Μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων που εδρεύει στην Ουάσινγκτον εντοπίστηκε από τη Facebook τον Αύγουστο να διαθέτει δεκάδες ψεύτικους λογαριασμούς με σκοπό να επηρεάσει την πολιτική στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Η εταιρεία CLS Strategies, είχε 46 λογαριασμούς Facebook, 41 σελίδες και 24 λογαριασμούς στο Instagram που καταργήθηκαν από τη Facebook για δημοσίευση και προβολή διαφημίσεων αξίας 3,6 εκατομμυρίων δολαρίων με «ψευδή ταυτότητα» προς υποστήριξη δεξιών πολιτικών κομμάτων στη Βενεζουέλα, τη Βολιβία και το Μεξικό.
Το μεγαλύτερο μέρος του προπαγανδιστικού περιεχομένου της CLS Strategies αφορούσε τη Βενεζουέλα, προωθώντας την αντιπολίτευση προς τον πρόεδρο της χώρας, Νικόλας Μαδούρο, καθώς και προσωπικότητες όπως ο πρώην υποψήφιος για την προεδρία Ενρίκε Καπρίλες και ο Πρόεδρος της Εθνικής Συνέλευσης Χουάν Γκουαϊδό, σύμφωνα με έκθεση του Stanford Internet Observatory. Λογαριασμός στο Instagram που διαχειρίζεται η CLS Strategies (@FrenteLibreVzla) δημοσίευσε ένα βίντεο τον Ιανουάριο του 2019 ισχυριζόμενος ότι ο Γκουαϊδό θα οδηγήσει τη χώρα στην ελευθερία, ενώ μια σελίδα στο Facebook που διαχειριζόταν η εταιρεία προώθησε δηλώσεις του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ υπέρ του Γκουαϊδό.
Στη Βολιβία, η CLS Strategies παρενέβη στην πολιτική της χώρας με σκοπό να ενισχύσει το δεξιό καθεστώς με επικεφαλής το μέλος του κόμματος Movimiento Demócrata Social, Τζανίν Ανιές, που είναι προσωρινή πρόεδρος της χώρας. Άλλες σελίδες όπως η «Prohibido olvidar» («Απαγορεύεται να ξεχνάς») επικεντρώθηκαν κυρίως στη δυσφήμιση του σοσιαλιστή πρώην προέδρου της χώρας, Έβο Μοράλες, ο οποίος ανατράπηκε με πραξικόπημα έπειτα από την αμφισβήτηση των εκλογών του 2019.
Οι διαφημίσεις της CLS και οι σελίδες της στα κοινωνικά μέσα ενίσχυαν τις ευνοϊκές πληροφορίες για πολιτικά πρόσωπα που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ, υιοθετώντας πρακτικές όπως η παρουσίαση της βολιβιανής σελίδας στο Facebook «Bolificado» ως αξιόπιστης. Η συγκεκριμένη σελίδα έκρινε ότι οι ισχυρισμοί εναντίον της Ανιές είναι «ψεύτικες ειδήσεις» ακόμη και όταν είχαν αναγνωριστεί ως αληθινές από έγκυρους ειδησεογραφικούς οργανισμούς. Καταργώντας τα δίκτυα πλαστών σελίδων και λογαριασμών της CLS Strategies, η Facebook ανέφερε ότι σημειώνει πρόοδο στην εξάλειψη της πολιτικά επικεντρωμένης και συντονισμένης συμπεριφοράς τέτοιων σελίδων.
Ωστόσο, οι αποκαλύψεις σχετικά με τις δραστηριότητες της CLS Strategies δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη για αυτές τις προσπάθειες της Facebook. Η ιστοσελίδα Sludge ανακάλυψε ότι αρκετοί από τους υπαλλήλους της CLS που φαίνεται να έχουν εμπλακεί στις εν λόγω πρακτικές έχουν βαθιές και μακροχρόνιες σχέσεις με οργανισμούς με τους οποίους συνεργάστηκε η Facebook για την καταπολέμηση της προπαγάνδας και της παραπληροφόρησης γύρω από τις εκλογές σε όλο τον κόσμο. Τις μέρες που ανακοινώθηκε το κλείσιμο αυτών των λογαριασμών, η CLS Strategies «καθάρισε» τον ιστότοπό της, αφαιρώντας πληροφορίες σχετικά με πέντε από τους υπαλλήλους της, αρκετοί από τους οποίους έχουν δεσμούς με τους εξωτερικούς συνεργάτες της Facebook για την ακεραιότητα των εκλογών.
