Πηγή: Aaron Bastani – Novara Media
Μετάφραση-Επιμέλεια: Δήμητρα Μπέη
Καθώς τα γεγονότα ξετυλίγονταν στο Καπιτώλιο την περασμένη εβδομάδα, αντίκρισα επανειλημμένα παραλλαγές της ίδιας δήλωσης: ότι οι ΗΠΑ είναι το σπίτι της δημοκρατίας, ότι είναι συνώνυμη με τη δημοκρατία, ότι η κεντρική αποστολή τους είναι δημοκρατική τόσο σε περιεχόμενο όσο και σε μορφή.
Αυτή η τοποθέτηση επαναλήφθηκε σε ασυνήθιστο βαθμό – στις ειδήσεις, στα podcast και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – για να τονιστεί πώς οι ενέργειες του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, των οποίων η κορύφωση συνέβη την προηγούμενη εβδομάδα, ήταν μια παρέκκλιση και αντίθετες με τον πυρήνα της ουσίας των ΗΠΑ. Δεδομένου ότι κέρδισε την προεδρία το 2016, και ακόμη και στην ήττα τον περασμένο Νοέμβριο συγκέντρωσε 74 εκατομμύρια ψήφους, κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να το πιστέψουμε.
Όπως πάντα, το Twitter ήταν το καλύτερο μέρος για να βρεις εκπληκτικά παραδείγματα ασυνάρτητων υπερβολών. Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Τζον Φαβρό ισχυρίστηκε ότι οι ενέργειες του προέδρου ήταν «χωρίς αμφιβολία, η πιο κακή, επικίνδυνη συμπεριφορά που έδειξε οποιοσδήποτε Αμερικανός πρόεδρος στην ιστορία».
Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι ο Τραμπ μας λέει πολλά για την Αμερική. Συγκεκριμένα για το ότι είναι ένα έθνος με δύο διαφορετικές και συχνά αντικρουόμενες ταυτότητες. Το να υποστηρίξει κανείς ότι είναι μια μοναδικά φωτισμένη, ευγενής χώρα – η οποία έχει συμβάλει μόνο θετικά στον κόσμο – δεν είναι μόνο μια ανακριβής δήλωση, αλλά και βαθιά διαβρωτική και πολύ περισσότερο στο εσωτερικό.
Κατά βάση, οι ΗΠΑ δεν ήταν λειτουργική δημοκρατία μέχρι το 1965 και το ψήφισμα του νόμου για τα δικαιώματα ψήφου. Μέχρι τότε, πολλά κράτη στο νότο διατηρούσαν τους νόμους «Τζιμ Κρόου» που στερούσαν το δικαίωμα ψήφου σε μαύρους ψηφοφόρους μέσω κεφαλικών φόρων, εξετάσεις για την διαπίστωση γνώσης γραφής και ανάγνωσης και διαφόρων άλλων μέτρων – στόχος των οποίων ήταν η καταστολή των ψηφοφόρων αυτών. Παράλληλα υπήρχαν νόμοι «ενάντια στην επιμιξία», επίσης κατάλοιπο του τέλους του 19ου αιώνα, που απαγόρευε στους λευκούς να παντρεύονται άτομα αφρικανικής, ασιατικής και ιθαγενικής καταγωγής. Τέτοιοι νόμοι υπήρχαν σε μισές από όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ μέχρι τη δεκαετία του 1940, αν και μέχρι τη δεκαετία του 1960 ο αριθμός είχε μειωθεί σε περίπου δώδεκα. Μόλις το 1967 το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ομόφωνα ότι ο διαφυλετικός γάμος προστατεύεται από το Σύνταγμα.
