του Δημήτρη Λένη / Εκτός Γραμμής
Η διεθνής αστάθεια εξακολουθεί να αυξάνεται. Η οικονομική κατάσταση στη Δύση, αν και επιφανειακά σταθεροποιημένη, δείχνει σαφή σημάδια υποχώρησης στο άμεσο μέλλον. Είναι όμως στο πολιτικό επίπεδο που οι υπόγειες οικονομικές αναταράξεις του μέλλοντος βγαίνουν στην επιφάνεια του παρόντος και γίνονται βίαιες ριπές σαρωτικής κρίσης.
Τα αντιφατικά αποτελέσματα των ευρωεκλογών το δείχνουν. Φρενάρισμα της ανόδου του φασισμού, αλλά στροφή στα δεξιά και συνολική αποσταθεροποίηση του «κέντρου», καταποντισμός της ευρωαριστεράς, αποδιάρθρωση των ταξικών αντιπροσωπεύσεων που τροφοδοτούσαν τους ευρωπαϊκούς δικομματισμούς εδώ και εβδομήντα χρόνια.
Αλλά στην ίδια κατεύθυνση δείχνει εξάλλου και το διαρκές γεγονός ότι η φθίνουσα υπερδύναμη κυβερνάται από κάποιον που συμπεριφέρεται σαν να καθόταν στον σιδερένιο θρόνο (και που ίσως νομίζει για τον εαυτό του ότι είναι ένας Λάννιστερ, αν και περισσότερο μοιάζει σε έναν γερασμένο Τζόφρι): ένας χαοτικός κακός (chaotic evil), ένας ναρκισσιστικός «κοινωνικοπαθής» (sociopath) που είναι απολύτως πεπεισμένος ότι πετυχαίνει συστηματικά τους στόχους του, όταν σε γενικές γραμμές έχει πλήρως αποτύχει να εκπληρώσει τον ρόλο του – αν και το εκλογικό του ακροατήριο εξακολουθεί να τον λατρεύει.
Και, πέρα από τη Δύση, η σταθεροποίηση του ακροδεξιού εθνικιστή (αν αυτός ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί εδώ) Μόντι στην εγγενώς ασταθή Ινδία, οι προστριβές της τελευταίας με το Πακιστάν, η οικονομική κρίση στην οποία έχει αυτό πλέον εισέλθει – μαζί με τις περισσότερες από τις BRICS, τη Βραζιλία, την Αργεντινή και την Τουρκία, ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα, όλα αυτά δείχνουν πώς η μακρά οικονομική κρίση που σιγοκαίει από κάτω εκφράζεται με το σκάσιμο των αντιφάσεων πρώτα στην πολιτική επιφάνεια.
Είναι στο πολιτικό επίπεδο που η αντιφατικότητα αυτή συνεχίζει να συσσωρεύεται, να κοχλάζει, αλληλεπιδρώντας με τη βαθύτερη αστάθεια του οικονομικού. Η γενικότερη διεθνής στροφή στα δεξιά όμως, αποτέλεσμα αυτού του κοχλασμού, δεν πρόκειται να σταθεροποιηθεί εκεί. Αυτό, για παράδειγμα, φαίνεται από τα ποσοστά απόρριψης του πολιτικού συστήματος και απάντησης «όχι» στην ερώτηση αν η χώρα πηγαίνει στη σωστή κατεύθυνση (αυτό ισχύει για όλες τις δυτικές χώρες).
Και δικαιολογείται από το γεγονός ότι η φυγή προς τα εμπρός που προτείνουν οι δεξιές αυτές δυνάμεις (το βάθεμα δηλαδή των νεοφιλελεύθερων τομών), τυλιγμένο σε μια σειρά «πολιτισμικά», εθνικά ή θρησκευτικά ζητήματα, πολιτικές ταυτοτήτων, αντιμεταναστευτικά τείχη ή θρησκευτικό και αντιδραστικό φανατισμό, όλο αυτό το πακέτο έχει κοντά ποδάρια. Η εποχή του «νεο»φιλελευθερισμού, όπως συμβατικά τον λέμε, η εποχή που η απελευθέρωση του καπιταλισμού από τα «κρατικά δεσμά» (δεσμά που φυσικά ουδέποτε υπήρξαν), έχει φτάσει στο τέλος της. Οι φαντασιακές «λύσεις» που προτείνει η δεξιά δεν πρόκειται να ξαναδώσουν στο κεφάλαιο την εκρηκτική αύξηση της κερδοφορίας που αυτό χρειάζεται – επομένως δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι αυτή η κατάσταση θα σταθεροποιηθεί όπως είναι τώρα.
Η αποδόμηση της πολιτικής του κεφαλαίου και το GoT
Ο Καπιταλισμός είναι το κοινωνικό σύστημα της Ελευθερίας και της Ισότητας. Το Κεφάλαιο εκκρίνει εγγενώς μία πολιτική (ιδεολογική) αξία: την Ελευθερία. Πράγματι, η αγορά είναι ο τόπος της εθελοντικής ανταλλαγής εμπορευμάτων, της «ελεύθερης» επομένως ανταλλαγής εργατικής δύναμης με μισθό. Η ελευθερία αυτή σημαίνει ή, μάλλον, υπονοεί την ισότητα των «πολιτών» που ελεύθερα συναλλάσσονται μεταξύ τους. Απόδειξη: Ο εργάτης και το αφεντικό, και οι δύο, από μία ψήφο έχουν στις εκλογές, ψέματα;
Υπάρχουν μια σειρά λήμματα που παράγονται από τα παραπάνω αξιώματα. Ένα από αυτά είναι η ισότητα των ευκαιριών, η αξιοκρατία. Αν είσαι εργατική και τίμια και καλή, θα πας μπροστά. Αν είσαι τεμπέλης και άχρηστος και κακός, θα καταλήξεις είτε ζητιάνος είτε κλέφτης (ή ακόμα χειρότερα συγγραφέας δοκιμίων για το GoT, θεοί φυλάξοιεν). Η πολιτική και η θεολογία (ή τέλος πάντων μια απλοϊκή μορφή θεολογίας) δεν είναι και τόσο μακριά μεταξύ τους σε ένα οικονομικό σύστημα που μανιχαϊστικά χωρίζει τα πολιτικά του υποκείμενα (τους πολίτες-Άτομα) σε δύο κατηγορίες, τους καλούς και τους κακούς.
