του Άρη Χατζηστεφάνου για το Sputnik
Αυτή την εβδομάδα αξίζει πραγματικά να δώσουμε συγχαρητήρια στο επικοινωνιακό επιτελείο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Με τρεις στοχευμένες κινήσεις κατόρθωσε να προβάλλει στα δυτικά ΜΜΕ μια εικονική πραγματικότητα, στην οποία η Ουάσινγκτον αποτελεί μια «φιλειρηνική δύναμη», που βρίσκεται σε άμυνα απέναντι στους δυο μεγαλύτερους αντιπάλους της, την Κίνα και τη Ρωσία.
Στην πρώτη πράξη του επικοινωνιακού δράματος ενημερωθήκαμε ότι οι ένοπλες δυνάμεις της Κίνας είναι σχεδόν έτοιμες να εισβάλλουν στην Ταιβάν. Στη δεύτερη πράξη μάς πληροφόρησαν για την «απειλητική» συγκέντρωση ρωσικών δυνάμεων στα σύνορα με την Ουκρανία. Το έργο ολοκληρώθηκε με την ανακοίνωση της απομάκρυνσης των στρατιωτικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν – πληροφορία την οποία τα αμερικανικά ΜΜΕ παρουσίασαν σαν μια ωδή στην ειρήνη, που θα φέρει οικονομικούς πόρους για κοινωνικά προγράμματα στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Οι τρεις ειδήσεις δεν αποτελούν απλώς παραποίηση, αλλά ολοκληρωτική αντιστροφή της πραγματικότητας.
Καταρχήν στην περίπτωση της Ταϊβάν οι αμερικανικές καταγγελίες περί κινεζικής επιθετικότητας έρχονται να για να αποκρύψουν τον «ελέφαντα στο δωμάτιο»: το γεγονός δηλαδή ότι η Ουάσιγκτον θα αναβαθμίσει τις διπλωματικές της επαφές με την Ταϊπέι διαλύοντας το modus vivendi που είχε επικρατήσει στις σινοαμερικανικές σχέσεις από το 1979. Ουσιαστικά ο Μπάιντεν απειλεί να ανατρέψει στην πράξη τη λεγόμενη πολιτική για «Μία Κίνα» με την οποία η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει το Πεκίνο ως την νόμιμη κυβέρνηση όλης της Κίνας.
Την ίδια ώρα η Ρωσία κατηγορείται επειδή μετακινεί δυνάμεις στο εσωτερικό της επικράτειάς της, τη στιγμή που όπως κατήγγειλε ο Ρώσος υπουργός Άμυνας Σεργκέι Σόϊγκου, ΗΠΑ και ΝΑΤΟ θα αναπτύξουν 40.000 στρατιώτες και 15.000 μονάδες οπλισμού στα ρωσικά σύνορα ενώ ενισχύουν την παρουσία τους στην Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής. Να σημειωθεί ότι τον τόνο στις εξελίξεις της εβδομάδας είχε δώσει η ανακοίνωση του Πενταγώνου για την αποστολή δυο αμερικανικών πολεμικών πλοίων στη Μαύρη Θάλασσα – μια άκρως επιθετική κίνηση που ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή, αφού πρώτα έστειλε σαφή μηνύματα σε πολλούς αποδέκτες.
Όσο για το Αφγανιστάν, μέχρι στιγμής ο πρόεδρος Μπάιντεν δεν έχει κάνει τίποτα περισσότερο από το επαναλάβει τις υποσχέσεις του Μπαράκ Ομπάμα και του Ντόναλντ Τραμπ, για απομάκρυνση στρατιωτικών δυνάμεων. Ακόμη όμως και αν αυτή τη φορά ξεκινήσει η αποχώρηση, Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν ξεκαθαρίσει ότι θα πρόκειται απλώς για μια ανακατανομή δυνάμεων με στόχο την περαιτέρω περικύκλωση της Κίνας και της Ρωσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ανακοινώσεις για το Αφγανιστάν συνέπεσαν χρονικά με την ενίσχυση της παρουσίας του Πενταγώνου σε γερμανικό έδαφος. Ο Μπάιντεν όχι μόνο ακύρωσε τα σχέδια του Τραμπ για απομάκρυνση 12.000 στρατιωτών αλλά θα στείλει και άλλους 500, ενισχύοντας τμήμα της ψυχροπολεμικής αρχιτεκτονικής δυνάμεων στην Ευρώπη.
