Του Άρη Χατζηστεφάνου για το Sputnik
Δυο φωτογραφίες στοιχειώνουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η είσοδος των Ταλιμπάν στην Καμπούλ. Μια με τα αμερικανικά ελικόπτερα που εκκένωναν τη Σαϊγκόν, μετά την ήττα των Αμερικανών στο Βιετνάμ to 1975 και μια με τα ελικόπτερα που εκκενώνουν το προσωπικό της αμερικανικής πρεσβείας και τους συνεργάτες τους από την Καμπούλ. Το αν αυτή η σύγκριση έχει νόημα ή όχι, θα επιτρέψει στους επιτελείς του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου να κρίνουν όσα συνέβησαν τις τελευταίες δυο δεκαετίες στο Αφγανιστάν.
Ανάλογα με την απάντηση που θα δώσουν θα αποφασίσουν εάν άξιζαν τα 2.26 τρισεκατομμύρια δολάρια που δαπάνησαν σε αυτή την άγονη γωνιά του πλανήτη. Θα ξέρουν αν έπρεπε να πεθάνουν 2.448 Αμερικανοί στρατιώτες και άλλοι 3.846 Αμερικανοί πολίτες (προφανώς δεν τους ενδιαφέρουν οι 164 χιλιάδες νεκροί Αφγανοί) στον μακροβιότερο πόλεμο που διεξήγαγαν οι ΗΠΑ στην ιστορία τους. Έναν πόλεμο με τόσο μεγάλη διάρκεια ώστε ένας στους τέσσερις Αμερικανούς πολίτες δεν είχε γεννηθεί όταν ξεκίνησε (όπως δεν είχαν γεννηθεί και αρκετοί από τους στρατιώτες που πολεμούσαν σε αυτόν τα τελευταία χρόνια).
Όσο και αν η ανθρωπότητα έχει πραγματικά ανάγκη να «γιορτάσει» μια στρατιωτική ήττα των ΗΠΑ, η οποία θα αποδείξει ότι η ισχυρότερη πολεμική μηχανή της ιστορίας δεν είναι άτρωτη, η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα δεν είναι τόσο απλή και προφανής. Προϋποθέτει να εξετάσουμε σειρά ζητημάτων: Ήθελαν οι ΗΠΑ να διατηρήσουν τη στρατιωτική παρουσία τους στη χώρα; Η πρωτοφανής επέλαση των Ταλιμπάν έγινε σε προσυνεννόηση με το Λευκό Οίκο ή ο Μπάιντεν πιάστηκε εξαπίνης; Ποιος ήταν ο τελικός απολογισμός για τα αμερικανικά συμφέροντα (συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής αγωγών στην περιοχή και του εμπορίου οποίου); Και τέλος ποιες θα είναι οι συνέπειες για τον πραγματικό στόχο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή που δεν είναι άλλος από την στρατιωτική και οικονομική περικύκλωση της Κίνας;
Το γεγονός ότι οι αμερικανικές δυνάμεις έχασαν ακόμη και τον έλεγχο του αεροδρομίου της Καμπούλ, παρά το γεγονός ότι οι Ταλιμπάν είχαν ανακόψει προς στιγμήν την προέλασή τους, δημιούργησε μια εικόνα που ντροπιάζει το κύρος της υπερδύναμης. Όπως ανέφεραν και οι New York Times οι επιτελείς του Πενταγώνου ανέμεναν ότι οι Ταλιμπάν θα χρειάζονταν τουλάχιστον δώδεκα μήνες για να φτάσουν στην πρωτεύουσα. Αυτή η παρατήρηση, βέβαια, έχει δυο αναγνώσεις: από τη μια μαρτυρά ότι οι ΗΠΑ θεωρούσαν θέμα χρόνου την αλλαγή καθεστώτος από την άλλη δείχνει ότι έπεσαν τραγικά έξω στο χρονοδιάγραμμα που είχαν στο μυαλό τους. Εν τέλει η εικόνα που στέλνει η Ουάσιγκτον στον έξω κόσμο είναι αυτή της σαρωτικής ήττας ακόμη και μπροστά σε εξελίξεις τις οποίες μπορούσε να προβλέψει.
Ίσως περάσουν χρόνια για να πληροφορηθούμε το περιεχόμενο των επαφών που πραγματοποιούσαν εδώ και χρόνια οι ΗΠΑ με τους Ταλιμπάν, και ποια ήταν τα ανταλλάγματα που συζητούσαν οι δυο πλευρές προκειμένου η κατάληψη της Καμπούλ να μην συναντήσει την παραμικρή αντίσταση από την αμερικανική πολεμική αεροπορία. Επί της ουσίας, όμως, ο τελικός απολογισμός για τις ΗΠΑ, δεν θα κριθεί από τις εξελίξεις στο εσωτερικό του Αφγανιστάν αλλά στις γύρω χώρες καθώς εκεί θα αποκρυσταλλωθεί η νέα σφαίρα επιρροής της Ουάσιγκτον στην Ασία.
