Την Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020, η Ίρις Ροσάλες και η κόρη της – μέλη της ιθαγενικής κοινότητας Μαπούτσε της νότιας Χιλής – βρέθηκαν κρεμασμένες στο σπίτι τους. Μέσα σε λίγες ώρες, ο τοπικός ιατροδικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για θάνατο από αυτοκτονία, απόφαση που αμφισβητήθηκε έντονα από την οικογένεια και την ευρύτερη κοινότητα. Η υπόθεση προσομοιάζει εκείνη του Μακαρένα Βάλντες από το Λος Ρίος, ο οποίος το 2016 βρέθηκε νεκρός σε παρόμοιες συνθήκες. Οι Μαπούτσε, των οποίων τα προγονικά εδάφη εκτείνονται στη νότια Χιλή και την Αργεντινή, έχουν μακρά ιστορία αντίστασης στην αποικιακή κατοχή.
Σήμερα ο αγώνας τους για το δικαίωμα διαβίωσης στην προγονική τους γη αντιμετωπίζεται με στρατιωτικές παρεμβάσεις και ποινικοποίηση από το κράτος της Χιλής, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης στρατευμάτων που λειτουργούν με το όνομα «Κομάντο Ζούγκλα» και εκπαιδεύονται στη ζούγκλα της Κολομβίας ειδικά για τον σκοπό της καταστολής των αυτοχθόνων εξεγέρσεων στην Αραουκανία .
Δεκάδες αγωνιστές και ηγέτες της φυλής των Μαπούτσε βρίσκονται σήμερα σε απεργία πείνας αντιστεκόμενοι στις ανελέητες πολιτικές διώξεις που δέχονται. Έχουν φυλακιστεί με λιγοστά αποδεικτικά στοιχεία βάσει αντιτρομοκρατικών νόμων που θεσπίστηκαν κατά τη διάρκεια του αυταρχικού καθεστώτος του Πινοσέτ στη δεκαετία του 1970. Οι αγωνιστές ιθαγενείς καταδικάζονται σε δίκες παρωδίες όπου αρκεί η λέξη ενός ανώνυμου μάρτυρα για να οδηγηθούν στη φυλακή. Είκοσι επτά κρατούμενοι Μαπούτσε συμμετέχουν στην απεργία πείνας σε τρεις από τις μεγαλύτερες φυλακές της νότιας Χιλής.
Η κατεστημένη κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Προέδρου Πινιέρα εισήγαγε περαιτέρω δρακόντειους νόμους, συμπεριλαμβανομένων των αμφιλεγόμενων νόμων «Αντί-Καπούτσα» (κάλυψη προσώπου) και «Αντί-Μπαρικάντε», ως απάντηση στις πρόσφατες κοινωνικές εξεγέρσεις προβλέποντας τις μέγιστες κυρώσεις για τους αντιφρονούντες. Όποιος καλύψει το πρόσωπό του ή μπλοκάρει το δρόμο κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης πλέον αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης έως και 10 χρόνια, πράγμα που απαγορεύει ουσιαστικά τη διαμαρτυρία.
Κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Πινοσέτ, οι ιδιοκτήτες γαιών κυνηγούσαν τους ηγέτες των Μαπούτσε με τη βοήθεια της αστυνομίας. Όπως και τότε, έτσι και σήμερα οι κυβερνήσεις υιοθετούν αυταρχικές συμπεριφορές, χρησιμοποιώντας συστηματικά στιγματισμό και ποινικοποίηση για να εξουδετερώσουν κάθε κριτική και πράξεις πολιτικής ανυπακοής, κατηγορώντας τους επικριτές ότι συνωμοτούν με την ακροδεξιά για να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα. Για παράδειγμα, στη Βολιβία, η αριστερά που μάχεται ενάντια στις εξορυκτικές δραστηριότητες κατηγορήθηκε ότι χρηματοδοτείται από μεγάλες εταιρείες από τις ιμπεριαλιστικές χώρες με σκοπό την υποτίμηση των αγωνιστών.
Οι άνθρωποι της φυλής των Μαπούτσε υφίστανται διακρίσεις και τα υψηλότερα ποσοστά πολυδιάστατης φτώχειας στη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης πρόσβασης σε υγειονομική περίθαλψη, ευκαιρίες εργασίας και εκπαίδευση. Τα προγονικά εδάφη, ζωτικής σημασίας για την ύπαρξη αυτοχθόνων κοινοτήτων, εξακολουθούν να εκκαθαρίζονται βίαια σε εξώσεις κατά τις οποίες γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι ξυλοκοπούνται, πυροβολούνται και κακοποιούνται βάναυσα.
