Από την παγκόσμια φτώχεια μέχρι την ανισότητα μεταξύ των κρατών, όλοι οι δείκτες δείχνουν πως ζούμε στην καλύτερη περίοδο στην ιστορία. Η αφήγηση αυτή – της μόδας στα χείλη ανθρώπων όπως ο Μπιλ Γκέητς και ο Στήβεν Πίνκερ – είναι καθησυχαστική. Είναι όμως αληθινή;
Στον απόηχο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008, που έφερε κατασχέσεις σπιτιών, ανεργία, κατάρρευση μισθών και πολιτικές λιτότητας, η πολιτική συζήτηση στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική έδειχνε να στρέφεται ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και, ενίοτε, ενάντια στον ίδιο τον καπιταλισμό. Η αμφισβήτηση του οικονομικού status quo, εκτός από τα κινήματα που φύτρωσαν μέσα στην κρίση, έγινε σημαία ακόμα και συμβατικών πολιτικών κομμάτων, με την άνοδο πολιτικών όπως ο Σάντερς και η Γουώρεν στις ΗΠΑ ή ο Κόρμπιν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Την ίδια στιγμή όμως, γεννιόταν και μια αντίδραση σε αυτή την τάση. Ένας επιφανής κύκλος δισεκατομμυριούχων, αναλυτών και σχολιαστών συσπειρώθηκαν γύρω από μια νέα αφήγηση: αφήστε στην άκρη τη μιζέρια, δείτε το θέμα πιο σφαιρικά και εκτιμήστε πως η ανθρώπινη πρόοδος στην πραγματικότητα επιταχύνεται. Δείκτες όπως το προσδόκιμο ζωής και η παιδική θνησιμότητα βελτιώνονται δραματικά, οι ασθένειες μειώνονται και – πιο σημαντικά – η παγκόσμια φτώχεια εξαφανίζεται με τις πιο φτωχές χώρες να φτάνουν τις πλουσιότερες. Τα πράγματα δεν ήταν ποτέ καλύτερα.
Η αφήγηση αυτή πολύ γρήγορα έγινε εξαιρετικά δημοφιλής. Διαδικτυακές πλατφόρμες όπως το Vox και το Buzzfeed και αρθρογράφοι των New York Times, εξέδιδαν άρθρα με τίτλους όπως «το 2016 ήταν το καλύτερο έτος στην ιστορία της ανθρωπότητας». «Διανοητές» όπως ο Στήβεν Πίνκερ, γλωσσολόγος δημοφιλής κυρίως από τις ομιλίες του στα TED, έγιναν δεσπόζουσες φιγούρες στο ιδεολογικό κίνημα που πλέον είναι γνωστό ως Νέος Οπτιμισμός.
Η ανθρωπότητα έχει όντως καταφέρει ορισμένες αξιοσημείωτες επιτυχίες στην πρόσφατη ιστορία. Αλλά αυτό δεν είναι το περιεχόμενο του Νέου Οπτιμισμού. Το κεντρικό επιχείρημα του κινήματος δεν είναι απλά πως τα πράγματα έχουν βελτιωθεί, αλλά πως η πρόοδος αυτή είναι αποτέλεσμα της παγκόσμιας εξάπλωσης του καπιταλισμού. Όπως το θέτει ο Πίνκερ: «Ο βιομηχανικός καπιταλισμός πυροδότησε τη Μεγάλη Απόδραση από την καθολική φτώχεια τον 19ο αιώνα και σώζει την υπόλοιπη ανθρωπότητα με τη Μεγάλη Σύγκλιση στον 21ο». Άλλες φωνές εντός του κινήματος το πάνε ένα βήμα παραπέρα, επιχειρηματολογώντας πως δεν πρέπει να ευγνωμονούμε απλά τον καπιταλισμό, αλλά συγκεκριμένα τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του που κυριαρχεί στην παγκόσμια οικονομία από τη δεκαετία του 1980.