Μεγάλος γεωπολιτικός νικητής της περιοχής φαίνεται να είναι το Πακιστάν, οι μυστικές υπηρεσίες και οι μεντρεσέδες του οποίου έχουν στηρίξει και εκπαιδεύσει όλα τα αντιδραστικά ισλαμικά καθεστώτα του Αφγανιστάν από τους Μουτζαχεντίν μέχρι τους Ταλιμπάν. Το Ισλαμαμπάντ γνωρίζει ότι η κυβέρνηση των Ταλιμπάν ενδέχεται να μετατραπεί σε εφιάλτη για τον βασικό εχθρό του, την Ινδία, καθώς μπορεί να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στην εμπορική και ενεργειακή διασύνδεση της δεύτερης πολυπληθέστερης χώρας του κόσμου με την Κεντρική Ασία.
Στους ενισχυμένους από τις εξελίξεις συμπεριλαμβάνεται και το Ιράν, καθώς απομακρύνεται από το κεφάλι του ένα καθεστώς-αχυράνθρωπος των ΗΠΑ, το οποίο είχε εγκατασταθεί μεταξύ άλλων για να περιορίζει την ισχύ της Τεχεράνης. Οι σχέσεις βέβαια του σιιτικού Ιράν με τους σουνίτες Ταλιμπάν δεν θα είναι αναγκαστικά ανέφελες ενώ η εξαγωγή προσφύγων και ένοπλων ομάδων από το Αφγανιστάν μπορεί να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά για την περιοχή. Εύκολα καταλαβαίνει όμως κανείς ότι το σχέδιο που είχαν καταστρώσει το 2001 οι ΗΠΑ, να περικυκλώσουν την Τεχεράνη με φιλοαμερικανικά καθεστώτα στη Βαγδάτη και την Καμπούλ, έχει πλέον καταρρεύσει ολοκληρωτικά.
Ο λογαριασμός είναι φαινομενικά θετικός αλλά λιγότερο ξεκάθαρος για τη Ρωσία. Όπως εξηγούσε και ο Αμερικανός αναλυτής Χουάν Κόουλ, η απομάκρυνση αμερικανικών δυνάμεων από την κεντρική Ασία ενισχύει την ασφάλεια της Μόσχας η οποία όμως έχει λόγους να φοβάται την επανεμφάνιση δυνάμεων ακραίων ισλαμιστών στην περιοχή της.
Τέλος η Κίνα ανακοίνωσε (κυριολεκτικά καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές) ότι χαιρετίζει την αλλαγή κυβέρνησης στο Αφγανιστάν και είναι έτοιμη «για τη σύναψη φιλικών σχέσεων» με τους Ταλιμπάν. Εάν επιτευχθεί αυτή η συμμαχία το Πεκίνο μπορεί να ελπίζει στη δημιουργία νέων εμπορικών και ενεργειακών διαδρόμων τους οποίους εμπόδιζαν οι ΗΠΑ.
Σε τελική ανάλυση λοιπόν σχεδόν όλοι οι εχθροί και αντίπαλοι της Ουάσιγκτον εμφανίζονται λιγότερο ή περισσότεροι κερδισμένοι από την αλλαγή καθεστώτος στο Αφγανιστάν ενώ οι σύμμαχοί της ετοιμάζονται για αρνητικές αλλαγές στο γεωπολιτικό σκηνικό. Η σύγκριση λοιπόν των εικόνων από την Σαϊγκόν του 1975 με την Καμπούλ του 2021 είναι όχι απλώς λογική αλλά ενδέχεται να είναι και ανεπαρκής για να περιγράψει την γεωπολιτική αποτυχία των ΗΠΑ στην περιοχή. Με την εισβολή στο Αφγανιστάν και τον 20ετή πόλεμο η Ουάσιγκτον καθυστερούσε αυτές τις εξελίξεις ενώ έθρεφε την πολεμική της βιομηχανία και επέτρεπε σε φιλοαμερικανικά καθεστώτα και ομάδες ενόπλων να πλουτίζουν από το εμπόριο οπίου. Ή ήττα όμως ήταν αναπόδραστη και ακόμη μπορούμε απλώς να ψηλαφίσουμε τις επιπτώσεις που θα έχει για το αμερικανικό imperium.
Δυστυχώς το πραγματικό πρόβλημα στη σύγκριση της πτώσης της Σαϊγκόν με την πτώση της Καμπούλ βρίσκεται αλλού: Σε αντίθεση με το 1975 η ανθρωπότητα δεν μπορεί να γιορτάσει για την ταπεινωτική αποχώρηση των ΗΠΑ χωρίς ταυτόχρονα να κλάψει για το οπισθοδρομικό και αιμοσταγές καθεστώς που αντικαθιστά την παρουσία της στη χώρα.