Οι αναφορές στο δυστύχημα στο Τσερνομπίλ επαναφέρουν τη συζήτηση για το πώς καταλαβαίνουμε εάν μια υπερδύναμη βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης. Ένα ερώτημα που απασχολεί την ανθρωπότητα τουλάχιστον από την πτώση της Αρχαίας Ρώμης.
«Στη 1.23 π.μ. της 26ης Απριλίου του 1986 δεν εξερράγη μόνο ο αντιδραστήρας Νο4 του πυρηνικού σταθμού του Τσερνομπίλ. Μαζί με το λιώσιμο του αντιδραστήρα ξεκίνησε και η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης». Η συγκεκριμένη παράγραφος επαναλαμβάνεται σχεδόν verbatim από διεθνή μέσα ενημέρωσης σε κάθε επέτειο από το πυρηνικό δυστύχημα. «Το Τσερνομπίλ σκότωσε την ΕΣΣΔ», έγραφε πριν από πέντε χρόνια ο βρετανικός Economist. «Μήπως η Σοβιετική Ένωση εξερράγη λόγω του Τσερνομπίλ;», αναρωτιόταν λίγο παλαιότερα το αμερικανικό Slate.
Η αλήθεια είναι ότι «πατέρας» της συγκεκριμένης θεωρίας είναι ο πρώην γ.γ. της ΕΣΣΔ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο οποίος υποστήριζε ότι «η πραγματική αιτία της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης» ήταν η έκρηξη στον συγκεκριμένο αντιδραστήρα «καθώς άνοιξε νέες προοπτικές στην ελευθερία του λόγου, σε βαθμό που δεν μπορούσε να γίνει ανεκτός από το σύστημα όπως το γνωρίζαμε». Πρόκειται ίσως για την πιο αντι-διαλεκτική παρατήρηση που θα περίμενε κανείς από τον τελευταίο ηγέτη μιας χώρας που θεωρητικά οικοδομήθηκε στις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού.
Παρ’ όλα αυτά, ύστερα από κάθε κατάρρευση μιας μεγάλης γεωπολιτικής οντότητας (είτε την ονομάσουμε αυτοκρατορία, υπερδύναμη, κράτος ή όπως αλλιώς θέλουμε) οι άνθρωποι αναζητούν ένα γεγονός το οποίο ταυτίζουν με την αρχή του τέλους.
Η βρετανική αυτοκρατορία, παραδείγματος χάριν, μπορεί να ήταν κλινικά νεκρή ήδη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά έπρεπε να περιμένει μέχρι την κρίση του Σουέζ το 1956 για να ακούσει τον επικήδειό της. Όταν το Λονδίνο, υπό τις πιέσεις της Ουάσινγκτον και της Μόσχας, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει στρατιωτικά τη Διώρυγα του Σουέζ, την οποία μόλις είχε εθνικοποιήσει ο Νάσερ της Αιγύπτου, ο ήλιος έδυσε για πρώτη φορά σε μία από τις κτήσεις της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας που είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα.
Αντίστοιχα αρκετοί εντοπίζουν το κομβικό σημείο της πτώσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο έτος μηδέν (Χριστούγεννα) ή στο έτος 33 μ.Χ. (Πάσχα) καθώς θεωρούν ότι η σταδιακή εδραίωση του χριστιανισμού σηματοδότησε την αρχή του τέλους του αρχαίου κόσμου. Η τελευταία παρατήρηση, βέβαια, ίσως να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα ακόμη και σε σχέση με τις θεωρίες του Γκορμπατσόφ για την ΕΣΣΔ, αφού η Ρώμη άσκησε αποτελεσματική κυριαρχία στις κτήσεις της για τουλάχιστον άλλους τρεις αιώνες. Παρ’ όλα αυτά επιβεβαιώνει το γεγονός ότι πάντα αναζητούμε τέτοιου είδους κομβικά γεγονότα, ακόμη κι αν ανήκουν στη σφαίρα του μύθου.
