Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 27/05/2023
Καθώς η μεγάλη απεργία των σεναριογράφων του Χόλιγουντ εισερχόταν στην τέταρτη εβδομάδα, ορισμένοι έσπευσαν να κατηγορήσουν τους απεργούς για λουδιτισμό, επειδή ζητούν να μην τους αντικαταστήσουν με εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης. Η σύγκριση με τους βιομηχανικούς εργάτες των αρχών του 19ου αιώνα που έσπαγαν τις μηχανές των εργοστασίων είναι απόλυτα σωστή, αλλά όχι για τους λόγους που πιστεύουμε.
Στην πρώτη του ομιλία στη Βουλή των Λόρδων, τον Φεβρουάριο του 1812, ο Λόρδος Βύρωνας ανάπτυξε ένα θέμα το οποίο ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσε τη θυμηδία, εάν όχι την οργή όλων των παρευρισκόμενων: Υποστήριξε την εξέγερση των Λουδιτών.
«Παρά το γεγονός ότι οι ακραίες πράξεις σημειώνονται σε ανησυχητικό βαθμό», εξηγούσε ο Λόρδος Βύρωνας, «κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι προέρχονται από καταστάσεις απελπισίας, οι οποίες δεν έχουν ιστορικό προηγούμενο». Ουσιαστικά, ένας μέλος της Βουλής των Λόρδων δικαιολογούσε την καταστροφή του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού των Άγγλων βιομηχάνων, σημειώνοντας ότι, με την αυτοματοποίηση σημαντικού τμήματος της παραγωγής, «ένας άνθρωπος πραγματοποιούσε την εργασία πολλών και οι περιττοί εργάτες απολύονταν».
Ομολογουμένως, στην ιστορία των τεσσάρων βιομηχανικών επαναστάσεων, οι γνωστοί μελετητές που βρέθηκαν στο πλευρό των Λουδιτών μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Έπρεπε να περάσει σχεδόν ενάμισης αιώνας από την ιστορική ομιλία του Λόρδου Βύρωνα, για να πάρει τη σκυτάλη ο μαρξιστής ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ, ο οποίος χαρακτήρισε το σπάσιμο των μηχανών από τους Λουδίτες «ως μια από τις σημαντικότερες στιγμές στην πρώιμη ιστορία των βιομηχανικών εργατών». Ο ίδιος μάλιστα προσδιόρισε τις πράξεις τους σαν μια μορφή «συλλογικής διαπραγμάτευσης διά της εξέγερσης».
Κοινός παρονομαστής στα επιχειρήματα του Λόρδου Βύρωνα και του Έρικ Χομπσμπάουμ ήταν ότι οι εργάτες δεν μισούσαν τις μηχανές αυτές καθαυτές αλλά τις νέες σχέσεις εργασίας που επιβάλλονταν με πρόσχημα την αυτοματοποίηση της παραγωγής.
Οι Λουδίτες δεν ήταν σε καμία περίπτωση εχθροί της προόδου – μια κατηγορία που τους φόρτωσαν τα αφεντικά τους και η οποία τους ακολουθεί έως σήμερα – και είχαν εξαντλήσει κάθε άλλο μέσο διαπραγμάτευσης με την εργοδοσία πριν αρχίσουν να καταστρέφουν μηχανήματα των εργοστασίων. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι δεν υπήρχε κατοχυρωμένο δικαίωμα απεργίας, οι εναλλακτικές μορφές δράσης ήταν πρακτικά ανύπαρκτες.
Δυστυχώς, όταν οι Αμερικανοί σεναριογράφοι προσέθεσαν στα αιτήματα της απεργίας τους και το αίτημα να περιοριστεί η χρήση τεχνητής νοημοσύνης και εφαρμογών, όπως το chatGPT, στη συγγραφή σεναρίων, αρκετοί έσπευσαν να τους χαρακτηρίσουν Λουδίτες, αγνοώντας τα επιχειρήματα του Λόρδου Βύρωνα και του Έρικ Χομπσμπάουμ. Το αίτημα χαρακτηρίστηκε ως μια ουτοπική ανοησία ανθρώπων που πιστεύουν ότι μπορούν να σταματήσουν την τεχνολογική πρόοδο.
