του Ανδρέα Κοσιάρη
H προσχηματική δικαιολόγηση της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία από τον Βλαντίμιρ Πούτιν ως επιχείρηση «αποναζιστικοποίησης» του ουκρανικού κράτους, κρύβει το γεγονός ότι σε αυτή τη χρόνια σύγκρουση η ακροδεξιά έχει ποντάρει και στις δύο πλευρές.
Πολλοί αναλυτές επιχείρησαν να αποκρούσουν το «επιχείρημα» του Ρώσου προέδρου τονίζοντας ότι αφενός ο ακροδεξιός συνασπισμός υπό τον «Δεξιό Τομέα» δεν κατάφερε να εκλέξει βουλευτή στις τελευταίες εκλογές της Ουκρανίας, και αφετέρου πως ο Ουκρανός πρόεδρος Βολόντιμιρ Ζελένσκι και ο πρωθυπουργός Ντένις Σμίχαλ είναι Εβραϊκής καταγωγής.
Αμφότερα τα επιχειρήματα είναι prima facie ορθά, αλλά λειψά στην αποτύπωση της πραγματικότητας. Η Εβραϊκή καταγωγή των Ουκρανών ηγετών (ή ακόμα και η απώλεια συγγενών τους στο Ολοκαύτωμα) δεν εγγυάται την αντίθεσή τους στη δράση φασιστικών ταγμάτων στην Ουκρανία. Άλλωστε η ευρωπαϊκή και αμερικανική ακροδεξιά έχει εδώ και χρόνια αναμορφώσει τη στάση της ειδικά προς το Ισραήλ (και το Ισραήλ αντίστοιχα τη δική του προς τους ακροδεξιούς), την ίδια ώρα που καμουφλάρει τις αντισημιτικές της προκαταλήψεις με αναφορές σε «τραπεζίτες», «σατανική καμπάλ» και άλλες τέτοιες διγλωσσίες. Τέλος, τα ολίγιστα μεν αλλά ιστορικά υπαρκτά παραδείγματα Εβραϊκής καταγωγής συνεργατών των Ναζί τείνουν να καταρρίπτουν από μόνα τους την ισχύ του επιχειρήματος.
Αντίστοιχα και η εκλογική αποτυχία των ακροδεξιών του «Δεξιού Τομέα» δεν λέει απολύτως τίποτα για τη δράση ακροδεξιών παραστρατιωτικών οργανώσεων στην Ουκρανία, αλλά και τη διείσδυσή τους στις κρατικές δομές. Για παράδειγμα, οργανώσεις όπως το «Τάγμα Αζόφ» έχουν από το 2014 ενσωματωθεί στην ουκρανική Εθνική Φρουρά, έχουν τεθεί υπό τις διαταγές του στρατού και δρουν έκτοτε με κρατική σφραγίδα στα νοτιοανατολικά (και όχι μόνο) της χώρας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διατήρηση μέχρι προ μερικών μηνών του Αρσέν Αβάκοβ ως υπουργού Εσωτερικών της Ουκρανίας. Ο Καζακικής καταγωγής Αβάκοβ, που θεωρείται πάτρονας και προστάτης του Τάγματος Αζόφ, τοποθετήθηκε στη θέση του υπουργού Εσωτερικών τον Φεβρουάριο του 2014 από την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Γιάτσενιουκ που προέκυψε έπειτα από το «Ευρωμαϊντάν». Διατήρησε τη θέση του επί τεσσάρων πρωθυπουργών και παραιτήθηκε μόλις τον Ιούλιο του 2021.
Εκτός από τη στήριξη και ενσωμάτωση στις ουκρανικές κρατικές δομές, το Τάγμα Αζόφ έχει λάβει και τη στήριξη του αμερικανικού στρατού. Ενώ αρχικά το 2015 το αμερικανικό Κογκρέσο είχε απαγορεύσει τη χρηματοδότηση, εκπαίδευση και εξοπλισμό του Τάγματος Αζόφ με διακομματική τροπολογία, αργότερα την ίδια χρονιά, έπειτα από έντονες πιέσεις του Πενταγώνου, η συγκεκριμένη απαγόρευση αφαιρέθηκε. Μέλη του Τάγματος Αζόφ λάμβαναν μέχρι πρόσφατα εκπαίδευση από τον αμερικανικό στρατό και τη CIA.
Πρόσφατο βίντεο που δημοσιεύτηκε από τον επίσημο λογαριασμό της ουκρανικής Εθνικής Φρουράς στο twitter, έδειχνε μέλος του Τάγματος Αζόφ να βουτά σφαίρες σε λαρδί «ενάντια στα ορκ του Καντίροφ». Αναφέρεται στους Τσετσένους μουσουλμάνους στρατιώτες που μάχονται για λογαριασμό της Ρωσίας. Πρόκειται για αναπαραγωγή διαβόητης ισλαμοφοβικής προπαγάνδας, που στο παρελθόν έχει χρησιμοποιηθεί από το Ισραήλ αλλά και τις ΗΠΑ: υποτίθεται ότι οι σφαίρες με λίπος γουρουνιού θα προκαλέσουν τρόμο στους μουσουλμάνους, καθώς αν χτυπηθούν με αυτές δεν θα πάνε στον παράδεισο. Η πλατφόρμα επισήμανε την ανάρτηση ως παραβιαστική των κανόνων της, όμως δεν την αφαίρεσε από το μέσο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η συμμετοχή στο Τάγμα Αζόφ και Ρώσων νεοναζί, όπως ο Αλεξέι Λέβκιν και ο Νικίτα Μακέεβ. Ο τελευταίος μάλιστα έλαβε το 2019 τιμητική ουκρανική υπηκοότητα από τον πρόεδρο Ζελένσκι.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η νεοναζιστική οργάνωση «C14», που προήλθε από τη νεολαία του υπερεθνικιστικού κόμματος «Σβομπόντα». Παρά το γεγονός ότι ο υποψήφιος που στήριξε η οργάνωση μαζί με άλλους ομοϊδεάτες στις τελευταίες προεδρικές εκλογές της Ουκρανίας δεν έλαβε πολύ πάνω από το 1% των ψήφων, η C14 έχει ισχυρούς δεσμούς με τις ουκρανικές κρατικές δομές. Έχει λάβει χρηματοδότηση από το υπουργείο Νεολαίας και Αθλητισμού και τον Μάρτιο του 2018 υπέγραψε συμφωνία με τον δήμο του Κιέβου για να περιπολεί στους δρόμους της πόλης. Η οργάνωση εκμεταλλεύτηκε τη συμφωνία αυτή για να εκτελέσει πογκρόμ εναντίον των Ρομά στο Κίεβο.