Η ιστορία δεν υπάρχει, οι τάξεις και οι κοινωνικές συνθήκες δεν υπάρχουν, το μόνο που υπάρχει είναι άτομα με τους εγγενείς χαρακτήρες τους· το Άτομο είναι αποκλειστικά υπεύθυνο για την κατάστασή του και τη βελτίωσή της (ή τη χειροτέρευσή της). Άρα οι «ελεύθερες» αλληλεπιδράσεις των Ατόμων μεταξύ τους εύκολα καταλήγουν να «εξηγούνται» από την προαιώνια σύγκρουση του Καλού-με-το-Κακό, όπου βέβαια το Άτομο εγκαλείται να ταυτιστεί με τον ρόλο του Καλού και ο (εκάστοτε) Άλλος με το Κακό. Κι έτσι, με απολύτως φυσικό τρόπο, φτάνουμε σε μια χαρούμενη χομπσιανή κατάσταση [ο άνθρωπος για τον άνθρωπο, λύκος. Ή ανταρόλυκος. Ή λυκάνθρωπος], με τους πάντες να οφείλουν να πιστεύουν για τον εαυτό τους ότι είναι οι καλοί της υπόθεσης που μάχονται με αισιόδοξη αποφασιστικότητα τις σκοτεινές δυνάμεις των Ορκ του κακού.
Η ψυχολογική απόδραση από την πραγματικότητα που προσφέρει αυτή η ερμηνευτική της πραγματικότητας είναι μεν εύκολα εμπορεύσιμη (όλα τα μπλοκμπάστερ των τελευταίων δεκαετιών είναι επικές μάχες του Καλού-με-το-Κακό σε διάφορες μορφές), αλλά οπωσδήποτε η γελοία συλλογιστική της αφήνει κάποια, ας το θέσουμε ευγενικά, αναπάντητα ερωτήματα – συχνά μάλιστα θα λέγαμε υπαρξιακού χαρακτήρα, όπως λ.χ. την τελική αδυναμία να ταυτιστεί κανείς με τον «καλό», αν αυτός αδιακρίτως πυροβολεί, εκτοξεύει βέλη, πυραύλους ή διάφορα βλήματα και, εν πάση περιπτώσει, γενικώς σκοτώνει, χρησιμοποιώντας συνήθως απρόκλητη και υπερβάλλουσα βία. Το πράγμα μάλιστα περιπλέκεται σχιζοφρενικά δεδομένου ότι ο ήρωας οφείλει ταυτόχρονα να καταδικάζει τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται.
Αυτό το ερμηνευτικό κενό κάλυψε σε επίπεδο μαζικής κουλτούρας το GoT, και σε αυτό οφείλεται η επιτυχία του. Πράγματι, αν αρχέτυπο των ιστοριών μεσαιωνικής φαντασίας (fantasy) είναι –και δικαίως– ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, ο ρόλος του GoT ήταν η αποδόμηση αυτού του τύπου αφηγήσεων. Εδώ, ο όρος «αποδόμηση», που μικρή μόνο σχέση έχει με την ομώνυμη ντερρινταϊκή φιλοσοφική κατηγορία, χρησιμοποιείται για να περιγράψει αυτή την κατηγορία κριτικών λογοτεχνικών αφηγημάτων που επιχειρούν να απαντήσουν το ερώτημα: Αν παίρναμε τοις μετρητοίς ως συμβαίνουσες, ως πραγματικές τις φανταστικές «πραγματικότητες» που περιγράφονται σε ένα αφήγημα, ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις; Ποιες θα ήταν οι συνέπειες των πράξεων των ηρώων; Πώς θα λειτουργούσε «ρεαλιστικά» ένας τέτοιος κόσμος;
Για παράδειγμα, αν αποδομούσε κανείς τα γκαγκ των αμερικάνικων καρτούν με τους αλληλοτραυματισμούς των ηρώων με σφυριά διαφόρων μεγεθών, πιάνα, πυροβόλα όπλα, διάφορα αντικείμενα καθημερινής χρήσης κ.λπ., θα έπρεπε να δείξει στην επόμενη σκηνή το θύμα στο νοσοκομείο ή το νεκροταφείο και τον θύτη στη φυλακή, κάτι που γενικά δεν γίνεται (παρά μόνο αν είναι μέρος ενός νέου γκαγκ, π.χ. το θύμα πετάει τους γύψους και τις γάζες και φεύγει τρέχοντας κ.ο.κ.).
Κάπως έτσι και το GoT, τόσο στη λογοτεχνική όσο και στην τηλεοπτική του μορφή, τουλάχιστον στους πρώτους 5 κύκλους, ήταν μια συνειδητή απόπειρα αποδόμησης όλων των συμβάσεων (και είναι και πολλές…) της ιστορίας της μάχης του καλού και του κακού, τραβώντας μέχρι το τέλος τους τις συνέπειες των πράξεων των ηρώων.
Έτσι, έχουμε βέβαια από τη μία τις ατομικές συνέπειες των πράξεων αυτών· τον πρίγκιπα (που δεν είναι και τόσο ωραίος ούτε πάνω σε λευκό άλογο) η πριγκίπισσα δεν τον παντρεύεται από έρωτα αλλά από πολιτικό καταναγκασμό, οι μονομαχίες έχουν ως συνέπεια απώλειες, οι καλοί (που εδώ που τα λέμε δεν είναι και τόσο καλοί) συνήθως χάνουν, οι δράκοι είναι όπλα μαζικής καταστροφής κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ.