Η ανισότητα και η αντιδημοκρατική πολιτική δεν είναι ένα «παραστράτημα» του αμερικανικού έθνους, αλλά μάλλον μια μόνιμη και διαρκής κατάσταση. Αυτό διαφαίνεται πρώτα πρώτα και από την ιδρυτική «επανάστασή» της. Μια «επανάσταση» που ίσως πρέπει καλύτερα να περιγραφεί ως εξέγερση από μια ελίτ γαιοκτημόνων που κατείχε σκλάβους και επιζητούσε την αυτοδιοίκηση έναντι της δικτατορίας του Λονδίνου. Όπως γίνεται σαφές σε μια πρόταση που γράφτηκε το 1765 από τον Τζον Άνταμς, τον δεύτερο πρόεδρο του έθνους, συνοψίζοντας τα κίνητρα πίσω από το αίτημα για ανεξαρτησία: «Δεν θα είμαστε οι νέγροι τους». Οι «αυτοί» εδώ ήταν οι Βρετανοί και αυτές οι πέντε λέξεις αποκαλύπτουν την αλήθεια του θεμέλιου της Αμερικής: η ελευθερία δεν προοριζόταν ποτέ ως καθολικό δικαίωμα, αλλά κάτι που ανήκε σε μια ελίτ. Το χειρότερο από όλα είναι πως αυτή η «ελευθερία» περιελάμβανε το δικαίωμα ιδιοκτησίας άλλων ανθρώπων.
Πράγματι, δεν ήταν τυχαίο ότι 12 από τους πρώτους 16 προέδρους ήταν νότιοι και κάτοχοι σκλάβων. Τα συμφέροντά τους ευνοήθηκαν από τον τρόπο που διαμορφώθηκε και το Σύνταγμα. Το άρθρο 1, τμήμα 2 ανέφερε ότι κάθε άτομο που δεν ήταν ελεύθερο υπολογιζόταν ως τα τρία πέμπτα (3/5) ενός πολίτη για τους σκοπούς του καθορισμού της πολιτικής εκπροσώπησης. Αυτό σήμαινε ότι οι νότιες πολιτείες κατείχαν ένα τρίτο (1/3) περισσότερες έδρες στο Κογκρέσο – και ένα τρίτο (1/3) περισσότερες εκλογικές ψήφους- από ό,τι αν οι σκλάβοι είχαν αγνοηθεί εντελώς. Το αποτέλεσμα δεν ήταν μόνο να υπονομευθούν ως πολίτες οι Αφροαμερικανοί (προφανώς), αλλά και να προωθηθεί η υπεροχή των νότιων λευκών σε σχέση με τους βόρειους ανταγωνιστές τους.
Όπως θα έλεγε ο Αβραάμ Λίνκολν την παραμονή του εμφυλίου πολέμου: «Είναι μια αλήθεια που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ότι σε όλες τις ελεύθερες πολιτείες κανένας λευκός δεν είναι ισάξιος με τον αντίστοιχο λευκό στις πολιτείες με σκλάβους». Αυτό το χαρακτηριστικό ήταν μοναδικό και επικρατούσε μόνο στην Αμερική. Ενώ πολλές άλλες χώρες επέκτειναν την αποκλειστική μεταβίβαση ψήφου στους λευκούς ιδιοκτήτες γης, πουθενά αλλού δεν υπήρχε τέτοιο χάσμα ανάμεσα σε άτομα της ίδιας κάστας. Παρόμοια μοναδικός και βάρβαρος, ήταν ο Νόμος περί πολιτογράφησης του 1790, ένας νόμος που επέτρεπε μόνο «ελεύθερους λευκούς […] καλού χαρακτήρα» να γίνουν πολίτες των ΗΠΑ, εξαιρώντας τα ατόμων που δεσμεύονταν με συμβόλαια για να παρέχουν την εργασία τους (εξαιτίας π.χ. χρηματικών διαφορών που είχαν με τον δανειστή τους), τους σκλάβους, τους ελεύθερους μαύρους και τους Αμερικανούς ιθαγενείς.
Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν ήταν ποτέ δημοκρατία είναι επίσης εμφανές και στο ποιόν των ανθρώπων που εμπνεύστηκαν από τη χώρα. Ενώ για τον Γάλλο αριστοκράτη Ντε Τοκβίλ, οι ΗΠΑ ήταν ένα καταφύγιο ελευθερίας, για όσους συμμετείχαν στους απελευθερωτικούς αγώνες σε όλη τη Λατινική Αμερική, ήταν το Σεντ-Ντομίνγκ, η σημερινή Αϊτή, η οποία ήταν μια «λαμπρή πόλη στο λόφο». Για αυτούς τους αγώνες – που σε αντίθεση με τον Αμερικανικό πόλεμο της Ανεξαρτησίας συχνά πίστευαν στη φυλετική ισότητα – ήταν ο Τουσάν Λουβερτούρ που ενσάρκωνε την ελευθερία παρά ο Τζορτζ Ουάσινγκτον.
