της Εύης Μπίρμπα
Ενώ το καλοκαίρι βαίνει προς το τέλος του, η θερμοκρασία στο πολιτικό σκηνικό των Ηνωμένων Πολιτειών αυξάνεται, με το πρωτόγνωρο γεγονός ο τέως πρόεδρος και πιθανός υποψήφιος για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων, Ντόναλντ Τραμπ, να αντιμετωπίζει συνολικά 78 κατηγορίες και τρεις διώξεις. Η σοβαρότερη, περί συνωμοσίας με στόχο την ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος, που του απαγγέλθηκε στις αρχές του μήνα και η πιθανή φυλάκιση από 5 έως 20 χρόνια που αυτές επισύρουν, θα περίμενε κανείς να καταποντίσουν τα ποσοστά του. Αντιθέτως όμως, όχι μόνο προηγείται δέκα ολόκληρες μονάδες από τους άλλους υποψήφιους, αλλά ο δεύτερος, Ρον ντεΣάντις, φαίνεται ότι τον ακολουθεί και στην ατζέντα που προτάσσει· μια ατζέντα που κυριαρχείται από μία συντηρητική στροφή σε θέματα όπως η εκπαίδευση, η παράτυπη μετανάστευση, η οπλοκατοχή, η άμβλωση, η θανατική ποινή, στα οποία έδειξε τα ακροδεξιά διαπιστευτήριά του ως κυβερνήτης της πολιτείας της Φλόριντα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το νομοθέτημα για τα γονεϊκά δικαιώματα στην Εκπαίδευση (“Don’t say gay” law, χαρακτηρίζεται από τους αντιπάλους του) που υιοθέτησε τον Απρίλιο, σύμφωνα με το οποίο – ανάμεσα σε άλλα – απαγορεύεται οποιαδήποτε συζήτηση για το φύλο στην τάξη, από το νηπιαγωγείο έως την τρίτη τάξη. Πέρα από το πλήγμα στο ίδιο το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, το νομοθέτημα αυτό σε συνδυασμό με άλλα μέτρα που έχει πάρει ο ντεΣάντις (απαγόρευση drag-shows, θεραπειών για φυλομετάβαση κ.α), συνιστά στοχοποίηση της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και των δικαιωμάτων της. Πρόκειται για μια συνολική απόπειρα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος να ρίξει λάδι στη φωτιά που για πολλούς οπαδούς τους πυροδοτούν συζητήσεις για το φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τη φυλή. Στην ουσία, η πολιτική συζήτηση στις Η.Π.Α έχει ανάψει γύρω από το θέμα της κουλτούρας και της ταυτότητας.
Όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας Kenan Malik, και οι δύο αυτές έννοιες παίζουν ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στις μέρες μας στο πώς τα άτομα ορίζουν τον εαυτό τους πολιτικά, αφού τους οδηγεί, σύμφωνα με την ερευνήτρια Eszter Kováts, να ερμηνεύουν ακόμα και καθαρά κοινωνικά ή οικονομικά θέματα (π.χ φόρους, συντάξεις, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εκπαίδευση) μέσα από το πρίσμα αντιπαραθέσεων γύρω από κοινωνικές συνήθειες και αξίες. Ο όρος culture wars άλλωστε, που έγινε ευρύτερα γνωστός από το βιβλίο του Αμερικανού κοινωνιολόγου Jeremy Hunter: “Culture Wars: The Struggle to Define America”, το 1991, αν και πιθανότατα ανάγεται στη γερμανική λέξη “Kulturkampf” (που στα τέλη του 19ου αιώνα περιέγραφε τη μάχη του Προτεστάντη Γερμανού Καγκελάριου Otto von Bismarck να εξαλείψει την επιρροή της Καθολικής εκκλησίας στη νεοσυσταθείσα Γερμανική Αυτοκρατορία), αποτυπώνει την πολιτικοποίηση αυτή της κουλτούρας, σε ένα συμμετρικό πλαίσιο σύγκρουσης δύο πλευρών γύρω από ευαίσθητα ηθικά θέματα, με στόχο την αποκόμιση πολιτικής ισχύς.