Αλλά η πλάγια «εισβολή» αυτή της πραγματικότητας έχει και μια ακόμα σημαντικότερη συνέπεια, την εισβολή επίσης του κοινωνικού: Οι πρίγκιπες και οι πριγκίπισσες πρέπει να κυβερνούν και όχι να κοιτούν την ευτυχία των υπηκόων τους – το οποίο σημαίνει φυσικά και την εισαγωγή μιας ορισμένης ταξικής ανάγνωσης της αφήγησης· οι υπήκοοι οφείλουν να επανδρώνουν τους στρατούς των δυναστικών ερίδων, οι στρατοί κάνουν πόλεμο, ο πόλεμος συνεπάγεται βιασμούς και φόνους από όλες τις πλευρές, όχι μόνο την πλευρά των κακών κ.ο.κ., κ.ο.κ., κ.ο.κ.
Η «πραγματικότητα» αυτή βέβαια τελικά δεν είναι παρά ένα ακόμα παραμύθι, μια φανταστική αφήγηση όπως και κάθε άλλη. Έχει όμως μια κρίσιμη διαφορά: Ρητά αρνείται την παραμυθιακή-μανιχαϊστική (και επομένως θεολογική, σωτηριολογική) ανάγνωση του τολκιενικού μοντέλου προσφέροντας στη θέση του μια μεταμοντέρνα, «μεσαιωνική» ανάγνωση των δικών μας υστεροκαπιταλιστικών κοινωνιών.
⎼ Ο Άρχοντας των δαχτυλιδιών είναι σαν να λέει στον αναγνώστη (και θεατή των ταινιών): Αναγνώστη, πάρε δύναμη από την ταύτισή σου με το φτωχό και αδύναμο χόμπιτ που τελικά τα καταφέρνει με μόνο του όπλο τη θέλησή του να νικήσει τις αδυναμίες του, να βελτιώσει τον εαυτό του μετά από τιτάνια εσωτερική πάλη –η οποία φυσικά εξωτερικεύεται– να ρίξει το δαχτυλίδι στη φωτιά και να κερδίσει το Κακό…
⎼ Το GoT είναι σα να λέει: Κοίτα φίλε, ναι, είναι προφανές ότι και αυτό εδώ είναι ένα παραμύθι, σαν τον Άρχοντα. Εγώ όμως θα σου τονίσω αυτό που δεν εξήγησε ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, ότι δηλαδή εκεί κερδισμένος δεν είναι βέβαια το Χόμπιτ και οι εσωτερικές του μάχες (ας καγχάσω, καγχ καγχ), αλλά ο κληρονόμος του Ίσιλντουρ, ο νόμιμος διεκδικητής των θρόνων της Άμορ και της Γκόντορ, ο Άραγκορν ΙΙ Έλεσσαρ Τέλκονταρ, ο οποίος οφείλει στο τέλος να αποδεχτεί τη δύσκολη μοίρα του να στεφτεί βασιλιάς (ο καημενούλης), εκμεταλλευόμενος την απλήρωτη εργασία του Φρόντο. Και όχι μόνο αυτό. Εσύ θεατή, που ένιωθες κοντά στο Χόμπιτ, είσαι στην πραγματικότητα διαφανής, ανύπαρκτος, αφού σε έναν πραγματικό κόσμο οι αδύναμοι δεν έχουν θέση στο κέντρο της αφήγησης, είναι μόνο πιόνια ευρύτερων δυνάμεων. Οι βασιλιάδες οφείλουν και αυτοί να χρησιμοποιούν τα ρεύματα της ιστορίας αν θέλουν να επιπλεύσουν γιατί, όπως είπε και η Σέρσεϊ, «στο παιχνίδι των θρόνων ή κερδίζεις ή χάνεις· δεν έχει τρίτο δρόμο». Κι αν θες να ξέρεις, στο τέλος δεν ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα· ακόμα κι αυτοί που κερδίζουν στο παιχνίδι, στο τέλος χάνουν. Τά ’χει αυτά η ζωή.
Πράγματι, ένα στοιχείο που έκανε από την αρχή δημοφιλές το GoT ήταν ότι δεν δίσταζε να σκοτώσει τους ήρωές του. Και αυτό επειδή, όταν προσπαθείς να καταγράψεις όψεις της πραγματικότητας, αναγκαστικά οι ήρωες γίνονται και αυτοί πιόνια· ο ήρωας είναι η συμπύκνωση, η προσωποποίηση των κοινωνικών δυνάμεων που τον κινούν και τον διαμορφώνουν.
Εάν οι δυνάμεις αυτές είναι σημαντικές, υπαρκτές, πραγματικές, τότε οι ήρωες είναι αναλώσιμοι, όπως και στη ζωή – και οι θεατές δεν θα δυσανασχετήσουν αν οι ήρωες φύγουν από τη μέση όταν τελειώσει ο ρόλος τους, η ιστορία θα συνεχιστεί βρίσκοντας νέους ήρωες που με τη σειρά τους θα αναλωθούν κ.λπ. Παύουν επίσης να υπάρχουν καλοί και κακοί. Σε αυτού του τύπου την (ατελέστατη και απλοϊκή μεν, καλή τη πίστη δε) μεσαιωνική αντανάκλαση της καπιταλιστικής κοινωνίας, η ιστορία (και η Ιστορία) δεν έχει ηθικά χαρακτηριστικά, είναι μια τυφλή δύναμη περίπου σαν φυσική καταστροφή, ακριβώς αντανακλώντας την κυρίαρχη αφήγηση για όλες τις κοινωνικές κατασκευές, όπως λ.χ. τις καπιταλιστικές κρίσεις.
Η κρίση, λέει αυτή η αφήγηση, είναι μια φυσική καταστροφή, δεν ευθύνεται το κεφάλαιο γι’ αυτήν, να, δείτε, εξαιτίας της καταστράφηκαν τραπεζίτες και βιομήχανοι, εμπρός, ας κάνουμε μια κοινή προσπάθεια όλοι μαζί να ξεχάσουμε τα περασμένα, να κάνουμε μια νέα αρχή ξεκινώντας από το μηδέν, κι όποιος ήταν από κάτω θα είναι από κάτω, κι όποιος ήταν από πάνω θα είναι από πάνω.
