του Δημήτρη Κουσουρή
Πηγή: ΠΡΙΝ
Η νίκη της Μελόνι και του κόμματος Αδέρφια της Ιταλίας στις ιταλικές εκλογές, αποτελεί ορόσημο στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ευρώπης. Δεν είναι, όμως, η πρώτη φορά που ένα (νεο- ή μετα-) φασιστικό κόμμα αναδεικνύεται σε ισχυρότερο πόλο ενός ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος στον 21ο αιώνα.
Πέρα από την εμβληματική περίπτωση της Λεπέν στη Γαλλία, κόμματα της άκρας δεξιάς έχουν χριστεί κυβερνητικοί εταίροι ή έχουν στηρίξει κυβερνήσεις μειοψηφίας σε πάνω από μια ντουζίνα ευρωπαϊκές χώρες κατά την πρόσφατη εικοσαετία, κάποιες από τις οποίες απασχόλησαν περισσότερο τη διεθνή συζήτηση (π.χ. η Αυστρία, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Δανία ή η Ελβετία) κι άλλες λιγότερο (όπως κάποιες βαλτικές χώρες ή η Σλοβακία). Στην Ιταλία, που κατείχε ήδη μια εμβληματική θέση ως η πρώτη χώρα που δέχτηκε νεο-φασιστικό κόμμα σε κυβερνητικό συνασπισμό από τη δεκαετία του 1990 κιόλας, ακριβώς εκατό χρόνια από την «πορεία στη Ρώμη» του Μουσολίνι, τη διακυβέρνηση της χώρας αναλαμβάνει με δημοκρατικές διαδικασίες ένα κόμμα που έλκει απευθείας τις ρίζες του από τις παραδόσεις και τις οργανώσεις του ιστορικού φασισμού του 20ου αιώνα.
Ωστόσο, τέτοιοι ισχυροί όσο και αναπόφευκτοι πολιτικοί συμβολισμοί μας εμποδίζουν ενίοτε να διακρίνουμε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τα διακυβεύματα της δικής μας εποχής και συγκυρίας. Το σύγχρονο φασιστικό φαινόμενο δεν γεννήθηκε σε μια καθημαγμένη από τον πόλεμο ήπειρο, αλλά σε μια Ευρώπη που διολισθαίνει σταδιακά στον πόλεμο, ή ακριβέστερα, σε μια συνθήκη διαρκούς πολέμου, με την απειλή της χρήσης πυρηνικών και την πιθανότητα πολεμικών επεισοδίων στην ημερήσια διάταξη. Δεν συγκροτείται ως «επανάσταση της αντεπανάστασης» και ως επαγγελία μιας ένδοξης εποχής για το «έθνος», ανακυκλώνει ωστόσο τόσο τη διεκδίκηση μιας «καθαρότητας» απέναντι σε όσους απειλούν να αλλοιώσουν παραδοσιακές πρακτικές και αξίες (μετανάστες, μουσουλμάνοι, ΛΟΑΤΚΙ, κομμουνιστές/αναρχικοί κ.λπ.) για να ορίσει μια νέα φαντασιακή κοινότητα ευρωπαϊκή/Δυτική, λευκή και χριστιανική.
Στη βάση μιας ρητορικής πολιορκημένου φρουρίου απέναντι στους «εισβολείς», συναντιούνται τα συμφέροντα της μεγάλης και μεσαίας αστικής τάξης που θέλουν λιγότερους φόρους, με εκείνα πλατιών κομματιών των προλεταριοποιημένων ή υπό προλεταριοποίηση μεσαίων στρωμάτων που πασχίζουν να διατηρήσουν λογής «προνόμια», πολιτιστικά, εθνικά, φυλετικά, πατριαρχικά, κι ό,τι απομένει στη μία ή την άλλη χώρα από το κράτος πρόνοιας που χτίστηκε κατά την «ένδοξη τριακονταετία» από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου μέχρι την κρίση της δεκαετίας του 1970, για να ξηλωθεί έκτοτε συστηματικά με νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόστηκαν από συντηρητικές όσο και από κεντροαριστερές κυβερνήσεις.
Στην πρόσφατη τελετή εγκαινίων της νέας Ευρωπαϊκής Διπλωματικής Ακαδημίας στην Μπριζ, ο Επίτροπος Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ συνόψισε την οπτική της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών ως εξής: «Η Ευρώπη είναι ένας κήπος. Το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου είναι μια ζούγκλα. Και η ζούγκλα μπορεί να εισβάλλει στον κήπο». Ως ιστορικό στέλεχος του Ισπανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Μπορέλ έσπευσε να διευκρινίσει στη συνέχεια πως ένας τοίχος δεν αποτελεί λύση, γιατί «η ζούγκλα έχει μεγάλες ικανότητες ανάπτυξης και ο τοίχος δεν θα είναι ποτέ αρκετά ψηλός». Θα πρέπει, λοιπόν, «να παν οι κηπουροί στη ζούγκλα», συνέχισε, τάσσοντας έτσι τους υπό εκπαίδευση νέους διπλωμάτες στην υπηρεσία μιας αποστολής εκπολιτισμού των αγρίων.