Πράγματι, ακριβώς λόγω του κύρους της Επανάστασης της Αϊτής απαγορεύτηκε σε άτομα προερχόμενα από το Σεντ-Ντομίνγκ να εισέλθουν σε ορισμένες πολιτείες για να μην μολύνουν το έθνος των σκλάβων, όπως το λέει ο καθηγητής Μάικλ Ζούκερμαν, με τις «επικίνδυνες ιδέες της ελευθερίας και της φυλετικής ισότητας». Εάν υπάρχει ένας τόπος γεννήσεως της σύγχρονης δημοκρατίας στο δυτικό ημισφαίριο δεν είναι οι ΗΠΑ, αλλά η Αϊτή.
Τέτοια γεγονότα δεν απαριθμούνται ως ένα μάθημα ιστορίας. Αντίθετα, δείχνουν ότι η πολιτική του Τραμπ και οι βαθιές δυνάμεις που έχει κινητοποιήσει στην αμερικανική κοινωνία, δεν βρίσκονται στο περιθώριο της ιστορίας της χώρας αλλά στο κέντρο της. Οι νόμοι του Τζιμ Κρόου μπορεί να εισάχθηκαν πριν από σχεδόν 150 χρόνια, αλλά η νίκη ενός Εβραίου άνδρα και ενός Αφροαμερικανού στην πολιτεία της Τζόρτζια την περασμένη εβδομάδα ήταν ακόμη ένα απίθανο γεγονός επειδή οι προσπάθειες καταστολής των ψηφοφόρων έχουν ενταθεί την τελευταία δεκαετία. Ήταν σε αυτή την πολιτεία, πρέπει να θυμόμαστε, όπου μετά το 1829 ήταν ποινικό αδίκημα να διδάσκει κανείς έναν Αφροαμερικανό να διαβάζει.
Ούτε αυτό σημαίνει ότι η Αμερική είναι αποκλειστικά κακή. Καμία σχέση με αυτό. Για κάθε Τζον Καλχούν υπήρχε μια Χάριετ Τάμπμαν. Για κάθε πολιτικό ιδιοκτήτη σκλάβων υπήρχε μια Ρόζα Παρκς ή μια Στέισι Άμπραμς. Πράγματι, δεδομένου ότι η χώρα σφυρηλατήθηκε από τα δεινά της δουλείας και της γενοκτονίας, δεν αποτελεί έκπληξη ότι είναι επίσης το μέρος όπου ο πόθος για την ελευθερία ακούγεται συχνά πιο δυνατός. Αλλά η διατήρηση αυτής της ελευθερίας, παγκοσμίως, δεν ήταν ποτέ ο θεμελιώδης στόχος της. Αυτό όχι μόνο εξηγεί τη σύνθλιψη πολλών εγχώριων αντιφρονούντων, αλλά και τον σφετερισμό της δημοκρατίας στο εξωτερικό όποτε θεωρείται ότι είναι προς το «εθνικό συμφέρον». Οι ίδιες αρχές και συμφέροντα οδήγησαν στην ανατροπή του Μοσάντεγκ στο Ιράν και στη δολοφονία του Φρεντ Χάμπτον στο Σικάγο.
Η ιδέα ότι η Αμερική είναι το σπίτι της δημοκρατίας δεν έχει καμία βάση στην πραγματικότητα, και η ανεκτικότητα σε αυτόν τον παρηγορητικό αλλά εσφαλμένο μύθο δεν αποτελεί άμυνα ενάντια στον αυξανόμενο αυταρχισμό. Αντίθετα: μόνο αναγνωρίζοντας ότι οι ΗΠΑ είναι υπεύθυνες για πολλές ιστορικές αμαρτίες – τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό – μπορούμε καλύτερα να προστατευθούμε ενάντια στον φασισμό της εποχής μας.