Σε αυτή την αποδομητική του λειτουργία το GoT δεν είναι μοναδικό. Λόγω της τεράστιας εισροής κεφαλαίων τα τελευταία χρόνια στο τηλεοπτικό μέσο, έχει υπάρξει χώρος και για άλλες νοήμονες αφηγήσεις. Για παράδειγμα, οι Sopranos ήταν ίσως η πρώτη προσπάθεια με αποδομητικές (δηλαδή κοινωνιολογικές) τάσεις στην αφήγησή τους. Φυσικά, το κορυφαίο παράδειγμα παραμένει με πολύ πολύ μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο το The Wire, το οποίο επίσης έτεινε να σκοτώνει τους ήρωές του, αφού οι πραγματικοί ήρωες ήταν οι κοινωνικές δομές και οι θεσμοί της πόλης της Βαλτιμόρης, δηλαδή το εμπόριο ναρκωτικών, τα συνδικάτα του λιμανιού, το σχολικό σύστημα, η αστυνομία, ο τύπος κ.λπ., και ο τρόπος που αυτά διαμορφώνουν τα άτομα.
Αν το Wire, με τη μέτρια και κάπως «ειδική», διανοουμενίστικη δημοφιλία του, κατάφερε να ολοκληρώσει στους πέντε κύκλους του την ανάλυση του συστήματος, το πρόβλημα με το GoT ήταν ότι έγινε υπερβολικά μεγάλο. Το στούντιο, συνηθισμένο από την εγκεφαλικά νεκρή, ψυχολογίστικη ερμηνεία μάχης καλού με κακό των (υπερ)ηρωικών μπλοκμπάστερ, χρειάστηκε να διαχειριστεί το κλείσιμο της σειράς. Το πρόβλημα μεγεθύνθηκε από το γεγονός ότι ο ίδιος ο συγγραφέας των βιβλίων, ο Τζ.Ρ.Ρ. Μάρτιν, αδυνατεί εδώ και χρόνια να κλείσει την αφήγησή του με έναν συνεκτικό τρόπο.
Η συρροή αυτών των παραγόντων προφανώς οδήγησε την τελευταία σεζόν να είναι μια συρραφή από εύκολα κλισέ της μάχης του Καλού-με-το-Κακό, μια τροπή που τουλάχιστον είναι εκ των προτέρων σαφές ότι θα κρατήσει τις ακροαματικότητες χωρίς να διακινδυνεύσει την υπονόμευση του ρόλου του στούντιο ως παραγωγού ιδεολογίας. Γιατί μια αυτοσυνεπής αποδομητική αφήγηση θα έπρεπε να οδηγήσει στην κατάρρευση το προηγούμενο σύστημα των βασιλείων, την κατάργηση του σιδηρού θρόνου και σε ένα από δύο ενδεχόμενα: είτε την πλήρη μηδενιστική κατάρρευση κάθε τάξης και τη βαρβαρότητα με την κατίσχυση της απειλής των παγωμένων ζόμπι (κάτι που προφανώς δεν θα άρεσε στην πλειονότητα του κοινού που τα ζόμπι αυτά θα τα ταύτιζε με λ.χ. τους ισλαμιστές τρομοκράτες ή τους Μεξικάνους μετανάστες, ή ό,τι απειλή νιώθει πρόχειρη τέλος πάντων ο καθένας) είτε σε κάποιου τύπου εκ βάθρων αλλαγή του συστήματος, αλλαγή κάπως ιδεολογικά αμφιλεγόμενη, ειδικά τη στιγμή που παρά τη φαινομενικά απόλυτη ιδεολογική του κυριαρχία, ο νυν κάτοχος του πραγματικού σιδερένιου θρόνου στην Ουάσινγκτον νιώθει για κάποιον μυστήριο λόγο υποχρεωμένος να κηρύσσει στον λαό και τους ευγενείς του King’s landing: «Απόψε ανανεώνουμε την αποφασιστικότητά μας ότι η Αμερική ποτέ δεν θα γίνει μια σοσιαλιστική χώρα» (λόγος του Τραμπ, 5.2.19). Μπα; Είναι ορατός τέτοιος κίνδυνος;
Κατόπιν τούτων, η απόφαση ήταν μονόδρομος για τα στούντιο. Η απειλή που σταθερά οικοδομούνταν επί τόσα χρόνια βόρεια από το τείχος ξεφούσκωσε απογοητευτικά σε μια στιγμή. Ο χειμώνας δεν ήρθε, οι καλοί ήταν καλοί, οι κακοί κακοί, βασιλιάς έγινε το καλό άτομο με ειδικές ανάγκες (μια πολιτικά ορθή απόφαση που τονίζει ότι και στον πραγματικό κόσμο τα άτομα με ειδικές ανάγκες έχουν ακριβώς μα ακριβώς τις ίδιες ευκαιρίες με όλα τα υπόλοιπα «κανονικά» άτομα) κι έτσι έγινε μια νέα αρχή και μια κοινή προσπάθεια από όλους μαζί, κι όποιος ήταν από κάτω θα είναι από κάτω, κι όποιος ήταν από πάνω θα είναι από πάνω.