Στη δε Αμερική, γεγονότα όπως η αδιάλειπτη αστυνομική βαρβαρότητα κατά Αφροαμερικανών ή η περσινή ανατροπή της ιστορικής απόφασης Roe v. Wade του 1973 από το Ανώτατο Δικαστήριο, που προστάτευε συνταγματικά το δικαίωμα των Αμερικανίδων στην άμβλωση μέχρι την 24η βδομάδα της κύησης, φανερώνουν ότι οι πόλεμοι αυτοί αξιών δεν είναι απλώς αντίδραση στα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του ’60, με την έμφασή τους στην απελευθέρωση και την αλλαγή, ή αναβίωση του Ρηγκανισμού, της πολιτικής εναρμόνισης δηλαδή με τις συντηρητικές, χριστιανικές αξίες των Ευαγγελιστών, που βοήθησαν τον Ρήγκαν να εκλεγεί Προέδρος των Ηνωμένων Πολιτειών για δύο συνεχόμενες θητείες τη δεκαετία του 1980. Περισσότερο μάλλον έχουν να κάνουν με μια μάχη γύρω από τις αξίες της χώρας και αυτό που η Anja Hennig, αποκαλεί στο άρθρο της (που κυκλοφόρησε μαζί με άλλα, Αμερικανών και Ευρωπαίων ερευνητών, υπό τον τίτλο “Culture Wars in Europe”, στην ιστοσελίδα του προγράμματος Illiberal Studies του Πανεπιστημίου George Washington), «το νόημα της Αμερικής» και της ταυτότητας της χώρας.
Εάν κάτι αποκαλύπτει ο προεκλογικός αγώνας για τη διεκδίκηση της προεδρίας της Αμερικής την επόμενη χρονιά είναι ότι οι culture wars είναι πολιτικοί και διεξάγονται με όρους ηθικής. Για αυτό και ο Ondřej Slačálek, όσο και η Ηennig τους συγκρίνουν με «ηθικούς πανικούς» (“moral panics”) και «τακτική ηθικής» (“morality policy”) αντιστοίχως. Αυτό που ενώνει, σύμφωνα με τον πρώτο ερευνητή, και τις δύο πλευρές που συμμετέχουν σε αυτό το άτυπο πεδίο πόλωσης και άσκησης πολιτικού ελέγχου που λέγεται πόλεμοι αξιών, ανεξαρτήτως ποια είναι η ηγεμονική ή μειοψηφική ή πόσο διαφέρουν ηθικά, είναι ότι εστιάζουν δυσανάλογα στη δαιμονοποίηση του άλλου ως έναν κοινά αποδεκτό εχθρό, προκαλώντας μια διαρκή αίσθηση ανησυχίας και κινητοποίησης. Σε αυτή την πολιτική και πολιτισμική διελκυστίνδα μάλιστα μεταξύ τους, προεξέχουσα θέση έχει ο λόγος περί ταυτότητας και παρακμής. Εάν δε η απουσία συναίνεσης είναι αυτό που διαφοροποιεί την έννοια του ηθικού πανικού από τους πολέμους αξιών, η πιο ευρωπαϊκή έννοια της τακτικής ηθικής από την άλλη, καλύπτει πιο πολύ αυτή την παγκόσμια αλλαγή προς την πολιτική ενάντια στο φύλο που διακρίνεται με τη σειρά της από ένα αφήγημα με ιδιαίτερη προσοχή στην οικογένεια, στις παραδοσιακές αξίες και την προστασία των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων. Η κεντρική θέση της γλώσσας, που βρίθει από στερεοτυπικούς (συχνά ακραία επιθετικούς) χαρακτηρισμούς, όσο και των συμβολισμών είναι τα δύο αυτά στοιχεία που τροφοδοτούν αλληλένδετα επεισόδια στην πολεμική αυτή έννοια που αποσκοπεί στη νίκη και όχι την επίλυση των διαφωνιών.