Ως φυσικό αποτέλεσμα των απόψεων που προωθεί, το κίνημα του Νέου Οπτιμισμού έχει τραβήξει το ενδιαφέρον εύπορων χρηματοδοτών, με σημαντικότερο τον Μπιλ Γκέητς, χρηματοδότη οργανώσεων και ΜΜΕ που προωθούν αυτήν την αφήγηση (Our World in Data, Gapminder, Vox, Buzzfeed), αλλά και πιο ακραίων, όπως οι δισεκατομμυριούχοι αδερφοί Κοχ, υπέρμαχοι της άρνησης της κλιματικής αλλαγής και της ακραίας απελευθέρωσης της αγοράς.
Οι Νέοι Οπτιμιστές είναι σχολαστικοί στο να παρουσιάζουν εαυτούς ως ορθολογικούς κι επιστημονικούς. Σύμφωνα με τους ίδιους, το μόνο που κάνουν είναι να «εμμένουν στα δεδομένα» – και δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει με τα δεδομένα. Η ιδέα είναι πως, αν είσαι ορθολογικός άνθρωπος, πρέπει να παραδεχθείς ότι ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς υπηρετεί την ανθρωπότητα υπέροχα και ότι πρέπει να τον διατηρήσουμε. Οτιδήποτε άλλο είναι ιδεοληψία.
Παρά την επιμονή τους στην «λογική», οι Νέοι Οπτιμιστές συχνά αγνοούν τις λεπτομέρειες των ιστορικών αποδείξεων που επικαλούνται. Στα χέρια τους, η ιστορία της ανθρώπινης προόδου διαστρεβλώνεται σε μια απλοποιημένη αφήγηση, στην οποία ο καπιταλισμός ευθύνεται για οτιδήποτε καλό συνέβη στη σύγχρονη ιστορία και για απολύτως κανένα κακό. Το γεγονός ότι τα σημαντικότερα κέρδη της ανθρώπινης ευημερίας κερδήθηκαν από τα συνδικάτα και τα κοινωνικά κινήματα, διευκολύνθηκαν από δημόσια χρηματοδοτούμενη έρευνα και εξασφαλίστηκαν μέσω του δημόσιου χαρακτήρα της υγείας και της εκπαίδευσης, σχεδόν πάντοτε ενάντια στην αποφασιστική και συχνά βίαιη αντίθεση της καπιταλιστικής τάξης, δεν αναγνωρίζεται ποτέ.
Οι εξωφρενικές διαφορές των κοινωνικών δεικτών μεταξύ τάξεων και εθνών αγνοούνται για χάρη συγκεντρωτικών τάσεων. Και οι οπισθοδρομικές τάσεις του καπιταλισμού – αποικιοκρατία, γενοκτονία, σκλαβιά, πόλεμοι για το πετρέλαιο, επιθέσεις στα εργατικά δικαιώματα, και, πιθανώς πιο σημαντικά, η κλιματική αλλαγή και η οικολογική κατάρρευση – είτε υποβαθμίζονται είτε αγνοούνται εντελώς.