Οι νέοι θεατές, που δεν είχαν καταλάβει καθόλου το κοινωνιολογικό περιεχόμενο της σειράς και οι οποίοι προσελκύστηκαν σε αυτήν από την πολύ ακριβή και προσεγμένη παραγωγή, συνηθισμένοι στις ψευτοψυχολογίστικες ερμηνείες, το απόλαυσαν. Οι παλιότεροι οπαδοί της σειράς που είχαν «καλομάθει» στα «δύσκολα» ένιωσαν κάπως απογοητευμένοι από τις αποφάσεις του στούντιο (δηλαδή του κεφαλαίου). Υπήρξε πάντως και μια μικρή, προχωρημένη μειονότητα οπαδών που είχαν ήδη καταλάβει το βαθύτερο δίδαγμα της σειράς και οι οποίοι δεν απογοητεύτηκαν. Ούτε ενθουσιάστηκαν. Το περίμεναν. Γιατί, όπως είπαμε, υπάρχει φυσικά ένα βαθύτερο δίδαγμα σε όλα αυτά: Τά ’χει αυτά η ζωή…
Τι θα γίνει; Αργεί πολύ αυτός ο ρημαδοχειμώνας;
Η πλήρης αποτυχία των ιδεολογικών μηχανισμών να υποστηρίξουν την ελευθερία και την ισότητα ως εγγενή χαρακτηριστικά του συστήματος εδράζεται στην οικονομική αποτυχία της στήριξης ενός στοιχειώδους επιπέδου ζωής για τις κατώτερες τάξεις. Η αποτυχία αυτή βέβαια, δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε σοσιαλιστική επανάσταση, όπως ανακάλυψε ο νεαρός και αφελής ακόμα Μαρξ, που την επαύριον των επαναστάσεων του 1848, ήταν βέβαιος ότι η επόμενη κρίση του καπιταλισμού θα ήταν η τελευταία (αφού η κρίση θα έφερνε ξανά επανάσταση, μεγαλύτερη από την προηγούμενη κ.λπ.).
Όταν η κρίση της δεκαετίας του 1850 όντως ήρθε αλλά και πιο μικρή ήταν από το αναμενόμενο και καμιά επανάσταση δεν έφερε, το αντίθετο, ο απορημένος Μαρξ, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε συμβεί, άρχισε να μελετά πιο σοβαρά τον καπιταλισμό. Τα υπόλοιπα οι ενδιαφερόμενοι/ες μπορούν να τα διαβάσουν στο Κεφάλαιο.
Αντίθετα λοιπόν με το προφανές, η αποτυχία του καπιταλισμού δεν φέρνει αυτομάτως την επανάσταση αλλά την αντίδραση: Ο Χειμώνας είναι ήδη εδώ. Η φυγή προς τα εμπρός, η περαιτέρω εμβάθυνση των καπιταλιστικών σχέσεων, η δεξιά στροφή είναι η αυτόματη, εσωτερική αντίδραση του συστήματος στην κρίση.
Και αυτό επειδή στην κρίση διακυβεύεται η θέσης τους, συμπιέζονται ή προλεταριοποιούνται τα μικροαστικά στρώματα, τα οποία, αδυνατώντας να χωνέψουν τον ενδιάμεσο ρόλο τους και την απώλεια της ίδιας της ψυχής και λόγου ύπαρξής τους, της Ιερής Ιδιοκτησίας τους, κάθε φορά εξεγείρονται διακηρύσσοντας με περισσή περηφάνια ότι αυτά μπορούν να κάνουν τον καπιταλισμό να λειτουργήσει καλύτερα από τον «αποτυχημένο», «παρακμιακό» αστισμό – ο οποίος, συνήθως, υπερασπίζεται την αστική δημοκρατία· ένας παραπάνω λόγος να την καταργήσουμε!
Η αστική δημοκρατία (ένα πολιτικό μέγεθος) και η ελευθερία (οικονομικό μέγεθος, αφού εκκρίνεται από την Άγια Αγορά) είναι ασύμβατες. Έτσι έχει γίνει πολλές φορές ως τώρα από τη θερμιδοριανή αντίδραση και μετά, με μέγιστο ιστορικό παράδειγμα τους μεσοπολεμικούς φασισμούς, τα αυθεντικά αυτά αντιδραστικά κινήματα μικροαστικής (και έτσι λαϊκής και πληβειακής) βάσης που, προτείνοντας στο μεγάλο κεφάλαιο μια έξοδο από την κρίση, αντί να μετατραπούν σε κυρίαρχη τάξη (κάτι προφανώς αδύνατο) εντέλει πρόσφεραν τον εαυτό τους θυσία στη μηχανή του κεφαλαίου.
Και εδώ είναι η μεγάλη διαφορά της ανόδου του νεοσκοταδισμού, της νέας δεξιάς σήμερα, με την άνοδο του φασισμού στον μεσοπόλεμο: ότι ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι, πρότειναν στα ευρωπαϊκά Κεφάλαια πρωτότυπες οδούς διαφυγής από τη βαθιά μεσοπολεμική κρίση. Ο συνδυασμός σκληρής πειθάρχησης των κατώτερων τάξεων, κορπορατιστικού κράτους (δηλ. Κράτους-επιχειρηματία) και ενός πρωτοκεϋνσιανού μοντέλου αύξησης της ενεργού ζήτησης (δεν την έλεγαν έτσι τότε ακόμα) με μοχλό την κρατική δαπάνη και τον εμπνευσμένο από την νεαρή ΕΣΣΔ κεντρικό σχεδιασμό, ήταν τότε μια πολύ ελπιδοφόρα μέθοδος που την μιμήθηκε αμέσως μετά και η Αμερική του Νιου Ντιλ, σε δημοκρατικά όμως συμφραζόμενα.
Το κεφάλαιο στις φασιστικές χώρες είδε ανάκαμψη της κερδοφορίας του από τις φασιστικές πολιτικές – γι’ αυτό και προχώρησε στην σύμφυση με το φασιστικό φαινόμενο. (Το γεγονός ότι η μέθοδος αποδείχτηκε τελικά ανεπαρκέστατη είναι αδιάφορο· τη λύση την έδωσε ούτως ή άλλως ο πόλεμος δέκα χρόνια αργότερα…).
Το να προβλέψει κανείς τι θα γίνει είναι γενικά μιλώντας μάλλον αδύνατο· το να προβλέψουμε όμως τι δεν μπορεί να γίνει είναι ίσως λίγο λιγότερο αδύνατο. Και η φιλελέ φυγή προς τα εμπρός –με στοιχεία παραδόξως προστατευτισμού– που προτείνει η ακροδεξιά σήμερα είναι κατά πάσα πιθανότητα ένα αδιέξοδο για το κεφάλαιο, είναι απλώς μια από τα ίδια.