Οι ΗΠΑ λοιπόν όχι μόνο δεν αναδιπλώνονται αλλά κλιμακώνουν επικίνδυνα την επιθετικότητά τους απέναντι σε δυο πυρηνικές υπερδυνάμεις. Και σε αυτό το παιχνίδι η Ουάσιγκτον αναζητά άξιους «συμπολεμιστές» από την Ευρώπη – ακόμη και αν χρειαστεί να τους σύρει στη μάχη με ένα πιστόλι στον κρόταφο. Οι διαδοχικές επισκέψεις των υπουργών Άμυνας και Εξωτερικών στην Ευρώπη, αυτή την εβδομάδα, εξυπηρετούσαν αυτό τον στόχο «στρατολόγησης» στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται η Γερμανία. Πίσω, βέβαια, από τις διαρκείς φιλοφρονήσεις Ουάσιγκτον-Βερολίνου κρύβεται η βαριά σκιά των αμερικανικών απειλών εναντίον της Γερμανίας για τις σχέσεις που διατηρεί με τη Μόσχα και το Πεκίνο. Συγκεκριμένα επιχειρείται να ακυρωθούν δυο αποφάσεις που αποτελούν βασική παρακαταθήκη της Άνγκελα Μέρκελ στην εξωτερική πολιτική: Η κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, που θα συνδέσει ενεργειακά την Ρωσία με την Ευρώπη παρακάμπτοντας την Ουκρανία, και οι εμπορικές συμφωνίες με την Κίνα, που επικύρωσε η ΕΕ λίγο πριν αναλάβει τα καθήκοντά του ο Μπάιντεν. Ουσιαστικά ο Λευκός Οίκος ζητά από την Ευρώπη να πυροβολήσει τα πόδια της ακυρώνοντας μια συμφέρουσα ενεργειακή κατασκευή και περιορίζοντας τις συναλλαγές με την Κίνα, η οποία για πρώτη φορά εδώ και ένα χρόνο αποτελεί πλέον τον βασικό εμπορικό εταίρο της ΕΕ.
Για να πετύχουν μάλιστα τους δυο αυτούς στόχους οι ΗΠΑ απειλούν όλο και συχνότερα τους Ευρωπαίους ότι μπορεί να υποστούν κυρώσεις για τη συνεργασία τους με τους αντιπάλους της υπερδύναμης. Η προειδοποίηση του Μπλίνκεν προς τον Γερμανό ομόλογό του Χάικο Μας ότι γερμανικές εταιρείες μπορεί να ενταχθούν στη μαύρη λίστα των κυρώσεων εάν συμμετέχουν στην κατασκευή του Nord Stream 2, ήταν ίσως η πιο ωμή απειλή που έχει εξαπολύσει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εδώ και δεκαετίες εναντίον της Γερμανίας
Ξεφυλλίζοντας πάντως την Frankfurter Allgemeine, ίσως τον σημαντικότερο εκφραστή του γερμανικού κατεστημένου, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Γερμανία δεν είναι διατεθειμένη να θυσιαστεί για τα σχέδια του Λευκού Οίκου. «Οι εξαγωγές παίζουν για την γερμανική οικονομία πολύ σημαντικότερο ρόλο από ό,τι για τις ΗΠΑ», ξεκαθάρισε η εφημερίδα διευκρινίζοντας ότι ο περιορισμός της οικονομικής ισχύ τους Πεκίνου είναι στόχος των ΗΠΑ… δηλαδή όχι αναγκαστικά και της Γερμανίας.
Οι ΗΠΑ πιστεύουν ότι με την επιβολή νέων κυρώσεων, και την πυροδότηση θερμών επεισοδίων σε συνοριακές περιοχές της Ρωσίας και της Κίνας θα οδηγήσουν την ΕΕ μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα, αναγκάζοντάς την να συστρατευτεί και πάλι με την Ουάσιγκτον. Ακόμη όμως και αν αυτή η στρατηγική φέρει μερικές κινήσεις διπλωματικής αβροφροσύνης από τους ευρωπαίους, το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες δεν έχουν κανένα λόγο να ανοίξουν δυο μέτωπα σε έναν πόλεμο που δεν είναι δικός τους.