαντικά όμως, οι επιθέσεις επέτρεψαν στον Πούτιν να δείξει στους Ρώσους την «Πινοσετική» του πυγμή. Στον Πρώτο Πόλεμο της Τσετσενίας, τα ρωσικά στρατεύματα τα είχαν «βρει σκούρα» με τους λιγότερους σε αριθμό και σε οπλισμό Τσετσένους, με τελικό αποτέλεσμα την εκεχειρία και τη μετέπειτα ειρηνευτική συμφωνία τον Αύγουστο του 1996, που όμως δεν έλυσε τίποτα. Ο Πούτιν δεν θα επαναλάμβανε τα ίδια λάθη.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1999, μία μόλις ημέρα έπειτα από τη βομβιστική επίθεση στο Βολγκοντόσκ, ο υπηρεσιακός Πρωθυπουργός θα διέτασσε τον βομβαρδισμό της πόλης Γκρόζνι. Τους επόμενους μήνες, μέχρι την τελική του κατάληψη από τα ρωσικά στρατεύματα τον Φεβρουάριο του 2000, το Γκρόζνι κυριολεκτικά ισοπεδώθηκε. Μεταξύ άλλων, βόμβες και πύραυλοι έπεσαν σε νοσοκομεία, αγορές και πολυκατοικίες. Το 2003, τα Ηνωμένα Έθνη ανακήρυξαν το Γκρόζνι την πιο κατεστραμμένη πόλη στον πλανήτη.
Ο ακριβής αριθμός των αμάχων θυμάτων δεν μπόρεσε ποτέ να εξακριβωθεί. Εκτιμήσεις μιλούν για μεταξύ 25.000 και 40.000 νεκρών αμάχων στον Δεύτερο Πόλεμο της Τσετσενίας. Στατιστικά, το Γκρόζνι το 1989 άγγιζε τους 400.000 κατοίκους. Έπειτα από σχεδόν μία δεκαετία πολέμου και δύο μετέπειτα δεκαετίες ανακατασκευής, σήμερα οι κάτοικοι της πόλης δεν ξεπερνούν τις 300.000.
Για τον Πούτιν, ο πόλεμος αυτός δημιούργησε τη φήμη του ως «σκληρού» και έκανε το όνομά του γνωστό στους πολίτες της Ρωσίας. Έχοντας στο πλάι του τον πλήρη έλεγχο των ΜΜΕ από τους ολιγάρχες, τίποτα δεν μπόρεσε να τον κουνήσει από την Προεδρία, την κατοχή της οποίας επιβεβαίωσε στις εκλογές της 26ης Μαρτίου του 2000, έναν μήνα και κάτι από την κατάληψη του Γκρόζνι.
Έκτοτε, με ένα μικρό διάλειμμα όπου αντάλλαξε θέσεις με τον Πρωθυπουργό Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ο Πούτιν κυβερνά ως το «Πινοσετικό όνειρο» των ολιγαρχών που τον επέλεξαν — έστω κι αν κάποιοι εξ αυτών, όπως ο μακαρίτης πλέον Μπερεζόφσκι, τον απαρνήθηκαν στη συνέχεια. Και παρά τις επί μέρους διαφωνίες της Δύσης, με τη στήριξή της, μέχρι εσχάτως. Τη βοήθεια στην πρώτη εκλογή του Πούτιν έχει παραδεχτεί μεταξύ άλλων και ο επικεφαλής της βρετανικής MI6 εκείνη την περίοδο Σερ Ρίτσαρντ Ντίαρλοβ, λέγοντας ότι η Υπηρεσία «μετανιώνει για τη στήριξή της στον Πούτιν».
Τη μέθοδο πολέμου δια του ανηλεούς βομβαρδισμού, θα επαναλάμβανε ο Πούτιν και στη Γεωργία το 2008, στη Συρία και εσχάτως στην Ουκρανία. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η «ιδέα» δεν ήταν δική του: κάθε φορά προηγούνταν αντίστοιχα εγκλήματα πολέμου από δυνάμεις του ΝΑΤΟ — στη Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, τη Συρία, τη Λιβύη κ.α.
Οι εγκληματίες πολέμου της Δύσης πλέον βλέπουν στον καθρέπτη τους τον εγκληματία πολέμου της «Ανατολής» — τον «Ρώσο Πινοσέτ», που με τόση προθυμία στήριξαν μαζί με τους Ρώσους ολιγάρχες που δημιούργησε η «Σχολή του Σικάγου». Τον «σκληρό» ηγέτη, ο οποίος μια ζωή τους εγκληματίες πολέμου της Δύσης έβλεπε στον δικό του καθρέπτη.