Εδώ εδράζεται και ο βασικός λόγος που είναι μάλλον δύσκολο (όχι όμως αδύνατο) η ακροδεξιά να μετασχηματιστεί σε έναν γνήσιο φασισμό: Ο μεσοπολεμικός φασισμός πρότεινε έναν τρόπο διεξόδου από την κρίση του καπιταλισμού ο οποίος είναι αδύνατο να εφαρμοστεί σήμερα. Έτσι, σε συνθήκες δημογραφικής γήρανσης (η οποία μάλιστα επεκτείνεται πλέον και στις χώρες προέλευσης μεταναστών), αδυναμίας των τεχνολογικών καινοτομιών (και …κενοτομιών) να αυξήσουν την παραγωγικότητα και επερχόμενης κλιματικής καταστροφής, οι πολιτικές συνδυασμού φόβου, επιστροφής στη θρησκεία και γενικά αντιδραστικών ιδεολογημάτων από τη μία και τούρμπο νεοφιλελευθερισμού από την άλλη, είναι πολύ δύσκολο να δούμε πώς θα μπορούσαν να επικρατήσουν σε ένα μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα (φυσικά, η κεϋνσιανή προειδοποίηση ότι μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί ισχύει πάντα).
Γιατί όλα τα νεοαντιδραστικά, νεοσκοταδιστικά κινήματα (η alt-right, ο «σκοτεινός Διαφωτισμός», οι διάφορες «λαϊκίστικες» δεξιές της Ευρώπης κ.λπ.) που ξεφυτρώνουν χρησιμοποιώντας συχνά τα social media (τα οποία υπενθυμίζουμε είναι επιχειρήσεις κερδοσκοπικές, που είχαν συχνά χαιρετηθεί από δεξιά και αριστερά ως το μέλλον της δημοκρατίας…), μπορεί να προτείνουν στο φαντασιακό των οπαδών τους μια οργισμένη μορφή αντίδρασης, μια φαντασιακή επιστροφή σε ένα ανύπαρκτο παρελθόν, τότε που η μικροαστική ιδιοκτησία γινόταν σεβαστή, αλλά στο επίπεδο της πραγματικότητας, οι οικονομικές τους προτάσεις είναι ένας τούρμπο φιλευθερισμός με (ουτοπικές) πινελιές προστατευτισμού. Κορυφαίο παράδειγμα ο «νεοκαμεραλισμός» της alt-right, η πρόταση για κυριολεκτική ιδιωτικοποίηση του κράτους, μετατροπή του σε ΑΕ με κυβερνήτη τον CEΟ, σκοπό τη μεγιστοποίηση των κερδών και απόδοση δικαιώματος ψήφου μόνο στους μετόχους του.
Η αντιδραστική ιδεολογία είναι χρήσιμη πολύ ως τσιμέντο που συγκρατεί τα στρώματα στόχους της νεοδεξιάς στο «μαντρί». Το πρόβλημα; Δεδομένου ότι η πλήρης απελευθέρωση του κεφαλαίου (ως μέθοδος εξόδου από την κρίση) έχει φτάσει και αυτή στην κρίση της, αν δεν υπάρξουν οικονομικά αποτελέσματα (όπως αυτά που έφερε γρήγορα ο θατσερισμός), σύντομα θα καταρρεύσει. Και τέτοια αποτελέσματα δεν φαίνονται για την ώρα στον ορίζοντα.
Πόσο μέλλον έχει ο «νεο»φιλελευθερισμός;
Δεν υπάρχει τίποτε το νέο σε όλα αυτά, τίποτε που το μεγάλο κεφάλαιο να μπορεί να το χρησιμοποιήσει δημιουργικά για να βγει από τη μακροπρόθεσμη συνθήκη στασιμότητας που βρίσκεται στο διεθνές πεδίο. Το αποτέλεσμα, στο έδαφος της μακροπρόθεσμης αφωνίας της αριστεράς, είναι η πολιτική να διεξάγεται σε ένα επίπεδο όχι διαφορετικό από το αφηγηματικό επίπεδο μάχης Καλού και Κακού όλης της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας – με την έξτρα πικάντικη λεπτομέρεια ότι η δεξιά (ή/και τμήματα της «αριστεράς») έχει αρχίσει να πιστεύει την ίδια τη ρητορική της, σφάλμα που ουδέποτε είχαν διαπράξει οι ήρωές της, ο Ρέιγκαν και η Θάτσερ.
Είναι αδιάφορο ότι δεν έχει μείνει τίποτα να πουληθεί, ότι δεν υπάρχουν άλλοι υπάλληλοι να απολυθούν, ότι φτάσαμε σε ένα σημείο που οι ιδιωτικοποιήσεις οι ίδιες δεν είναι πια κερδοφόρες και δεν εμφανίζονται αγοραστές να αγοράσουν σε τιμές προσφοράς. Η εμφανής όμως σύγκρουση με την πραγματικότητα –και η έλλειψη εναλλακτικής στρατηγικής– τους υποχρεώνει, όπως πάντα γίνεται, να επιστρέψουν σε μια κυριολεκτικά αντιδραστική ρητορική για το εποικοδόμημα: την ανακάλυψη και κατασκευή εχθρών, συνήθως μάλιστα σε μια ανύπαρκτη αριστερά η οποία ταυτίζεται με την πολιτική ταυτοτήτων – άρα και η έμφαση στην επιστροφή στους παλιούς καλούς ρόλους των φύλων, τον επανατονισμό της αξίας του λευκού πολεμιστή, επιστήμονα και εκπολιτιστή των αγρίων άντρα, και φυσικά τη στήριξη όλης της αφήγησής τους στην εισβολή των ισλαμιστών και των Μεξικάνων.