Πίσω από τους αριθμούς
Όταν το 2015 η Oxfam εξέδωσε τη διάσημη πλέον έρευνά της για την παγκόσμια φτώχεια, το περιοδικό The Spectator απάντησε με ένα άρθρο που τιτλοφορούνταν «Τι δεν θέλει η Oxfam να μάθετε: ο παγκόσμιος καπιταλισμός σημαίνει λιγότερη φτώχεια από ποτέ». Ο συγγραφέας επιχειρηματολογούσε πως όλη αυτή η εστίαση στην ανισότητα και το πλουσιότερο ένα τοις εκατό είναι άστοχη: μπορεί να έχουν περισσότερο πλούτο από όσο ο υπόλοιπος πληθυσμός του πλανήτη μαζί, αλλά αυτό δικαιολογείται διότι το ίδιο σύστημα που τους έκανε τόσο πλούσιους, μείωσε τη φτώχεια στις αναπτυσσόμενες χώρες. Το κείμενο είναι άξιο παράθεσης, καθώς αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της αφήγησης των Νέων Οπτιμιστών:
«Ζούμε, σήμερα, στη χρυσή εποχή της μείωσης της φτώχειας. Οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται στα σοβαρά για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας φτώχειας πρέπει να αποδεχτεί πως αυτό που κάνουμε τώρα, δουλεύει – οπότε πρέπει να το συνεχίσουμε. Είμαστε στο δρόμο για έναν απίθανο στόχο: την κατάργηση της φτώχειας όπως την ξέρουμε, στη διάρκεια της ζωής μας. Αυτοί που νοιάζονται περισσότερο να βοηθήσουν τους φτωχούς από το να επιτεθούν στους πλούσιους θα γιορτάσουν το γεγονός – και θα πιέσουν τους ηγέτες να σιγουρέψουν πως το ελεύθερο εμπόριο και ο παγκόσμιος καπιταλισμός θα συνεχίσουν να επεκτείνονται. Είναι ο μόνος σίγουρος τρόπος για να κάνουμε τη φτώχεια παρελθόν.»
Είναι μια πειστική αφήγηση που επαναλαμβάνεται συνεχώς από ανθρώπους όπως ο συντηρητικός ψυχολόγος Τζόρνταν Πήτερσον και παρουσιάστηκε σε γράφημα από τον Μπιλ Γκέητς κατά τη διάρκεια του φετινού Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός. Σύμφωνα με το γράφημα, τα τελευταία 200 χρόνια η παγκόσμια φτώχεια έπεσε από το 94 τοις εκατό της ανθρωπότητας το 1820, στο 10 τοις εκατό σήμερα, με ιδιαίτερα γοργή βελτίωση από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση της δεκαετίας του 1980 κι έπειτα.
Όμως πάσχει από μερικά σημαντικά ελαττώματα. Αρχικά, όλη αυτή η θετική ιστορία στηρίζεται σε ένα εξαιρετικά χαμηλό όριο φτώχειας, στα 1,90 δολάρια την ημέρα. Η ικανοποίηση βασικών αναγκών από αυτό το ποσό δε βασίζεται πουθενά – το ποσό είναι αυθαίρετο και άνευ σημασίας. Στην πραγματικότητα, έχουμε πληθώρα αποδείξεων πως οι άνθρωποι που ζουν ακριβώς πάνω από αυτό το όριο παραμένουν συντριπτικά φτωχοί, με τρομερά υψηλά ποσοστά υποσιτισμού, βρεφικής θνησιμότητας και χαμηλού προσδόκιμου ζωής.
Ακόμα και η Παγκόσμια Τράπεζα έχει επανειλημμένα δηλώσει πως το όριο αυτό είναι υπερβολικά χαμηλό και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί παρά μόνο στις φτωχότερες των χωρών. Έπειτα από την δριμεία κριτική της Έκθεσης Άτκινσον για την Παγκόσμια Φτώχεια, το 2016, η Τράπεζα αναγκάστηκε να απαντήσει δημιουργώντας νέα όρια για τις χαμηλότερες μεσαίου εισοδήματος χώρες (3,20 δολάρια/ημέρα) και τις ανώτερες μεσαίου εισοδήματος χώρες (5,50 δολάρια/ημέρα). Με αυτά τα σχετικά πιο ρεαλιστικά όρια, γύρω στα 2,4 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν στη φτώχεια σήμερα – περισσότερο από τρεις φορές πάνω από τους αριθμούς που προτάσσουν οι Νέοι Οπτιμιστές.