Η επιβεβαίωση αυτής της λογικής, για την πλευρά των Ρεπουμπλικάνων τουλάχιστον, έρχεται μέσα από τα ίδια τα λόγια του συντηρητικού ακτιβιστή, Christopher Rufo, σύμφωνα με τον οποίο, και οι τρεις επικρατέστεροι υποψήφιοι για το χρίσμα, Trump, DeSantis, και Ramaswamy δηλαδή, συμβαδίζουν απόλυτα με το πρόγραμμα και το αφήγημα που σκιαγραφεί στο πρόσφατο βιβλίο του: “America’s Cultural Revolution: How the Radical Left Conquered Everything”.
Αναλύοντας τις θεωρίες του για την πολιτισμική αντεπανάσταση με μαρξιστικούς όρους στο Intercept και τον Ryan Grim (είναι άλλωστε απόγονος Ιταλών κομμουνιστών και ο ίδιος πρώην αριστερός ακτιβιστής), «η κινητήρια δύναμη πίσω από τον πολιτισμικό, πολιτικό πανικό της δεξιάς», όπως τον χαρακτηρίζει η ίδια η ειδησεογραφική, ψηφιακή πλατφόρμα, ισχυρίζεται ότι, ενώ η ριζοσπαστική αριστερά έχει κατακτήσει το «εποικοδόμημα», δηλαδή τα μέσα για την παραγωγή ιδεών και γνώσης, μέσω της εισχώρησής τους στους πνευματικούς, θα λέγαμε, θεσμούς της χώρας, έχει αφήσει ανέπαφη τη «βάση», τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες δηλαδή. Αυτό για εκείνον συνιστά μερική νίκη, μη ολοκληρωμένη επανάσταση και ουσιαστικά υπονοεί ότι αποτελεί την αφετηρία για την εκλαΐκευση των αρχών και των αξιών των Ρεπουμπλικάνων που στέκονται στο άλλο άκρο αυτών που ο ίδιος αποκαλεί «περιθωριακές και ριζοσπαστικές αξίες της αριστεράς».
Εάν τα ακρωνύμια: DEI, CTR και BLM αποτελούν γρίφους στο δικό μας κοινωνικό πλαίσιο, στην Αμερική πρεσβεύουν τις αρχές που αποτελούν κόκκινο πανί για το πολιτικό κόμμα που έχει ως σύμβολό του τον ελέφαντα: πολυπολιτισμικότητα, ισότητα και συμπεριληπτικότητα (Diversity, Equity, Inclusion), κριτική φυλετική θεωρία (Critical Race Theory) και οι Μαύρες ζωές μετράνε (Black Lives Matter), αντιστοίχως. Τα ακραία συντηρητικά πακέτα μέτρων σε πολλές πολιτείες εναρμονίζονται με αυτή την πολεμική των Ρεπουμπλικάνων που μπροστά στην πρόοδο, την απόκτηση δικαιωμάτων για ομάδες ατόμων που βρίσκονταν στο περιθώριο, όχι μόνο αντιστέκονται, αλλά προσπαθούν να επανακτήσουν και τον έλεγχο των συμβόλων στη συζήτηση, επιστρέφοντας στον «παλιό, καλό κόσμο». Επιχειρούν να νικήσουν τους πολέμους αξιών.
Το θέμα εξάλλου, για να έρθουμε στα δικά μας, δεν είναι εάν αυτή η «καύσιμη ύλη» μεταφερθεί στην Ευρώπη μέσω αυτού που ο Václav Bělohradský αποκαλεί «επαρχιωτικό μητροπολιτισμό», όσο εάν όλοι μας, και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, είμαστε διατεθειμένοι να αντιμετωπίσουμε τους κοινωνικούς διαχωρισμούς – κοινωνικές πληγές που αυτοί οι πόλεμοι αξιών ουσιαστικά υποκρύπτουν.