Έτσι, η επιλογή των εχθρών γίνεται πάντα με κριτήριο ότι ο πόλεμος οφείλει να μπορεί να παρατείνεται στο πάντα λίγο παρακάτω, να είναι παντοτινός. Ο εχθρός οφείλει να είναι αδύνατον να νικηθεί. Για παράδειγμα, ο Τραμπ ανακοίνωσε δασμούς στο Μεξικό για να σταματήσει την παράνομη μετανάστευση στις ΗΠΑ (δασμούς που δεν ξέρουμε ακόμα αν όντως θα εφαρμόσει). Είναι αδιάφορο ότι η μετανάστευση αυτή συνεχίζει να μειώνεται εδώ και χρόνια. Είναι αδιάφορο ότι, σύμφωνα με το Pew Research Center (όχι κάποιο υποχείριο των κομμουνιστών), το 2016 υπήρχαν 1,5 εκ. λιγότεροι παράτυποι Μεξικάνοι στις ΗΠΑ από το 2006. (αντιστοίχως είναι αδιάφορο επίσης ότι οι ροές μεταναστών έχουν μειωθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.)
Είναι αδιάφορο ότι η εφαρμογή δασμών, εάν όντως πλήξει την μεξικάνικη μεταποίηση όπως είναι ο στόχος της, θα έχει αποτέλεσμα τον …πολλαπλασιασμό των Μεξικάνων που θα προσπαθήσουν να εισέλθουν στις ΗΠΑ. Το σημαντικό είναι η ανακάλυψη εχθρών και, σε δεύτερο χρόνο, η συνέχιση του πολέμου μέχρι την «τελική» νίκη – νίκη που ποτέ δεν φέρνει το τέλος του πολέμου.
Αυτή η ανάγνωση της πραγματικότητας έχει κοντά και πήλινα ποδάρια. Η αποπολιτικοποίηση της πολιτικής (η μετωνυμία δηλαδή των πραγματικών πολιτικών επιδίκων), η αποσύνδεση της πραγματικότητας από την πολιτική μπορεί να λειτουργεί μόνο αν από πίσω, στο επίπεδο της οικονομίας, τα υποκείμενα του φόβου, τα λαϊκά και πληβειακά στρώματα που στηρίζουν αυτές τις πολιτικές περιμένουν να δουν κάποιου τύπου έστω και παροδική βελτίωση της θέσης τους. Αυτό δεν φαίνεται να μπορεί να συμβεί σε αυτή τη συγκυρία. Ακόμα και στις ΗΠΑ της σχεδόν μηδενικής ανεργίας, η θέση των ψηφοφόρων του Τραμπ δεν είναι ασφαλής, το αντίθετο. Ένα ξαφνικό, ιδιαίτερα πιθανό, πισωγύρισμα, το ξεδίπλωμα της κρίσης θα άφηνε τον βασιλιά όπως πραγματικά είναι, γυμνός.
Πρόκειται για έναν κόσμο που η εργασία δεν είναι ποτέ μόνιμη και ασφαλής και που η υποαπασχόληση ονομάζεται εργασία, «μηδενίζοντας» έτσι την ανεργία. Οι κατώτερες τάξεις από εργάτες μετονομάζονται σε «συνεργάτες» ή/και «επιχειρηματίες» (entrepreneurs), συνεργάτες εταιρειών βασισμένων σε apps (ένα μοντέλο επιχειρηματικότητας που το πουλάνε για «υψηλή τεχνολογία»), όντας τα υποκείμενα εκμετάλλευσης στην «gig economy», όρος που ίσως η σωστή μετάφρασή του να μην είναι «οικονομία διαμοιρασμού» αλλά «οικονομία αρπαχτής».
Είναι ένα μοντέλο που συνεχίζει να «λειτουργεί» λόγω της ειδικής συνθήκης τεράστιας ρευστότητας στην οποία βρισκόμαστε. Ύστερα από χρόνια ποσοτικής χαλάρωσης, μειωμένων επενδύσεων (κανείς δεν επενδύει αν δεν περιμένει να κερδίσει – και είναι σαφές ότι υπάρχει έλλειψη κερδοφόρων επενδύσεων), αποπληθωρισμού (που αυξάνει το χρήμα στα χέρια των δανειστών), το κεφάλαιο είναι διψασμένο για ευκαιρίες κερδοφορίας και απελπισμένο τις αναζητά ακόμα κι εκεί που είναι παράλογο να τις βρει. Η Uber λ.χ. γράφει «χασούρες» 3 δισ. δολάρια μόνο το 2018 (και θα είναι χειρότερα φέτος), αλλά καταφέρνει να μαζέψει 55 δισ. δολάρια στο χρηματιστήριο (αν και στόχευε στα 120 δισ. – πάλι καλά!).
Και οι κολοσσιαίες αυτές χασούρες συμβαίνουν τη στιγμή που οι εργάτες της (συγνώμη, οι «συνεργάτες» της), αυτοί που κάνουν τα αγώγια, πληρώνονται κάτω από τον κατώτατο μισθό, και από αυτά πρέπει να καλύψουν επίσης φθορές του αυτοκινήτου τους, ασφάλειες κ.λπ. Και αυτή η κτηνώδης σπατάλη πόρων, ανθρώπινων και χρηματικών, αποκαλείται «επιτυχία» της «νέας» οικονομίας, επιτυχία που πρέπει να μιμηθούν οι νέοι μας – από τους οποίους θα ξεπηδήσουν οι επόμενοι ήρωες του καπιταλισμού.