Αλλά, ακόμα και αυτά τα όρια, δε βασίζονται σε ικανοποιητικές εμπειρικές αποδείξεις. Οι αποδείξεις που έχουμε υποδεικνύουν πως χρειάζονται πολύ περισσότερα για να ικανοποιηθούν βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Το Υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ υπολόγισε πως χρειάζονται τουλάχιστον 6,70 δολάρια την ημέρα για να επιτευχθεί αξιοπρεπής διατροφή, χωρίς αναφορά σε στέγαση, ένδυση, μεταφορά και άλλες απαιτήσεις. Ο Βρετανός οικονομολόγος Πήτερ Έντουαρντς υπολόγισε πως χρειάζονται 7,40 για να επιτευχθεί το κανονικό προσδόκιμο ζωής. Το Ίδρυμα Νέων Οικονομικών κατέληξε πως περίπου 8 δολάρια την ημέρα είναι απαραίτητα για τη μείωση της βρεφικής θνησιμότητας σε αξιοσημείωτα επίπεδα.
Οι Νέοι Οπτιμιστές όπως ο Πίνκερ και ο Γκεητς, δεν έχουν λάβει υπόψη τους ποτέ αυτά τα δεδομένα. Όταν μετράμε την παγκόσμια φτώχεια χρησιμοποιώντας όρια βασισμένα σε πραγματικά στοιχεία, η όμορφη εικόνα που μας παρουσιάζουν αλλάζει δραματικά. Στο όριο των 7,40 δολαρίων – που συνεχίζει να είναι στο χαμηλό επίπεδο των προτάσεων μέτρησης – βρίσκουμε πως ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν σε φτώχεια δεν έχει μειωθεί καθόλου. Αντίθετα, έχει αυξηθεί δραματικά από το 1981, πηγαίνοντας από τα 3,2 δισεκατομμύρια στα 4,2 δις, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας. Έξι φορές περισσότεροι από τα 730 εκατομμύρια που προτάσσουν ο Γκέητς και ο Πίνκερ, γύρω στο 58 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού – ποσοστό που είναι μειωμένο από το 71 τοις εκατό του 1981, αλλά σίγουρα όχι στον βαθμό που προτάσσουν οι Νέοι Οπτιμιστές.
Μάλιστα, η συντριπτική πλειοψηφία των κερδών σε παγκόσμια φτώχεια σε αυτή την περίοδο ήρθε από την Κίνα και τις Ανατολικοασιατικές «τίγρεις», στοιχείο πολύ σημαντικό καθώς η οικονομική άνοδος αυτών των χωρών δεν ήρθε λόγω των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που ενστερνίζονται οι Νέοι Οπτιμιστές, αλλά από την κρατική βιομηχανία, τον προστατευτισμό και τη ρύθμιση της αγοράς. Οι χώρες αυτές έχουν ενταχθεί στην παγκόσμια αγορά, αλλά με τους δικούς τους όρους. Στον υπόλοιπο Παγκόσμιο Νότο, που έγινε επίκεντρο των νεοφιλελεύθερων πειραμάτων του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, τα αποτελέσματα ήταν τραγικά. Ο αριθμός των ανθρώπων σε φτώχεια αυξήθηκε κατά 1,3 δισεκατομμύρια και αυξήθηκε ακόμα και το ποσοστό των ανθρώπων σε φτώχεια από το 62 στο 68 τοις εκατό. Ιστορικοί της οικονομίας ισχυρίζονται πως η δομική αυτή προσαρμογή ήταν μια εσκεμμένη στρατηγική από τις χώρες της Δύσης για να κρατήσουν τον Δυτικό καπιταλισμό σε πορεία κερδοφορίας.
Τα δεδομένα φτώχειας έχουν δείξει μικρή βελτίωση μετά το 2000, αλλά τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνουν πως τα κέρδη (εκτός της Ανατολικής Ασίας) προήλθαν περισσότερο από τη Λατινική Αμερική, σε μια ενδιαφέρουσα χρονική σύμπτωση με την Ροζ Παλίρροια, όπως τείνει να ονομάζεται η άνοδος αριστερών κυβερνήσεων στην περιοχή στην αρχή του αιώνα. Δεν ήταν η ελεύθερη αγορά που έφερε αυτά τα κέρδη, αλλά το κοινωνικό κράτος.
