Άρης Χατζηστεφάνου για το Sputnik
Η δημοσιογραφία του 20ου αιώνα μπορεί να μην ήταν άριστη, αλλά ακολουθούσε έναν απαράβατο κανόνα: Όταν μια στρατιωτική υπερδύναμη βομβάρδιζε μια άλλη χώρα, θεωρούνταν σημαντική είδηση και τα μεγαλύτερα μέσα ενημέρωσης όφειλαν να καλύπτουν τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Η αρχή αυτή άρχισε να καταστρατηγείται επί προεδρίας Μπους και Ομπάμα, όταν το Πεντάγωνο βομβάρδιζε ταυτόχρονα τουλάχιστον επτά χώρες και τα διεθνή ΜΜΕ παρουσίαζαν πληροφορίες από το πολύ δύο ή τρεις.
Παρόμοιο σιωπητήριο ενημέρωσης φαίνεται ότι επιχείρησαν να επιβάλλουν αυτή την εβδομάδα τα αμερικανικά ΜΜΕ για τον παράλληλο βομβαρδισμό θέσεων στο Ιράκ και τη Συρία, ο οποίος θα είχε περάσει ολοκληρωτικά απαρατήρητος εάν ομάδες σουνιτών μαχητών δεν είχαν απαντήσει δυναμικά στις επιθέσεις.
Οι αμερικανικές δυνάμεις, που υποτίθεται θα είχαν αποχωρήσει από την περιοχή πριν από έναν χρόνο, επιτέθηκαν σε δύο κυρίαρχα κράτη και, εκτός από την οργισμένη αντίδραση του πρωθυπουργού του Ιράκ, κανείς δεν φάνηκε να δίνει ιδιαίτερη σημασία.
Οι συγκρούσεις ξεκίνησαν το Σάββατο, ύστερα από επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν κοντά στο αμερικανικό προξενείο του Ερμπίλ, στις οποίες οι ΗΠΑ απάντησαν με δύο επιχειρήσεις βομβαρδισμών και στις δύο πλευρές των συρο-ιρακινών συνόρων. Οι επιθέσεις ήταν μια ακόμη έκφανση του πολέμου δι’ αντιπροσώπων που πραγματοποιούν οι ΗΠΑ και το Ιράν στο έδαφος του Ιράκ και της Συρίας. Πραγματοποιώντας όμως δυσανάλογη επίδειξη ισχύος, το Πεντάγωνο έστειλε ένα μήνυμα στην Τεχεράνη, θέτοντας και νέα εμπόδια στις προσπάθειες επίτευξης συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Ως κίνηση, δηλαδή, ικανοποιεί τη σκληροπυρηνική πτέρυγα του πολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου της Ουάσιγκτον.
Οι αμερικανικές επιδρομές στόχευαν δυνάμεις σουνιτικών πολιτοφυλακών, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απώθηση των εξτρεμιστών του Ισλαμικού Κράτους. Δημιουργείται έτσι το εξής φαινομενικά παράδοξο σκηνικό: Την ίδια στιγμή που τα δυτικά ΜΜΕ κάνουν λόγο για επανεμφάνιση του ISIS (προκειμένου να δικαιολογούν τυχόν στρατιωτικές παρεμβάσεις στην περιοχή), οι ΗΠΑ βομβαρδίζουν αυτούς που πολέμησαν το Ισλαμικό Κράτος.
Από επιχειρησιακής απόψεως οι Αμερικανικοί βομβαρδισμοί ίσως να θεωρούνται δευτερεύουσας σημασίας, σε σχέση με τις εκατόμβες νεκρών που προκαλούν εδώ και δεκαετίες τα αμερικανικά βομβαρδιστικά σε μια ζώνη που ξεκινά από το Αφγανιστάν και επεκτείνεται μέχρι τη Βόρεια Αφρική. Παρόλα αυτά είναι ενδεικτικές της πολιτικής που θα ακολουθήσει ο Μπάιντεν και επιβεβαιώνουν μια «κακή συνήθεια» των Αμερικανών προέδρων που ξεκίνησε στον 20ο αιώνα, αλλά έγινε κανόνας στον 21ο αιώνα: τη διαταγή αεροπορικών και χερσαίων βομβαρδισμών χωρίς ούτε καν την τυπική έγκριση του Κογκρέσου.
Είναι γεγονός ότι Αμερικανοί πρόεδροι καταστρατηγούσαν τις συνταγματικές διαδικασίες ήδη από την εποχή του πολέμου της Κορέας και του Βιετνάμ, ποτέ όμως δεν αισθάνονταν τόση άνεση να επιτίθενται σε κυρίαρχα κράτη χωρίς την παραμικρή ενημέρωση του νομοθετικού σώματος της χώρας. Η πρακτική κοινοβουλευτικής ασυδοσίας «θεσμοθετήθηκε» μετά την 11η Σεπτεμβρίου με τη περίφημη νομοθετική πράξη για Έγκριση Χρήσης των Ενόπλων Δυνάμεων, που έδινε απεριόριστα δικαιώματα δράσης στους ενοίκους του Λευκού Οίκου. Έκτοτε ο Μπους επικαλέστηκε το συγκεκριμένο νομοθέτημα 41 φορές για να διατάξει στρατιωτικές επιχειρήσεις, ο Ομπάμα 18 φορές και ο Τραμπ δύο.
Οι φιλελεύθεροι Αμερικανοί νομοθέτες συνειδητοποίησαν πόσο επικίνδυνη είναι αυτή η πρακτική όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του ο Τραμπ, ο οποίος θα μπορούσε να ξεκινήσει ακόμη και πυρηνικό πόλεμο με χώρες όπως η Βόρεια Κορέα, χωρίς ο ίδιος να περάσει καν έξω από το κτίριο του Κογκρέσου. Με τον Μπάιντεν όμως ξέχασαν και αυτές τις ανησυχίες τους. Ο πρόεδρος θα βομβαρδίζει κατά το δοκούν, και τα μέσα ενημέρωσης, σε συνεργασία με τον Λευκό Οίκο, θα αποφασίζουν εάν και πότε πρέπει να μας ενημερώσουν για τους νέους πολέμους της υπερδύναμης.