Του Άρη Χατζηστεφάνου για το Sputnik
Για οποιαδήποτε εταιρεία, οι καταγγελίες χρηματισμού κυβερνητικών αξιωματούχων θεωρούνται μια κηλίδα που δύσκολα μπορεί να ξεπλυθεί από το ιστορικό τους.
Στην περίπτωση της γαλλικής πολεμικής βιομηχανίας Dassault, όμως, οι κηλίδες είναι πλέον τόσο πολλές που θυμίζουν σταθερό μοτίβο σε κάθε συμφωνία.
Ο τελευταίος κρίκος στη μακρά αλυσίδα των καταγγελιών αφορά την πώληση 36 μαχητικών αεροσκαφών τύπου Rafale στην Ινδία.
Όπως αποκάλυψε η γαλλική ενημερωτική ιστοσελίδα Mediapart, η εταιρεία δέχθηκε να προσφέρει ένα εκατομμύριο ευρώ σε Ινδό επιχειρηματία που μεσολάβησε για την προμήθεια των Rafale.
Ο ίδιος θα δικαιολογούσε τη συναλλαγή κατασκευάζοντας… 50 πλαστικά ομοιώματα των Rafale, τα οποία θα δίνονταν σαν δώρα σε πελάτες! Κάθε μινιατούρα, δηλαδή, θα στοίχιζε περίπου 20.000 ευρώ. Και είναι αμφίβολο αν κατασκευάστηκε έστω και μία.
Η αγορά των Rafale από την κυβέρνηση του Ινδού πρωθυπουργού, Ναρέντρα Μόντρι, είχε προκαλέσει σάλο στην Ινδία από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκε το 2015, καθώς παρακάμφθηκαν όλες οι διαδικασίες ελέγχου των συμβολαίων που ακολουθούνταν σε ανάλογες περιπτώσεις. Η υπόθεση όμως απέκτησε γρήγορα και την οσμή ροζ σκανδάλου. Το 2016, δύο ημέρες πριν ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας, Φρανσουά Ολάντ, μεταβεί στην Ινδία για να υπογράψει το σχετικό Μνημόνιο Κατανόησης, η ερωτική του σύντροφος, Ζουλί Γκαγιέτ, έλαβε ένα πολύ όμορφο επαγγελματικό δώρο: Ο ινδικός όμιλος Reliance, που λειτούργησε σαν μεσάζοντας για την αγορά των Rafale, αποφάσισε να χρηματοδοτήσει μια ταινία της Γκαγιέτ με 1.4 εκατομμύρια ευρώ.
Αν και καμία από αυτές τις «συμπτώσεις» δεν προκάλεσε παρέμβαση της δικαιοσύνης στις δυο χώρες, οι υποθέσεις φαίνεται να επιβεβαιώνουν ότι κάθε αγοραπωλησία της Dassault προκαλεί πολιτικό σεισμό.
Ντασό: Οικογένεια με ιστορία ενός αιώνα
Λέγεται ότι η ιστορία των Ντασό, συνδέθηκε άρρηκτα με την γαλλική βιομηχανία αεροναυπηγικής από την ημέρα που ο πατριάρχης της οικογένειας, Μαρσέλ Ντασό, είδε ένα από τα πρώτα αεροπλάνα των αδερφών ράιτ να πετά χαμηλά πάνω από το Παρίσι και να περιστρέφεται γύρω από τον πύργο του Αϊφέλ. Λίγα χρόνια αργότερα ο μικρό Μαρσέλ γινόταν ένας από τους πρώτους πτυχιούχους μηχανικούς αεροσκαφών στην ιστορία της Γαλλίας και ξεκινούσε μια λαμπρή πορεία που θα τον έφερνε στις κορυφαίες θέσεις της παγκόσμιας βιομηχανίας οπλικών συστημάτων.
Ύστερα από την ηρωική στάση του στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπου αρνήθηκε να υπηρετήσει τους συνεργάτες των ναζί και οδηγήθηκε σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, η πολεμική βιομηχανία των Ντασό άρχισε να λειτουργεί σαν κράτος εν κράτει στο εσωτερικό του γαλλικού κατεστημένου. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο γαλλικός Τύπος κάνει λόγο για «χρηματισμό κυβερνητικών αξιωματούχων», με χρήματα που έβγαιναν από τον προσωπικό λογαριασμό του Μαρσέλ Ντασό αλλά και για περίεργες πρακτικές «στο εσωτερικό του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος της Γαλλίας». Οι καταγγελίες όμως δεν καταφέρνουν να κλονίσουν την αυτοκρατορία της εταιρείας Dasault, η οποία την ίδια εποχή χρηματοδοτεί αδρά τη γαλλική δεξιά και συγκεκριμένα τον τότε πρωθυπουργό και μετέπειτα πρόεδρο Ζακ Σιράκ.
Παρά το γεγονός μάλιστα ότι η εταιρεία παρουσιάζεται σαν ένα «θαύμα» του γαλλικού καπιταλισμού στην πραγματικότητα η επιτυχία της οφείλεται κυρίως στις γιγαντιαίες επιδοτήσεις και τις φοροελαφρύνσεις που λαμβάνει από το γαλλικό κράτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι φιλελεύθεροι New York Times σημείωναν τότε η εταιρεία «εκμεταλλεύεται την ικανότητά της να λαμβάνει συμβόλαια του δημοσίου και να προσφέρει υπερκέρδη για λίγους» γεγονός που δημιουργούσε «έντονη συζήτηση για την ανάγκη να εθνικοποιηθεί».