Πρόκειται για μια εκστρατεία εξόντωσης των αυτοχθόνων κοινοτήτων από το Χιλιανό κράτος. Η εισβολή διακρατικών εταιρειών και ο πόλεμος που δέχονται από τις ξένες κεφαλαιουχικές και πολιτικές κρατικές δυνάμεις θέτει πλήθος κινδύνων για τους ιθαγενείς. Η κυβέρνηση της Χιλής συνεχίζει να αρνείται να διαφυλάξει τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και αντ’ αυτού επιδίδεται σε ένα κρεσέντο βίας που θα οδηγήσει νομοτελειακά στη γενοκτονία ολόκληρου του πληθυσμού των ιθαγενών.
Η Αραουκανία είναι η προγονική γη των Μαπούτσε και είναι εξαιρετικά ελκυστική για τους ξένους επενδυτές χάρη στους φυσικούς και ορυκτούς πόρους της. Η δασοκομία, η αλιεία, η ενέργεια και ο τουρισμός είναι οι βασικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή.
Εδώ και μερικά χρόνια, οι λεγόμενες προοδευτικές ή μετα-νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις των χωρών της Λατινικής Αμερικής όπως η Βολιβία, ο Ισημερινός, η Βενεζουέλα, η Αργεντινή, η Ουρουγουάη και η Βραζιλία έχουν τροποποιήσει ορισμένα στοιχεία του νεοφιλελεύθερου εξτρακτιβιστικού μοντέλου (πολιτική κατά την οποία εξορύσσονται οι φυσικοί πόροι με σκοπό την πώλησή τους στις παγκόσμιες αγορές). Μέσα από την κρατική παρέμβαση το κράτος καθίσταται ρυθμιστής των εξορυκτικών δραστηριοτήτων και της κατανομής των κερδών με το πρόσχημα ότι θα επενδυθούν σε κοινωνικά προγράμματα. Ο αποκαλούμενος νέο-εξτρακτβισμός αποτελεί εν μέρει την σύγχρονη εκδοχή της πολιτικής επενδύσεων που χαρακτηρίζει τη Νότια Αμερική, που διατηρεί τον μύθο της προόδου και της ανάπτυξης υπό ένα νέο πολιτιστικό και πολιτικό υβρίδιο. Οι επικριτές αυτής της παραλλαγής του «συμβατικού μοντέλου» επισημαίνουν ότι οι κυβερνήσεις διατηρούν «βασικά στοιχεία του κλασικού εξτρακτιβισμού, με ρίζες στην αποικιοκρατία», διασφαλίζοντας έτσι έμμεση και λειτουργική ένταξη στην παγκοσμιοποίηση του διακρατικού καπιταλισμού. Η προωθούμενη από το κράτος εκμετάλλευση, είτε άμεσα είτε μέσω συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, δεν μετριάζει την περιβαλλοντική και την κοινωνική καταστροφή. Αντιθέτως, η επιβολή αυτού του μοντέλου έχει επεκτείνει τα εξορυκτικά σύνορα σε παρθένα οικοσυστήματα όπως η περιοχή της ζούγκλας του Αμαζονίου, που κατοικούν προγονικού λαοί που βρίσκονται σε εθελούσια απομόνωση.
Το βασικότερο εργαλείο παρεμβατισμού του κράτους στην μπίζνα των περιβαλλοντικών «επενδύσεων» είναι η επεξεργασία των νομικών πλαισίων και η άσκηση πρακτικών που ωθούν τους επενδυτές να εκμεταλλευτούν τους φυσικούς πόρους. Ο διεθνής ανταγωνισμός για την προσέλκυση επενδύσεων είναι άγριος με τις εταιρείες να προτιμούν για τη μεγιστοποίηση των κερδών τους τα κράτη των οποίων η νομοθεσία θέτει χαλαρούς περιορισμούς όσον αφορά την φορολογία, την εργασιακή εκμετάλλευση, τη λογοδοσία και τη διαφάνεια στις τακτικές εξόρυξης κτλ. Ως αποτέλεσμα, μεταξύ των κρατών υπάρχει ανταγωνισμός για την αποδυνάμωση των ανωτέρω προτύπων με σκοπό τη δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για τις ενδιαφερόμενες εταιρείες.
Αυτή είναι η πραγματικότητα της σύγχρονης Χιλής. Μια πραγματικότητα στην οποία καθρεφτίζεται η νεοφιλελεύθερη πολιτική ατζέντα που εφαρμόζεται σχεδόν σε ολόκληρη την Λατινική Αμερική και απομυζεί κάθε ψήγμα ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Μια πραγματικότητα καταστροφής και καταστολής που ίσως να γίνεται οικεία σε κάποιο ταξίδι μας στις Σκουριές, το Βόλο, την Τήνο και την Ήπειρο.
Δήμητρα Μπέη