Ας ξεκινήσουμε με τα αυτονόητα. Οι δηλώσεις του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Θ. Δρίτσα ότι «κανείς δεν έχει τρομοκρατηθεί από την δράση αυτών των οργανώσεων» διαστρεβλώθηκαν σχεδόν από το σύνολο των ΜΜΕ και τους επικοινωνιακούς μηχανισμούς της κυβέρνησης. Όποιος άκουσε ολόκληρη τη συνέντευξη, και όχι τα κομμένα αποσπάσματα που μεταφέρει η Ομάδα Αλήθειας και άλλα τρολ του Μητσοτάκη, συνειδητοποιεί ότι ο βουλευτής καταδικάζει τη δράση της 17Ν και ζητά την εφαρμογή των νόμων.
Όσα είπε θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν στη φράση η «τρομοκρατία απέτυχε αφού δεν κατάφερε να τρομοκρατήσει κανέναν». Πρόκειται για την ίδια σχεδόν φράση που χρησιμοποιούν όλοι οι πολιτικοί εδώ και περίπου τέσσερις δεκαετίες: Δεν τρομοκρατούμαστε από τους τρομοκράτες.
Για αυτόν τον λόγο ήταν απαράδεκτη και η στάση του ΣΥΡΙΖΑ, που «άδειασε» τον βουλευτή του αντί να εξηγήσει το αυτονόητο (αν και ομολογουμένως, τις τελευταίες ημέρες, το να προσπαθείς να απευθυνθείς με λογικά επιχειρήματα σε στελέχη και τρολ της κυβερνητικής παράταξης είναι σαν να θέλεις να αδειάσεις έναν ωκεανό βλακείας με ένα κουτάλι).
Ας προχωρήσουμε όμως τη συζήτηση ένα βήμα πέρα από όσα είπε ή δεν είπε ο Δρίτσας. Το γεγονός ότι καταδικάζουμε την τρομοκρατία δεν σημαίνει ότι πρέπει ή μπορούμε να ταυτιστούμε με τα θύματή της. Το γεγονός ότι κανένας από αυτούς τους ανθρώπους δεν έπρεπε να πεθάνει, και καταδικάζουμε τη δολοφονία τους, δεν κάνει όλα τα θύματα αθώα.
Δεν έχουμε τίποτα κοινό με βασανιστές της χούντας, με ξένους πράκτορες, με γρανάζια πολεμικών μηχανών που εργάζονταν σε ελληνικές πρεσβείες, με εκδότες και επιχειρηματίες που καθόριζαν την πορεία της χώρας πέρα από κάθε δημοκρατική νομιμότητα. Κανένας τους δεν έπρεπε να πεθάνει και θα υπερασπιζόμαστε με κάθε τρόπο το δικαίωμά τους στη ζωή, όπως το κάνουμε σήμερα και για τον Κουφοντίνα. Αλλά δεν είμαστε το ίδιο με αυτούς.
Παρεμπιπτόντως, αυτό το γνωρίζουν καλύτερα από όλους οι μηχανισμοί προπαγάνδας της κυβέρνησης, οι οποίοι όταν αναφέρονται στα θύματα προτάσσουν πάντα τον Αξαρλιάν, έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε κατά λάθος από τη 17Ν και για τον οποίο η οργάνωση έχει πραγματοποιήσει σκληρή αυτοκριτική. Προφανώς και μόνο το γεγονός ότι υπήρξε θύμα που δεν σχετιζόταν άμεσα με την επίθεση (και μαζί με τον Αξαρλιάν πρέπει να συμπεριλάβουμε επίσης τον αστυνομικό Χρήστο Μάτη και άλλους) μας καλεί να καταδικάσουμε για μια ακόμη φορά την τρομοκρατία. Δεν μας καλεί όμως να ενωθούμε ιδεολογικά, πολιτικά και ταξικά με όλα τα θύματα.