Όπως εξηγούσε, όμως, σε πρόσφατο άρθρο του στο The Atlantic ο Γκάβιν Μουέλερ, καθηγητής Νέων Μέσων και Ψηφιακού Πολιτισμού στο πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, αρκεί να αντιστρέψεις τους όρους της συζήτησης, για να διαπιστώσεις ότι οι Λουδίτες, όπως και οι απεργοί σεναριογράφοι, είναι τα θύματα και όχι οι θύτες της καταστροφής.
Τον 19ο αιώνα, οι ιδιοκτήτες των εργοστασίων, με πρόσχημα ότι τα προϊόντα τους παράγονται από μηχανές και όχι ανθρώπους, παραβίαζαν τη νομοθεσία της εποχής, η οποία όριζε ότι οι συντεχνίες των υφαντουργών είχαν συγκεκριμένους ρόλους στην παραγωγή αλλά και τη διανομή των προϊόντων.
Οι βιομηχανίες κλωστοϋφαντουργίας του 19ου αιώνα, εξηγεί ο Μουέλερ, έχουν απρόσμενα πολλά κοινά στοιχεία με σύγχρονες καινοτομίες, όπως το Uber ή το Spotify. Τότε, όπως και τώρα, χρησιμοποιούνταν σαν πρόσχημα για να παρακαμφθούν νομικές δικλίδες ασφαλείας, που προστάτευαν τους εργαζομένους: Τα Uber π.χ. δεν είναι υποχρεωμένα να ακολουθούν τους κανόνες που ισχύουν για τα ταξί, ενώ τα airbnb λειτουργούν ακόμη και σε προστατευόμενες ζώνες που κανένα ξενοδοχείο δεν θα έπαιρνε άδεια.
Στην περίπτωση της βιομηχανίας του θεάματος, η μεταφορά της διανομής από τους κινηματογράφους και την τηλεόραση προς τις πλατφόρμες streaming, τύπου Netflix, επέτρεψε στις εταιρείες παραγωγής να περικόψουν δραστικά τις αποδοχές των εργαζομένων, παρά το γεγονός ότι οι τελευταίοι εκτελούν την ίδια ακριβώς εργασία όπως στο παρελθόν.
Τώρα, με την έλευση της τεχνητής νοημοσύνης, τα μεγάλα στούντιο ονειρεύονται να αντικαταστήσουν ολοκληρωτικά ένα σημαντικό τμήμα των δημιουργών περιεχομένου, αδιαφορώντας εάν έτσι θα υποβαθμίσουν με πρωτοφανή τρόπο το τελικό αποτέλεσμα.
Παρεμπιπτόντως, η ραγδαία υποβάθμιση της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος από τις πρώτες μηχανές υφαντουργίας ήταν από τους βασικούς λόγους που εξωθούσαν τους Λουδίτες στην καταστροφή μηχανημάτων — μια πτυχή που αποκρύπτεται από όσους επιμένουν να τους παρουσιάζουν σαν εγωκεντρικούς αρνητές της προόδου.
«Πρέπει να παρατηρήσουμε», εξηγούσε ο Λόρδος Βύρωνας το 1812, «ότι τα προϊόντα (των μηχανών) ήταν υποδεέστερα σε ποιότητα και δεν μπορούσαν να πουληθούν στην εσωτερική αγορά, με αποτέλεσμα να κατευθύνονται όπως-όπως στις εξαγωγές».
Προφανώς, στην υφαντουργία οι μηχανές κατάφεραν σύντομα να συναγωνιστούν και να ξεπεράσουν τους καλύτερους τεχνίτες, κάτι που δεν μπορεί να επαναληφθεί στην περίπτωση των σεναριογράφων, όπου οι εφαρμογές σαν το ChatGPT απλώς ανασυνθέτουν υπάρχοντα στοιχεία, χωρίς ίχνος από την ανθρώπινη δημιουργικότητα.
Η ουσία της υπόθεσης, όμως, είναι ότι οι Αμερικανοί σεναριογράφοι, όπως και οι Βρετανοί υφαντουργοί του 19ου αιώνα, δε ζητούν διακοπή της τεχνολογικής εξέλιξης, αλλά προστασία της δικής τους θέσης σε έναν μαγικό κόσμο ατελείωτων δυνατοτήτων για τον άνθρωπο.