Ξαναγράφοντας την ιστορία
Πέρα από τα παραπάνω επιστημολογικά προβλήματα της αφήγησης για τη μείωση της φτώχειας, υπάρχει και ένα πιο σοβαρό πρόβλημα, που αφορά την περίοδο της αποικιοκρατίας.
Το γράφημα που παρουσίασε ο Μπιλ Γκέητς, πάει πίσω στο 1820 – όμως πραγματικά δεδομένα για τη φτώχεια συλλέγονται μόλις από το 1981. Τα στοιχεία από το 1820 μέχρι το 1970 βασίζονται σε μετρήσεις ΑΕΠ και υπάρχει ένας αριθμός προβλημάτων με αυτό. Αρχικά, τα δεδομένα αφορούν σχεδόν αποκλειστικά Δυτικές χώρες. Για ολόκληρες της ηπείρους της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, περιέχουν στοιχεία μονάχα για τρεις χώρες σε καθεμία πριν το 1900. Για την Αφρική, δεν περιέχουν στοιχεία πριν το 1900, και περιέχουν στοιχεία για τρεις μονάχα χώρες πριν το 1950. Δε χρειάζεται να έχει κανείς γνώσεις στατιστικής για να αντιληφθεί πως αυτά δεν είναι αρκετά δεδομένα για να εξαχθούν συμπεράσματα με κάποιο νόημα.
Ακόμα όμως κι αν τα στοιχεία του ΑΕΠ μεταξύ 1820 και 1970 ήταν αρκετά, δε μας λένε απολύτως τίποτα για τις ζωές των ανθρώπων κατά αυτήν την περίοδο, διότι συμπεριλαμβάνουν εντελώς διαφορετικές μετρήσεις από τα στοιχεία φτώχειας. Στις φτωχές χώρες, η αποικιοκρατία σήμανε μια εξαιρετικά βίαιη συσσώρευση κεφαλαίου στα χέρια των αποικιοκρατών. Όταν κόβεις ένα δάσος για ξυλεία ή όταν καις φάρμες για να φτιάξεις στη θέση τους φυτείες, το ΑΕΠ ανεβαίνει – αλλά οι απώλειες της τοπικής κοινωνίας δεν προσμετρώνται. Ως εκ τούτου, το ΑΕΠ δεν είναι αξιόπιστη μεταβλητή για τη μέτρηση της φτώχειας.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την Ινδία. Τον 19ο αιώνα, οι Βρετανοί αποικιοκράτες απέκλεισαν δάση (που χρησιμοποίησαν για να φτιάξουν πλοία), ιδιωτικοποίησαν κοινοτικά κανάλια ύδρευσης και κατέστρεψαν κοινοτικές σιταποθήκες. Ο σκοπός ήταν προφανής: να εξαναγκάσουν τους ντόπιους αγρότες να εντείνουν την εξαγώγιμη αγροτική παραγωγή για να επιβιώσουν. Η τακτική δούλεψε: η παραγωγή και οι εξαγωγές αυξήθηκαν, αλλά 30 εκατομμύρια Ινδοί πέθαναν από λιμό. Στην περίοδο μεταξύ του 1870 και του 1920, το προσδόκιμο ζωής στην Ινδία έπεσε κατά 20 τοις εκατό.
Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται σε όλο τον Παγκόσμιο Νότο. Η αποίκηση του Κονγκό κατέστρεψε τις τοπικές οικονομίες, με τελικό απολογισμό 10 εκατομμύρια νεκρούς – ο μισός πληθυσμός της χώρας. Η αποίκηση της Νοτίου Αφρικής στέρησε από τον μαύρο πληθυσμό το 90 τοις εκατό της γης. Η αποίκηση της Νοτίου Αμερικής οργανώθηκε γύρω από τη μαζική σκλαβιά και μια γενοκτονία που εξάλειψε τη συντριπτική πλειοψηφία του αυτόχθονος πληθυσμού. Όλα αυτά τα δεδομένα λείπουν εντελώς από την αφήγηση των Νέων Οπτιμιστών.