Το πρόβλημα με αυτά τα γεγονότα είναι ότι μπορείς να τα εντοπίσεις μόνο μετά την κατάρρευση. Διαφορετικά είσαι καταδικασμένος να προβάλλεις σε κάθε σημαντική είδηση τις ελπίδες ή τους φόβους σου για το τέλος του status quo. Στις ΗΠΑ, παραδείγματος χάριν, αρκετοί ιστορικοί όπως ο διάσημος Πολ Κένεντι προέβλεπαν μάταια την κατάρρευση της αμερικανικής αυτοκρατορίας ήδη από τη δεκαετία του ’80 – ο ίδιος μάλιστα είχε την ατυχία να δημοσιεύσει την πρόβλεψή του μόλις δύο χρόνια πριν από την αποσύνθεση της ΕΣΣΔ, που έδωσε στις ΗΠΑ τον τίτλο της μοναδικής υπερδύναμης.
Η κατάσταση περιπλέκεται από το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει χρονικά το τέλος μιας αυτοκρατορίας και πολύ περισσότερο να εντοπίσει ένα γεγονός που τη σηματοδοτεί. «Συνήθως», εξηγούσε ο ιστορικός Πάτρικ Γουάιμαν, «όταν μιλάμε για την “πτώση” φανταζόμαστε περίτεχνους κίονες να πέφτουν στο έδαφος καθώς τους τραβούν βάρβαροι, ντυμένοι με προβιές ζώων».
Παρεμπιπτόντως, αν και ο Γουάιμαν χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη εικόνα για να εξηγήσει πώς ΔΕΝ θα πρέπει να φανταζόμαστε την πτώση μιας αυτοκρατορίας, η περιγραφή του θυμίζει υπερβολικά την εισβολή των οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ. Μήπως λοιπόν εντοπίσαμε ακόμη ένα κομβικό ιστορικό γεγονός που μπορεί να σηματοδοτήσει το τέλος του λεγόμενου «αμερικανικού αιώνα», όπως το Τσερνομπίλ σηματοδότησε την πτώση της ΕΣΣΔ;
Μη βιάζεστε τόσο, φάνηκε να απαντά αυτή την εβδομάδα ο επικεφαλής οικονομικός αναλυτής των Financial Times Μάρτιν Γουλφ. Σχολιάζοντας την εδραιωμένη πεποίθηση της κινεζικής ελίτ, ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε τροχιά αναπόδραστης παρακμής, προειδοποιούσε το Πεκίνο ότι θα πρέπει να περιμένει πολύ για να δει την αμερικανική υπερδύναμη να πέφτει σαν ώριμο φρούτο.
Συγκρίνοντας τη χρηματιστηριακή κυριαρχία των αμερικανικών εταιρειών (επτά στις δέκα εταιρείες με τη μεγαλύτερη αξία έχουν την έδρα τους στις ΗΠΑ), ο Γουλφ υποστηρίζει ότι η Ουάσινγκτον διατηρεί τα ηνία της καινοτομίας. Ο ίδιος βέβαια εξηγεί ότι «τα χρηματιστήρια δεν είναι τέλεια» και πως σε αυτά δεν περιλαμβάνονται οι κρατικές επιχειρήσεις της Κίνας, αλλά και μεγαθήρια όπως η Huawei. Παρ’ όλα αυτά επιμένει ότι οι ΗΠΑ, ακόμη και σήμερα, κινδυνεύουν μόνο από τον εαυτό τους και όχι από εξωτερικούς ανταγωνιστές.
Οι εκτιμήσεις του Μάρτιν Γουλφ ίσως διαψευστούν. Άλλοι αναλυτές θα του επεσήμαιναν ότι αρκετά από τα χρηματιστηριακά θαύματα στα οποία αναφέρεται απλώς «επιπλέουν» χάρη στην τρομακτική παροχή ρευστότητας στις αγορές. Άνθρωποι όπως ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ θα του έλεγαν ότι εταιρείες σαν την Alphabet (μητρική της Google) λειτουργούν περισσότερο σαν «παράσιτα» του οικονομικού συστήματος, χωρίς να παράγουν αξία.
Το ερώτημα λοιπόν, αν θα πρέπει να περιμένουμε στο άμεσο μέλλον ένα γεγονός, σαν το δυστύχημα του Τσερνομπίλ, που θα αποτελέσει ορόσημο για την παρακμή μιας υπερδύναμης, παραμένει αναπάντητο. Όπως είπαμε άλλωστε, όταν θα διαπιστώσουμε ποιο ήταν αυτό το γεγονός, θα είναι πλέον αργά… για τις ΗΠΑ.