Οι στενοί δεσμοί με τους εκλογικούς συνεργάτες της Facebook
Τον Σεπτέμβριο του 2018, στελέχη της Facebook ανακοίνωσαν ότι η εταιρεία συνεργάζεται με το Εθνικό Δημοκρατικό Ινστιτούτο (NDI) και το Διεθνές Ρεπουμπλικανικό Ινστιτούτο (IRI) «για να επιβραδύνει την παγκόσμια εξάπλωση παραπληροφόρησης που θα μπορούσε να επηρεάσει τις εκλογές».
Η ανώτερη σύμβουλος της IRI Έιμι Στούνταρτ είπε στην ιστοσελίδα Sludge ότι η δουλειά των ομάδων της, η οποία υποστηρίζεται οικονομικά από τη Facebook, πραγματοποιείται υπό τη σημαία του Design 4 Democracy, ενός συνασπισμού μη κερδοσκοπικών οργανώσεων με μια κοινή αποστολή να κάνει τις τεχνολογικές πλατφόρμες περισσότερο δημοκρατικά φιλικές. Η Στούνταρτ είπε ότι η δουλειά του IRI με τη Facebook είναι αποκλειστικά σε διεθνές επίπεδο και δεν εστιάζεται καθόλου στις ΗΠΑ.
Οι NDI και IRI δημιουργήθηκαν και οι δύο το 1983 από την κυβέρνηση Ρίγκαν ως μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί με αποστολές για την προώθηση της δημοκρατίας στο εξωτερικό. Το IRI συνδέεται ανεπίσημα με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και περιλαμβάνει πολλούς Ρεπουμπλικάνους γερουσιαστές και εκπροσώπους στο διοικητικό του συμβούλιο, ενώ το NDI συνδέεται ανεπίσημα με το Δημοκρατικό Κόμμα και περιλαμβάνει πρώην εκλεγμένους αξιωματούχους, αλλά και τον σύζυγο της γερουσιαστή Νταϊάν Φάινσταϊν. Και οι δύο ομάδες λαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησής τους από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση μέσω νομικών οντοτήτων, όπως το National Endowment for Democracy, ο Οργανισμός Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ (USAID) και το Υπουργείο Εξωτερικών.
Το IRI και το NDI υποστηρίζουν και τα δύο πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης στη Βενεζουέλα εδώ και χρόνια. Το 2000, το IRI δημιούργησε γραφείο στο Καράκας και άρχισε να εργάζεται για τη δημιουργία σχέσεων με ηγέτες της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένου ενός προγράμματος για να βοηθήσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης να αναπτύξουν στρατηγικές προσέγγισης των νέων και δομές εσωτερικής διακυβέρνησης, σύμφωνα με έκθεση του Τίμοθι Μάικλ Γκιλ, βοηθού καθηγητή κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας. Το 2006, το IRI βοήθησε τον Μανουέλ Ροσάλες στην εκστρατεία του εναντίον του Ούγκο Τσάβες, φέρνοντας τεχνικούς εμπειρογνώμονες για να βοηθήσουν στις δημοσκοπήσεις, σύμφωνα με ένα διπλωματικό έγγραφο που δημοσίευσε το Wikileaks. Ένα άλλο αντίστοιχο διπλωματικό έγγραφο περιγράφει μια προσπάθεια ενίσχυσης των αντιπολιτευόμενων κομμάτων στη Βενεζουέλα, με χρηματοδότηση 500.000 δολαρίων από το NDI, το 2005.
Ο ανώτερος σύμβουλος της CLS Strategies Μάρκ Φάιερσταϊν, του οποίου το προφίλ διαγράφηκε από τον ιστότοπο της εταιρείας στις αρχές Σεπτεμβρίου, ξεκίνησε την καριέρα του στο NDI και από το 1987 έως το 1993 ήταν ο διευθυντής της οργάνωσης για τη Λατινική Αμερική. Από το 2010-15 εργάστηκε για έναν από τους κύριους χρηματοδότες του NDI, το USAID. Ο Φάιερσταϊν διατηρεί ακόμη στενούς επαγγελματικούς δεσμούς με την πρόεδρο του NDI, πρώην υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης Κλίντον, Μάντελιν Ώλμπραϊτ. Από το 2017, ο Φάιερσταϊν είναι ανώτερος σύμβουλος στο Albright Stonebridge Group, συμβούλιο για τις κυβερνητικές υποθέσεις που ιδρύθηκε το 2009 όταν η εταιρεία της Ώλμπραϊτ συγχωνεύτηκε με την εταιρεία άσκησης πολιτικών πιέσεων για ζητήματα άμυνας και πετρελαίου, Stonebridge International. Άλλες κορυφαίες προσωπικότητες του Albright Stonebridge έχουν επίσης δεσμούς με το NDI, συμπεριλαμβανομένης της διευθύντριας Μελίσα Έστοκ, η οποία εργάστηκε στο NDI από το 1996-2013 και κατείχε τη θέση του ανώτερου συμβούλου για οργανώσεις δημοκρατίας και διακυβέρνησης.