Μειώνεται η ανισότητα;
Αντιμέτωποι με αυτά τα στοιχεία, οι Νέοι Οπτιμιστές αλλάζουν κάπως την αφήγηση. Μπορεί τα εισοδήματα των φτωχών να μην αυξήθηκαν αρκετά για να τους βγάλουν από τη φτώχεια, όμως τουλάχιστον αυξάνονται. Ενώ, όμως, όντως το μέσο εισόδημα των φτωχών έχει αυξηθεί από το 1981, υπάρχουν δύο περιορισμοί που πρέπει να λάβουμε υπόψη.
Αρχικά, η αύξηση δεν ήταν σταθερή. Κατά την περίοδο επιβολής του νεοφιλελευθερισμού τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, το εισόδημα των φτωχών μειώθηκε και βάλτωσε για μεγάλες χρονικές περιόδους. Στην Υποσαχάρια Αφρική, για παράδειγμα, τα εισοδήματα έπεσαν κατά τη δεκαετία του 1980 και δεν επανήλθαν στα προηγούμενα επίπεδα μέχρι το 2005, περισσότερο από δυο δεκαετίες αργότερα.
Δεύτερον, οποιαδήποτε αύξηση έχει σημειωθεί με παγετώδεις ρυθμούς. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, εκτός της Ανατολικής Ασίας, το καθημερινό εισόδημα των φτωχών αυξήθηκε κατά μέσο όρο δύο σεντ ανά έτος από το 1981. Με αυτούς τους ρυθμούς, θα χρειαστούν 200 χρόνια για να φτάσουμε τους πάντες πάνω από το όριο φτώχειας των 7,40 δολαρίων την ημέρα.
Ο λόγος για τον βραδύ ρυθμό δεν είναι ότι ζούμε σε έναν φτωχό κόσμο, όπου η φτώχεια είναι φυσική κι αναπόφευκτη. Στον αντίποδα, ζούμε σε ένα εξαιρετικά πλούσιο κόσμο. Το πρόβλημα είναι πως η παγκόσμια οικονομία έχει οργανωθεί για να μεταφέρει τη συντριπτική πλειοψηφία του εισοδήματος στις τσέπες των πλουσίων. Μόλις το 5 τοις εκατό του νέου εισοδήματος της παγκόσμιας ανάπτυξης πηγαίνει στο φτωχότερο 60 τοις εκατό της ανθρωπότητας.
Το να αποκαλείται όλο αυτό «πρόοδος», όπως κάνουν οι Νέοι Οπτιμιστές, ακούγεται περίεργο ακόμα και στον πιο εύπιστο, ειδικά όταν έχουμε τη δυνατότητα να εξαλείψουμε την παγκόσμια φτώχεια δια παντός. Το να φέρουμε όλους τους ανθρώπους πάνω από το όριο των 7,40 δολαρίων, απαιτεί την μετακίνηση περίπου 6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων υπάρχοντος πλούτου στους φτωχούς. Αυτό είναι περίπου 7 τοις εκατό του εισοδήματος του πλουσιότερου 10 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού.
Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί με όχι και τόσο ριζοσπαστικές μεθόδους: δικαιότερους μισθούς, δικαιότερους κανόνες εμπορίου και γενικά δικαιότερο μοίρασμα της παγκόσμιας απόδοσης. Όμως για τους Νέους Οπτιμιστές, ένα τέτοιο δικαιότερο μέλλον είναι αδιανόητο. Προτιμούν να βαυκαλίζονται πως η παραμικρή αύξηση εισοδήματος των φτωχών αποτελεί αξιοθαύμαστο επίπεδο προόδου, αγνοώντας την τρομακτική ανισότητα που συνεχίζει να αυξάνεται.