Το ουκρανικό κράτος έχει επίσης τα τελευταία χρόνια αναβιώσει τη «λατρεία» του Ουκρανού εθνικιστή και συνεργάτη των ναζί Στεπάν Μπαντέρα, μετονομάζοντας δρόμους και στήνοντας αγάλματα στη μνήμη του.
Όμως, πολύ σημαντικά, η ύπαρξη και η δράση των νεοναζί στην Ουκρανία δεν είναι καινούριο φαινόμενο. Μπορεί να πρωτοστάτησαν στην ανατροπή του προέδρου Γιανουκόβιτς παίζοντας πρώτο βιολί στο «Ευρωμαϊντάν», όμως η δράση τους προϋπάρχει της αλλαγής στη στοίχιση της Ουκρανίας. Οι εκλογικές επιδόσεις των ακροδεξιών της Ουκρανίας ήταν μεγαλύτερες πριν το 2014 και δεν φαινόταν να ενδιαφέρουν τη Ρωσία, όσο η χώρα βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής της.
Ακόμη πιο σημαντικά, η Ρωσία δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι διαπράττει τον οποιονδήποτε «αντιφασιστικό» αγώνα. Στη Ρωσία εδράζεται εδώ και δεκαετίες το μεγαλύτερο δίκτυο νεοναζί στην Ευρώπη — ίσως και λόγω πληθυσμιακών μεγεθών. Αν και κάποιες από τις οργανώσεις που το αποτελούν έχουν απαγορευτεί στη Ρωσία, εντούτοις η δράση τους στόχευε, εκτός από τις διάφορες εθνοτικές και κοινωνικές μειονότητες, και στους εχθρούς του καθεστώτος Πούτιν.
Επιπρόσθετα, εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία, η Ρωσία έχει γίνει πόλος έλξης αλλά και χρηματοδότης κάθε νεοφασιστικού κινήματος στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Από το Εθνικό Μέτωπο της οικογένειας ΛεΠεν στη Γαλλία, μέχρι τη Λέγκα του Βορρά στην Ιταλία και τη Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα, η ευρωπαϊκή ακροδεξιά έβλεπε για χρόνια έναν πιστό σύμμαχο στο πρόσωπο του Πούτιν. Αντίστοιχα στενές σχέσεις υπάρχουν και με τον Στιβ Μπάνον, πρωτοσύμβουλο του Τραμπ και συνεργάτη του Νάιτζελ Φάρατζ και των συντηρητικών εγκεφάλων πίσω από το Μπρέξιτ. Επίσης, τάγματα νεοναζί από τη Γερμανία και άλλες χώρες λάμβαναν μέχρι πολύ πρόσφατα παραστρατιωτική εκπαίδευση στη Ρωσία, σε εγκεκριμένα από το κράτος εκπαιδευτικά κέντρα.
Τέλος, είναι γνωστές οι στενές σχέσεις του Πούτιν με τον «ιερέα» του νεορωσικού εθνικισμού Αλεξάντρ Ντούγκιν, ενός καραμπινάτου φασίστα και παλαιού θαυμαστή του γερμανικού ναζισμού. Θαυμαστής των ναζί, με τατουάζ εμπνευσμένα από σύμβολά τους, είναι και ο ιδρυτής του ρωσικού μισθοφορικού στρατού «Ομάδα Βάγκνερ», Ντμίτρι Ούτκιν. Η «Ομάδα Βάγκνερ» χρησιμοποιείται από τον ρωσικό στρατό σε επιχειρήσεις στη Συρία, τη Λιβύη, την Ουκρανία και διάφορες αφρικανικές χώρες, και έχει κατηγορηθεί για εκτελέσεις, βασανιστήρια και άλλα εγκλήματα πολέμου και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το συμπέρασμα όλων αυτών των δεδομένων είναι πως σε αυτήν τη σύγκρουση καμία πλευρά δεν δικαιολογείται να ισχυρίζεται πως μάχεται κατά του φασισμού ή του ναζισμού. Η ακροδεξιά έχει εδώ και χρόνια ποντάρει σε πολλαπλές πλευρές των διεθνών συγκρούσεων, με σκοπό να βγει κερδισμένη σε οποιοδήποτε «αποτέλεσμα».
Και όντως βγαίνει κερδισμένη. Όποια πλευρά και αν «επικρατήσει» σε αυτήν την ενδοκαπιταλιστική σύγκρουση συμφερόντων, το μόνο βέβαιο είναι η ισχυροποίηση των κατά τόπους εθνικισμών και η ενδυνάμωση των φασιστικών και μιλιταριστικών οργανώσεων. Θύματα θα είναι για άλλη μια φορά οι αθώοι, οι άμαχοι, τα παιδιά και οι μειονότητες.