Το γεγονός ότι ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα των πολιτικών της Ευρώπης-φρούριο από τη σκοπιά των πιο αντιδραστικών, ρατσιστικών και αποικιοκρατικών ιδεολογικών σχημάτων δεν αποτελεί μόνο σύμπτωμα του προχωρημένου εκφασισμού των μηχανισμών της ΕΕ και των πολιτικών συστημάτων σε ολόκληρη την ήπειρο, προαναγγέλλει συνάμα πως η στάση των κυβερνήσεων και της ηγεσίας της ΕΕ θα συνεχίσει να γίνεται ολοένα και πιο εχθρική απέναντι στις δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις της εργαζόμενης πλειοψηφίας.
Στον βαθμό που η ακροδεξιά ατζέντα και οι πολιτικοί εκπρόσωποί της υιοθετούνται από τις νεοφιλελεύθερες συστημικές δυνάμεις για τον σχηματισμό κυβερνήσεων, ο σύγχρονος φασισμός δεν χρειάζεται να σκηνοθετήσει πορείες στη Ρώμη και πραξικοπήματα μπυραρίας για να διεκδικήσει την πολιτική εξουσία. Απ’ αυτή τη σκοπιά, η συζήτηση για τις άμεσες ή έμμεσες συνδέσεις των σύγχρονων ακροδεξιών κομμάτων με τις παραδόσεις του ιστορικού φασισμού αντιστοιχεί σε μια προηγούμενη περίοδο τεσσάρων δεκαετιών κανονικοποίησης (mainstreaming) βασικών πυλώνων της φασιστικής ιδεολογίας πάνω στα συντρίμμια της ήττας και υποχώρησης του διεθνούς εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.
Οι δύο δεκαετίες δολοφονιών δεκάδων χιλιάδων φτωχοδιαβόλων στα σύνορα της ΕΕ και της ολοένα και πιο απάνθρωπης μεταχείρισης μεταναστών και προσφύγων με την ενεργή συμμετοχή/συνενοχή κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κυβερνήσεων, μετάλλαξης των πολιτικών συστημάτων, περιστολής των δημοκρατικών ελευθεριών και του κοινωνικού κράτους, δείχνουν καθαρά πως πρόκειται για μια διαδικασία που έχει πλέον συντελεστεί και θα συνεχίσει να βαθαίνει όσο οι πολιτικές αποφάσεις θα συνεχίσουν να λαμβάνονται μακριά από τον έλεγχο της κοινωνικής πλειοψηφίας. Ενώ, ταυτόχρονα, τα ελεγχόμενα από μια χούφτα ολιγαρχών μεγάλα ΜΜΕ και Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης διαχέουν και εδραιώνουν τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, την πατριαρχία και τον αντικομμουνισμό σε πλατιά κομμάτια των ευρωπαϊκών κοινωνιών, υποδαυλίζοντας ρατσιστικά μίση, ηθικούς πανικούς και κοινωνικούς αυτοματισμούς.
Ο «κήπος» που καλούνται να υπερασπίσουν οι νέοι ιεραπόστολοι του «ευρωπαϊκού τρόπου ζωής» είναι αυτός της κερδοφορίας του κεφαλαίου έναντι των ανταγωνιστών τους στο νέο, πολυπολικό παγκόσμιο σύστημα, ενώ η «ζούγκλα» που καλούνται να καταπολεμήσουν είναι αυτή των επικίνδυνων τάξεων, των προλεταρίων του παγκόσμιου νότου και των δυτικών μητροπόλεων που σε συνθήκες πολέμου, ενεργειακής κρίσης και όξυνσης ιμπεριαλιστικών και εθνικιστικών ανταγωνισμών γίνονται αντικείμενο ολοένα και πιο άγριας εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Πρόκειται για μια πορεία προδιαγεγραμμένη που μπορεί να τη σταματήσει μόνο η οργάνωση του κινήματος των εργαζομένων, η υπεράσπιση του κήπου της ταξικής διεθνιστικής αλληλεγγύης, της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης απέναντι στη ζούγκλα της εκμετάλλευσης, της κρατικής και παρακρατικής βίας, της οικολογικής καταστροφής και του πυρηνικού ολέθρου.