Η Google, κορυφαίο παράδειγμα της νέας οικονομίας και των νέων τεχνολογιών κ.λπ., κ.λπ., τα λεφτά της τα βγάζει από μια παραδοσιακότατη βιομηχανία, την πιο παρασιτική από τις παρασιτικές καπιταλιστικές δραστηριότητες, αυτή της διαφήμισης (φυσικά, πρόκειται επίσης για μια εντελώς αναγκαία για το σύστημα βιομηχανία, με όχι μόνο οικονομικά αλλά επίσης ιδεολογικά αποτελέσματα). Και όχι μόνο αυτό. Οι μόνιμοι υπάλληλοί της είναι ιδιαίτερα καλοπληρωμένοι και προνομιούχοι, ζωντανή διαφήμιση των επιτυχιών του καπιταλισμού· βέβαια ο βασικός όγκος της δουλειάς της δεν γίνεται από τους 100.000 μόνιμους υπάλληλους, αλλά από τους 120.000 «νοικιασμένους» από εξωτερικές εταιρείες, αμειβόμενους με ψίχουλα, ανασφάλιστους κ.ο.κ., κ.ο.κ.
H Amazon, ο γίγας των γιγάντων, με χρηματιστηριακή αξία πάνω από 800 δισ. δολ., μπορεί να πουλήσει περίπου τα πάντα – χωρίς όμως να βγάζει κέρδος. Η στρατηγική της είναι η στρατηγική της φρενήρους ανάπτυξης, η εκδίωξη των ανταγωνιστών της (γελοιοποιώντας έτσι και τους περιβόητους «αντιμονοπωλιακούς» νόμους των ΗΠΑ) και η μετατροπή της σε πάροχο υποδομών για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις. Στο μεταξύ, αυτή η βασισμένη σε νέες τεχνολογίες επέκταση, έχει τη μόνη ώς τώρα γνωστή κερδοφόρα εφαρμογή «τεχνητής νοημοσύνης». Οι υπάλληλοί της παρακολουθούνται από τον κεντρικό υπολογιστή και αυτοί που υποαποδίδουν απολύονται αυτόματα. Δεν χρειάζεται καν να δώσει έγκριση ο τοπικός μάνατζερ…
Πρόκειται για ένα μοντέλο που απλώς παρατείνει την κρίση του, ένα μοντέλο που το κεφάλαιο δεν έχει ακόμα έτοιμες διεξόδους –αντίθετα με τον Μεσοπόλεμο– και ξαναγυρνά σε δοκιμασμένες και ξεπερασμένες ιστορικά μεθόδους όπως η αύξηση της απόλυτης υπεραξίας, η περαιτέρω φτωχοποίηση των μη προνομιούχων, η γρήγορη καταστροφή μικροαστικών στρωμάτων. Τα τελευταία μπορεί να νομίζουν ότι η επιστροφή στο φανταστικό παρελθόν που υπόσχεται η ακροδεξιά θα τα σώσει – δεν πρόκειται.
Επομένως, δεν φαίνεται να είναι δυνατή μια μακροπρόθεσμη συμμαχία του κεφαλαίου με τη μικροαστική αντίδραση με φασιστικούς όρους. Επιπλέον, οι δημογραφικές εξελίξεις θα υποχρεώσουν τελικά το μεγάλο κεφάλαιο να νομιμοποιήσει τη μετανάστευση (για να καλύψει τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού που συνεχώς θα μεγαλώνουν, κάτι λ.χ. που ήδη συμβαίνει στην Ιαπωνία), επομένως μεσοπρόθεσμα οι αγνές κι ανόθευτες νεοφιλελεύθερες φαντασιώσεις είναι δύσκολο να συνεχίσουν να ευδοκιμούν μαζί με την ξενοφοβία και τον προστατευτισμό. Τέλος, η επιστροφή σε εργασιακές συνθήκες του 19ου αιώνα δεν μπορεί παρά να έχει τα ίδια αποτελέσματα που είχε και τότε: τη δημιουργία εργατικών συνδικάτων. (Ο κρατικός αυταρχισμός ως μέσο πειθάρχησης των εργατικών στρωμάτων, γηγενών ή μεταναστών, δεν πρόκειται φυσικά να εκλείψει σε κάθε περίπτωση.)
Υπάρχουν και κάποια σημάδια που δείχνουν ότι μόνος του ο ακροδεξιός σκοταδισμός δεν αρκεί: Οι θρησκείες είναι όλο και πιο δύσκολο να βρουν νέους πιστούς (π.χ. το 2018 70% των νέων 18 έως 29 ετών δηλώνουν ότι δεν έχουν «καμία θρησκεία)· παρά τη διεθνή καταστροφή των εκπαιδευτικών συστημάτων, η μόρφωση συνεχίζει να αυξάνει, ένα ποσοστό των νέων που σχετίζονται με υπολογιστές και ίντερνετ έχουν στοιχειώδεις κριτικές ικανότητες. Το γεγονός ότι ο τελευταίος κύκλος του GoT ξεσήκωσε διαμαρτυρίες είναι από μόνο του ελπιδοφόρο: Υπάρχει ακόμα φαιά ουσία στα κεφάλια των ανθρώπων. Και όπως και με το GoT η απλοποιημένη και αποπολιτικοποιημένη ερμηνεία της πραγματικότητας που προσφέρει η ακροδεξιά, ακόμα κι αν μπορεί να τραφεί από τον θυμό, δεν μπορεί να ζήσει για πολύ.
Επίσης, αν δεν έχουμε συγκλονιστικές τεχνολογικές και κοινωνικές αλλαγές που να ξαναφέρουν τη συνολική κερδοφορία του κεφαλαίου στα «κανονικά» της επίπεδα (και αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο «αν»), δεν αργεί η ώρα που η κατάρρευση των νεοφιλελέ φαντασιώσεων θα πρέπει να αντιμετωπιστεί κάπως. Είτε τα παγωμένα ζόμπι θα επιχειρήσουν παρ’ όλα αυτά να επικρατήσουν, ή ένα άλλο μοντέλο θα πρέπει να δοκιμαστεί, ένα μοντέλο που να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει όχι μόνο τον χειμώνα που είναι ήδη εδώ αλλά και τον άλλο χειμώνα που έρχεται, την οικολογική δηλαδή καταστροφή που πλησιάζει με γιγάντια βήματα.
Όπως λέει και η παλιά εγγλέζικη έκφραση, είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε σε ενδιαφέροντες καιρούς…