Πέρα όμως από την απόλυτη κυριαρχία της στην πολιτική σκηνή της Γαλλίας η Dasault κατάφερνε να επηρεάζει αξιωματούχους και άλλων κρατών και κυρίως τους υπουργούς άμυνας που αποφάσιζαν να ξοδέψουν δισεκατομμύρια στα αεροσκάφη της. Στη δεκαετία του ’70 δυο Ολλανδοί βουλευτές κατηγορήθηκαν ότι δωροδοκήθηκαν για να προωθήσουν συμβόλαια με τη γαλλική εταιρεία. Το ενδιαφέρον της υπόθεσης ήταν ότι, σύμφωνα με τις καταγγελίες, ο χρηματισμός δεν έγινε από την ίδια την εταιρεία αλλά από αξιωματούχους της Γαλλικής κυβέρνησης. Έκτοτε τα σύνορα ανάμεσα στο επιχειρηματικό lobbying και τις κρατικές παρεμβάσεις προς όφελος της Dassault ήταν από δυσδιάκριτα έως ανύπαρκτα. Προκειμένου να διατηρήσει την κερδοφορία πολεμικών βιομηχανιών όπως η Dassault το Γαλλικό κράτος χρησιμοποιούσε το σύνολο της πολιτική του ισχύος, άλλοτε για να ασκεί πιέσεις στους αγοραστές και άλλοτε για να τους υπόσχεται γεωπολιτικές συμμαχίες σε δύσκολες περιστάσεις – κάτι που η Ελλάδα γνώρισε από πρώτο χέρι τόσο την πρώτη περίοδο των μνημονίων όσο και στην αντιπαράθεσή της με την Τουρκία.
Οι καταγγελίες σκανδάλων όμως συνέχιζαν να συνοδεύουν τις πωλήσεις της Dassault, σε ορισμένες περιπτώσεις με τραγικά επακόλουθα για τους αγοραστές. Στη δεκαετία του ’90 ένα από αυτά τα σκάνδαλα προκάλεσε πολιτικό σεισμό στο Βέλγιο και οδήγησε στη φυλακή αρκετούς πρώην κυβερνητικούς αξιωματούχους ενώ ανάγκασε τον τότε γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Βίλι Κλάες. Το περίφημο σκάνδαλο Agusta – Dassault αφορούσε το χρηματισμό Βέλγων αξιωματούχων για την αγορά μαχητικών ελικοπτέρων. Η υπόθεση ήρθε στο φως ύστερα από την μυστηριώδη δολοφονία του πρώην αντιπροέδρου της βελγικής κυβέρνησης Αντρέ Κούλ, που όπως αποδείχθηκε ήταν ενήμερος για το σκάνδαλο.
Η οσμή σκανδάλων της Dassault θα καλύψει και τον ελληνικό ουρανό μετά την λεγόμενη «αγορά του αιώνα» που ανακοινώθηκε το 1985 από τον Ανδρέα Παπανδρέου και αφορούσε την αγορά 40 αεροσκαφών, Μιράζ 2000. Ως μεσολαβητής σε αυτή τη συμφωνία είχε εμφανιστεί ο Σαουδάραβας επιχειρηματίας Αντνάν Κασόγκι, θείος του δολοφονημένου δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι και μια από τις πιο σκοτεινές φιγούρες της παγκόσμιας βιομηχανίας όπλων. Ο Κασόγκι είχε εμπλακεί σε ορισμένα από τα μεγαλύτερα διεθνή σκάνδαλα της σύγχρονης ιστορίας (όπως το Ιράν – Κόντρας και η λεηλασία του κρατικού πλούτου των Φιλιππίνων από τον δικτάτορα Μάρκος) ενώ οι στενές σχέσεις του με την CIA και την αμερικανική πολεμική βιομηχανία τον μετέτρεψαν σε ρυθμιστή πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων στη Μεσόγειο και τον Περσικό Κόλπο.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα ακόμη σκάνδαλο μεγατόνων με αφορμή τις πωλήσεις αεροσκαφών τύπου Rafale; Καθώς οι αποκαλύψεις του Mediapart συνεχίζονται, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, έρχονται στο φως μηχανισμοί συγκάλυψης των παράτυπων διαδικασιών που αφορούν δυο Γάλλους προέδρους (τον Ολάντ και τον Μακρόν), τον Γάλλο ΥΠΕΞ, Ζαν-ιβ Λε και φυσικά τον πρωθυπουργό της Ινδίας, Ναρέντρα Μόντι. Μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για όλες τις χώρες που προμηθεύτηκαν τα συγκεκριμένα αεροσκάφη να ξανακοιτάξουν με μεγαλύτερη προσοχή τους μεσάζοντες και τις διαδρομές των χρημάτων που ξοδεύτηκαν. Ειδικά όταν αυτές οι συμφωνίες αφορούσαν σχεδόν το σύνολο του πολιτικού σκηνικού και λάμβαναν την έγκριση όχι μόνο της συμπολίτευσης αλλά και της αντιπολίτευσης.