Ανισότητα η οποία επιμένουν πεισματικά ότι δεν υπάρχει, ή ότι τέλος πάντων μειώνεται — «Οι φτωχότερες χώρες προφταίνουν τις πλούσιες», η κατά τον Πίνκερ «Μεγάλη Σύγκλιση». Όμως και αυτή η αφήγηση στηρίζεται σε έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο μέτρησης της ανισότητας – με έμφαση, όχι στην πραγματική εισοδηματική διαφορά, αλλά σε σχετικούς ρυθμούς αλλαγής του εισοδήματος. Αν το εισόδημα μιας φτωχής χώρας αυξάνεται με μεγαλύτερους ρυθμούς σε σχέση με το σημείο έναρξης, από ότι μιας πλουσιότερης, αυτό ονομάζεται μείωση της ανισότητας, ακόμη κι αν η διαφορά μεταξύ των χωρών έχει μεγαλώσει. Ας λάβουμε ως παράδειγμα μια φτωχή χώρα στην οποία το εισόδημα αυξάνεται από τα 500 στα 1.000 δολάρια (αύξηση της τάξης του 100 τοις εκατό), και μια πλούσια χώρα στην οποία το εισόδημα αυξάνεται από τα 50.000 στα 75.000 δολάρια (αύξηση 50 τοις εκατό). Το εισόδημα της φτωχής χώρας έχει αυξηθεί σε διπλάσιο ρυθμό από αυτόν της πλούσιας, σε σχέση με το σημείο έναρξης. Αλλά η διαφορά μεταξύ τους έχει εκτιναχθεί, από τα 45.500, στα 74.000 δολάρια. Η ανισότητα, προφανώς, έχει αυξηθεί.
Στην πραγματικότητα, οι φτωχές χώρες δεν προφταίνουν τις πλούσιες. Η πραγματική κατά κεφαλήν εισοδηματική ανισότητα μεταξύ Βορρά και Νότου έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί τις περασμένες δεκαετίες, από 9.000 δολάρια το 1960 στις 35.000 σήμερα. Δεν υπάρχει καμία «σύγκλιση», αλλά μια τεράστια απόκλιση.
Το οικονομικό μας σύστημα έχει αποτύχει να φέρει κάποια σημαντική πρόοδο στην καταπολέμηση της φτώχειας, όχι επειδή το πρόβλημα είναι άλυτο, αλλά διότι η απόδοση της οικονομίας πηγαίνει στην κορυφή. Ο φιλόσοφος του Γέηλ, Τόμας Πογκ, ισχυρίζεται πως ο ηθικός τρόπος μέτρησης της φτώχειας δεν πρέπει να βασίζεται ούτε σε απόλυτους αριθμούς, ούτε σε ποσοστά, ούτε ακόμα στην τροχιά των εισοδημάτων των φτωχών, αλλά στο εύρος της φτώχειας συγκρινόμενο με τη δυνατότητά μας να την εξαλείψουμε. Με αυτό το κριτήριο, λέει, τα πηγαίνουμε χειρότερα από ποτέ, καθώς η δυνατότητά μας να εξαλείψουμε τη φτώχεια έχει αυξηθεί γοργά, αλλά η φτώχεια παραμείνει ευρεία. Σε επίπεδο ηθικής, έχουμε οπισθοδρομήσει.
Τα πράγματα δε χρειάζεται να είναι έτσι. Μπορούμε να αλλάξουμε τους κανόνες της παγκόσμιας οικονομίας για την κάνουμε δικαιότερη για την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού. Είναι ακριβώς αυτή την αλλαγή όμως, που οι Νέοι Οπτιμιστές προσπαθούν να αποφύγουν, κατασκευάζοντας την μυθολογία της παγκόσμιας καπιταλιστικής προόδου. Αλλά η τάση των μύθων, είναι να διαλύονται όταν έρχονται αντιμέτωποι με την πραγματικότητα. Και όταν οι μύθοι διαλύονται, νέοι κόσμοι ξεπροβάλλουν.
Πηγή: Jason Hickel – New Internationalist
Μετάφραση-επιμέλεια: Ανδρέας Κοσιάρης