Αυτός είναι ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο ο κόσμος δεν τρομοκρατήθηκε από τη 17Ν (και αυτό δεν έχει καμία σχέση με όσα είπε ο Δρίτσας). Αντίθετα, στα πρώτα χρόνια της οργάνωσης αρκετοί είδαν θετικά τη δράση της, γνωρίζοντας ότι το καραμανλικό κράτος δεν τιμωρούσε επαρκώς τους πρωταίτιους του πραξικοπήματος – όπως παλαιότερα η ελληνική δεξιά προστάτευε τους συνεργάτες των ναζί. Οι κυβερνώντες, με την ανοχή τους στους χουντικούς, ωθούσαν ένα τμήμα της κοινωνίας να δει θετικά μια μορφή πάλης η οποία είναι καταστροφική για τα συμφέροντα της κοινωνίας.
Οι τρομοκράτες λοιπόν δεν τρομοκράτησαν συνολικά την κοινωνία (αλήθεια πόσο παράδοξο είναι που οι μιμητές της Θάτσερ μιλούν τώρα για την «κοινωνία», που η δασκάλα τους έλεγε ότι δεν υπάρχει). Αντίθετα χιλιάδες πολίτες τρομοκρατήθηκαν από τα αντιδημοκρατικά μέτρα που λάμβαναν κυβερνήσεις, με πρόσχημα την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα λοιδορήθηκαν (δεν ξεχνάμε τη Νικολούλη που παρουσίαζε τον Κοροβέση σαν αρχηγό της 17Ν) και δημοσιογράφοι από όλες τις παρατάξεις κατέληξαν σε ένα κελί γιατί υπερασπίστηκαν το δικαίωμά τους να τυπώνουν τις προκηρύξεις της 17Ν.
Αρκετά χρόνια αργότερα, μαθητές οδηγήθηκαν σε κρατητήρια με αντιτρομοκρατικούς νόμους και νέοι άνθρωποι και μέλη αριστερών οργανώσεων παρακολουθούνταν από την Ασφάλεια στο όνομα της «μάχης απέναντι στην τρομοκρατία». Μια μάχη που είχε τόση σχέση με την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας όσο η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ. Σήμερα, «η μάχη κατά της τρομοκρατίας» εξαπλώνεται και στο διαδίκτυο με το Facebook να φιμώνει όποιον ασκεί κριτική στα επιχειρήματα της κυβέρνησης ή όποιον απλώς παρουσιάζει εικόνες από μια συγκέντρωση στο κέντρο της Αθήνας.
Εν τέλει οι κυβερνώντες και οι υποστηρικτές τους πρέπει να λάβουν ορισμένες αποφάσεις: Αν η 17Ν είναι τρομοκρατική οργάνωση γιατί δίκασαν τα μέλη της σαν εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου; Και αφού τους δίκασαν σαν κοινούς εγκληματίες γιατί δεν τους αναγνωρίζουν τα δικαιώματα των ποινικών κρατουμένων; Δεν μπορεί στο δικαστήριο να τους θεωρείς ποινικούς, για να μην ακουστούν τα πολιτικά τους επιχειρήματα, και στη φυλακή να τους αντιμετωπίζεις σαν πολιτικούς αντιπάλους που πρέπει να εξοντωθούν. Αν ολόκληρη η κοινωνία ταυτίζεται πολιτικά και ιδεολογικά με τα θύματα γιατί δεν έπρεπε να διαβάζουμε τις προκηρύξεις της 17Ν; Αν ο Κουφοντίνας είναι ένας κοινός δολοφόνος γιατί ψηφίζουν νέους νόμους αποκλειστικά για αυτόν και δεν εφαρμόζεται η υπάρχουσα νομοθεσία;
Αρκετά υποστήκαμε τη διαστρέβλωση και τη φίμωση κάθε διαφορετικής φωνής από τραμπούκους που αποφάσισαν, σαν τον Τζορτζ Μπους, ότι όσοι δεν είναι μαζί τους είναι με τους τρομοκράτες. Αυτοί είναι πραγματικοί τρομοκράτες και με τις πράξεις και τι παραλείψεις τους ευθύνονται για το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων.