Με στοιχεία από το wsws.org
Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο αντιμετωπίζουν τη ραγδαία αύξηση τιμών στα τρόφιμα και τις ελλείψεις σε είδη πρώτης ανάγκης, με πολλούς από αυτούς να οδηγούνται στην πείνα. Όμως οι γιγαντιαίες επιχειρήσεις που δεσπόζουν στην παραγωγή και το εμπόριο τροφίμων κερδοσκοπούν όσο ποτέ άλλοτε.
Η επισιτιστική κρίση αποτελεί το κεντρικό τμήμα της τελευταίας έκθεσης της Oxfam για την παγκόσμια ανισότητα, με τίτλο «Κερδίζοντας από τον Πόνο», η οποία εκδόθηκε ενόψει του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, που συγκεντρώνει αυτή την εβδομάδα τους πλουσιότερους και ισχυρότερους ανθρώπους του κόσμου στο Νταβός της Ελβετίας.
Την περασμένη εβδομάδα ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες δήλωσε πως τα παγκόσμια επίπεδα πείνας έφτασαν σε νέα ύψη, με τον αριθμό των επισιτιστικά ανασφαλών ανθρώπων να διπλασιάζεται τα τελευταία δύο χρόνια, από 135 εκατομμύρια σε 276 εκατομμύρια.
Οι παγκόσμιες τιμές τροφίμων έχουν αυξηθεί αυτά τα δύο χρόνια κατά 33.5% και αναμένονται να αυξηθούν κατά ακόμα 23% φέτος. Τον Μάρτιο καταγράφηκε η μεγαλύτερη αύξηση στις τιμές των τροφίμων από τότε που ο ΟΗΕ ξεκίνησε να καταγράφει δεδομένα για τις τιμές τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο το 1990.
«Οι εταιρείες και οι δυναστείες δισεκατομμυριούχων που ελέγχουν τόσο μεγάλο κομμάτι του διατροφικού μας συστήματος βλέπουν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται», δηλώνει η έκθεση της Oxfam, καθώς σημειώνει ότι τα περασμένα δύο χρόνια δημιουργήθηκαν 62 νέοι δισεκατομμυριούχοι μονάχα στον τομέα των τροφίμων.
Στην έκθεση δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στον παγκόσμιο γίγαντα Cargill, μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες στον πλανήτη και μία από τις τέσσερις εταιρείες που μαζί ελέγχουν περισσότερο από το 70% της παγκόσμιας αγοράς αγροτικών προϊόντων.
Ο συνολικός πλούτος των μελών της οικογένειας Cargill αυξήθηκε κατά 14,4 δισ. δολάρια από το 2020, αύξηση της τάξεως του 65%. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ο πλούτος της οικογένειας αυξανόταν κατά σχεδόν 20 εκατ. δολάρια την ημέρα, λόγω της αύξησης των τιμών των τροφίμων, ιδιαίτερα των σιτηρών.
Η εταιρεία είχε καθαρό εισόδημα 5 δισ. δολαρίων το 2021, το μεγαλύτερο στην ιστορία της, και απένειμε 1,13 δισ. δολάρια μερίδιο, κυρίως σε μέλη της οικογένειας, ενώ αναμένεται και φέτος να έχει κέρδη-ρεκόρ.
Όμως η Cargill δεν είναι η μοναδική εταιρεία με υπερκέρδη στη βιομηχανία τροφίμων. Ένας από τους κύριους ανταγωνιστές της, η Louis Dreyfus κατέγραψε αύξηση κερδών της τάξης του 82% το περασμένο έτος, κυρίως από την αύξηση των τιμών στα σιτηρά και τους ελαιόσπορους.
Τα κέρδη αυξάνονται σε ολόκληρη την αλυσίδα παροχής τροφίμων, με την έκθεση της Oxfam να αναφέρει πως η αμερικανική αλυσίδα σουπερμάρκετ Walmart απένειμε 16 δισ. δολάρια το περασμένο έτος στους μετόχους της, με μόλις το 5,9% του μέσου καλαθιού τροφίμων να καταλήγει στους μικρής κλίμακας αγρότες.
Ο μέσος ετήσιος μισθός ενός υπαλλήλου των Walmart είναι μόλις 20.942 δολάρια — αν τα χρήματα που μοιράστηκαν στους μετόχους μοιράζονταν στους 1,6 εκατ. εργαζόμενους της επιχείρησης, ο μισθός τους θα ανέβαινε στα 30.904 δολάρια την εβδομάδα.
Τεράστια κέρδη από την πληθωριστική κρίση βγάζουν και οι μεγάλες εταιρείες ενέργειας, με την τιμή του αργού πετρελαίου να έχει αυξηθεί κατά 53% σε έναν χρόνο και του φυσικού αερίου κατά 148%. Οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση των τιμών των τροφίμων και των μεταφορών.
«Κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους τα κέρδη στον τομέα της ενέργειας αυξήθηκαν κατά 45%», αναφέρει η Oxfam. «Οι δισεκατομμυριούχοι στους τομείς του πετρελαίου, του αερίου και του άνθρακα έχουν αυξήσει τον πλούτο τους κατά 53,5 δισ. δολάρια τα τελευταία δύο χρόνια».
Η ίδια εικόνα διαφαίνεται και στη φαρμακευτική βιομηχανία, όπου η πανδημία δημιούργησε 43 νέους δισεκατομμυριούχους, «που κερδοσκόπησαν από τα μονοπώλια των εταιρειών τους σε εμβόλια, τεστ και εξοπλισμό προσωπικής προστασίας».
Η απάντηση των θιασωτών της «ελεύθερης αγοράς» σε αυτές τις καταφανείς αδικίες είναι πως ο πλούτος αυτός είναι η δικαιολογημένη ανταμοιβή για το επιχειρηματικό τους πνεύμα και τα έξοδά τους στην έρευνα, χωρίς τα οποία η ανάπτυξη νέων φαρμάκων και εμβολίων θα ήταν αδύνατη.
Αυτό ήταν πάντοτε ένα ψέμα. Όπως καταγράφει η έκθεση της Oxfam, οι περισσότερες από τις περιουσίες των νέων δισεκατομμυριούχων του φαρμάκου δημιουργήθηκαν «χάρη σε δισεκατομμύρια δημόσιας χρηματοδότησης».
Η Moderna, της οποίας το εμβόλιο κατά της COVID-19 είναι το μοναδικό προϊόν, έχει περιθώριο κέρδους 70%. Όπως καταγράφει η Oxfam, η εταιρεί κατάφερε να μετατρέψει «10 δισ. δολάρια δημόσιας χρηματοδότησης (…) σε περίπου 12 δισ. δολάρια κέρδους από τα εμβόλια μέχρι σήμερα».
Η εταιρεία έχει δημιουργήσει τέσσερις δισεκατομμυριούχους με συνολικό προσωπικό πλούτο που ανέρχεται σε 10 δισ. δολάρια, ενώ μόλις το 1% των εμβολίων της έχει διοχετευτεί στις φτωχές χώρες του κόσμου. Παράλληλα, η Moderna έχει αρνηθεί να συνεργαστεί με τις προσπάθειες για την εγκαθίδρυση παραγωγής σε χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος χώρες.
Η ίδια ιστορία ισχύει και για τη Pfizer. Το περιθώριο κέρδους για το εμβόλιό της ανέρχεται σε 43% και το περασμένο έτος απένειμε μερίδιο ύψους 8,7 δισ. δολαρίων στους μετόχους της. Για να προστατεύσει τα κέρδη της, η Pfizer συνεργάστηκε με άλλες φαρμακευτικές εταιρείες ώστε να αποτρέψουν την άρση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που θα έριχνε ραγδαία τις τιμές των εμβολίων. Εκατομμύρια δολάρια έχουν ξοδευτεί σε παρασκηνιακές πιέσεις για να αποτραπεί η άρση των πατεντών.
Στη γενική της ανάλυση η Oxfam σημειώνει πως σε 24 μήνες οι δισεκατομμυριούχοι έχουν αυξήσει τον πλούτο τους όσο τον αύξησαν τα προηγούμενα 23 χρόνια, με αυτούς που δραστηριοποιούνται στους τομείς των τροφίμων και της ενέργειας να αυξάνουν τις περιουσίες τους κατά ένα δισ. δολάρια κάθε δύο ημέρες.
«Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κάθε 30 ώρες δημιουργούνταν ένας νέος δισεκατομμυριούχος», ενώ στο ίδιο χρονικό διάστημα ένα εκατομμύριο άνθρωποι σπρώχνονταν στην ακραία φτώχεια.
Η Oxfam σημειώνει πως μια σειρά από φόρους στον πλούτο θα μπορούσαν να διορθώσουν κάποια από τα κακώς κείμενα αυτής της κατάστασης. Ένας προοδευτικός φόρος πλούτου που θα ξεκινά από το 2% σε περιουσίες άνω των 5 εκατ. δολαρίων και θα φτάνει στο 5% για περιουσίες άνω του ενός δισ., θα απέφερε 2,52 τρισ. δολάρια παγκοσμίως, χρήματα αρκετά για να βγουν από τη φτώχεια 2,3 δισ. άνθρωποι και να παρασχεθούν υπηρεσίες υγείας σε 3,6 δισ. ανθρώπους σε χαμηλού εισοδήματος χώρες.
Στην κατακλείδα της έκθεσης η Oxfam σχολιάζει τα εξής: «Υπογραμμίζουμε πως η ραγδαία αύξηση του πλούτου των δισεκατομμυριούχων σήμερα και η κρίση κόστους ζωής που αντιμετωπίζουν δισεκατομμύρια άνθρωποι αποτελούν το ίδιο φαινόμενο. Αυτό δεν είναι κάτι που απλά συμβαίνει υπό την εποπτεία τους, αλλά έχει εσκεμμένα δημιουργηθεί με τη στήριξή τους».
Τέτοιου είδους συμπεράσματα θα έπρεπε να κάνουν ξεκάθαρο πως η αλλαγή πλεύσης δεν πρόκειται να επιτευχθεί σε συνεργασία με την οικονομική ελίτ, ούτε με τις κυβερνήσεις και τις πολιτικές δυνάμεις που τη στηρίζουν. Υπάρχει άμεση ανάγκη για έναν παγκόσμιο συντονισμό δράσης της εργατικής τάξης, ώστε ο πλούτος που παράγεται από την εργασία δισεκατομμυρίων να χρησιμοποιηθεί για την πρόοδο και τη βελτίωση των ζωών αυτών των δισεκατομμυρίων.