Μεταξύ των «επιτυχιών» της Albright Stonebridge όπως η ίδια επισημαίνει είναι η άσκηση πίεσης για έναν πελάτη τηλεπικοινωνιών σε μια ανώνυμη χώρα της Λατινικής Αμερικής και η απόκτηση ενός «ρυθμιστικού καθεστώτος που ήταν πιο αποτελεσματικό και ευνοϊκό για τις επενδύσεις ενώ μετριάζει τον κίνδυνο για το επιχειρηματικό μοντέλο της εταιρείας (του πελάτη) στην αγορά». Η Ώλμπραϊτ μίλησε για τη συνεργασία του NDI με το Facebook σε αρκετές δημόσιες ομιλίες τα τελευταία χρόνια, συμπεριλαμβανομένης μιας ομιλίας του Συμβουλίου Ατλαντικού όπου είπε ότι συμμετείχε στην πρωτοβουλία ως πρόεδρος του NDI και ελπίζει ότι θα «βοηθήσει την τεχνολογική κοινότητα να κατανοήσει και να κινηθεί νωρίτερα για να επιλύσει προβλήματα που σχετίζονται με τη δημοκρατία στις πλατφόρμες τους».
Ένα άλλο μέλος του προσωπικού του CLS που «εκκαθαρίστηκε» από τον ιστότοπο της εταιρείας είναι ο Ντέιβιντ Ρόμλεϊ, ανώτερος σύμβουλος της εταιρείας. Ο Ρόμλεϊ είναι επίσης ανώτερος σύμβουλος στο Ινστιτούτο Hudson που συνεργάζεται με το IRI, έναν νεοσυντηρητικό ερευνητικό οργανισμό. Πριν ενταχθεί στην CLS, ο Ρόμλεϊ ήταν ανώτερος αντιπρόεδρος στο Center for a New American Security (CNAS), όπου η Ώλμπραϊτ είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου, και αντιπρόεδρος ανάπτυξης των εταιρικών σχέσεων στο German Marshall Fund, ένα ίδρυμα επιχορηγήσεων που έχει κάνει δωρεές στη NDI και του οποίου ο μακροχρόνιος πρώην υπάλληλος Ντάν Τουίνινγκ είναι τώρα πρόεδρος της IRI.
Ο συνιδρυτής της CLS Strategies Πίτερ Σέκτερ, ο οποίος δεν εργάζεται στην εταιρεία από το 2013, έχει συνδέσεις με έναν άλλο από τους εκλογικούς συνεργάτες του Facebook, το Atlantic Council. Μετά την αποχώρησή του από το CLS, ο Σέκτερ έγινε ανώτερος αντιπρόεδρος στρατηγικών πρωτοβουλιών στο Atlantic Council το 2013, όπου ίδρυσε το Adrienne Arsht Latin America Center του οργανισμού.
Υπό την ηγεσία του Σέκτερ, το κέντρο χρησιμοποίησε διαδικτυακά εργαλεία και μαζικές επικοινωνιακές τακτικές για να προσελκύσει πολίτες χωρών της Λατινικής Αμερικής για τους σκοπούς του Συμβουλίου Ατλαντικού. «Το Κέντρο τόνισε τα ζητήματα που έχουν σημασία για τους Λατινοαμερικανούς — στόχευε να είναι η φωνή των νέων μεσαίων τάξεων της περιοχής — και ο προγραμματισμός σχεδιάστηκε για να επηρεάσει την πολιτική», δηλώνει ο Σέκτερ στο LinkedIn. Το 2019, το Κέντρο φιλοξένησε τον Γκουαϊδό και συγκάλεσε μια πολιτική συζήτηση καθώς «επιτάχυνε τις προσπάθειές του για υποστήριξη μιας ειρηνικής μετάβασης στη δημοκρατία», σύμφωνα με την ετήσια έκθεσή του.
Πηγή: Sludge