Αποστολή Βερολίνο, Οκτώβριος 2012
Αν υπάρχει μια σταθερά στον ετήσιο εορτασμό της ενοποίησης των δυο Γερμανιών είναι ότι κάθε χρόνο γίνεται και πιο βαρετή. «Αν δεν ήταν αργία ούτε που θα το καταλαβαίναμε» μου έλεγε ο Γιάνς, ένας 45χρονος Ανατολικογερμανός, καθώς κοίταζε βαριεστημένα στην τηλεόραση τις εορταστικές εκδηλώσεις. Απεσταλμένοι από τα 16 ομόσπονδα κρατίδια παρέλαυναν με τις παραδοσιακές ενδυμασίες τους μπροστά από την Άνγκελα Μέρκελ, η οποία προσποιούνταν ότι παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την τελετή.
Στην πραγματικότητα οι δυο χώρες, όπως μου εξηγούσε πριν από μερικά χρόνια ο αντιπρόεδρος του Γερμανικού κόμματος «Αριστερά», Λόταρ Μπίσκι, δεν ενώθηκαν ποτέ. Ένα αόρατο τείχος εξακολουθεί να χωρίζει την ανεπτυγμένη Δύση από την φτωχή Ανατολή, η οποία πλήρωσε ακριβά την αποβιομηχανοποίηση που ακολούθησε την ένωση των δυο Γερμανιών.
«Αν έπρεπε να γιορτάζουμε μια ενοποιήση» μου λέει γελώντας ο Γιάνς «είναι η ιδεολογική ενοποίηση των δυο κομμάτων εξουσίας». Είναι γεγονός ότι η πρακτική των «μεγάλων συνασπισμών» χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών εξάλειψε και τις τελευταίες διαφορές που χαρακτήριζαν την πολιτική των δυο κομμάτων. Και τίποτα δεν θα μπορούσε να επισημοποιήσει καλύτερα αυτή την ιδεολογική ταύτιση από την ανακοίνωση ότι ο πρώην υπουργός οικονομικών Πέερ Στάινμπρουκ θα διεκδικήσει την καγκελαρία για λογαριασμό των σοσιαλδημοκρατών στις εκλογές του 2013. Η ανακοίνωση προκάλεσε ενθουσιασμό στους πολιτικούς σχολιαστές και τα μέσα ενημέρωσης του Βερολίνου, που αναμένουν μια εκλογική τιτανομαχία ανάμεσα σε δυο ισχυρές προσωπικότητες. Ο Στάινμπρουκ είναι ο μόνος σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος που «μπορεί να αντιπαρατεθεί με την Μέρκελ κοιτάζοντάς την στα μάτια» έγραφε προ ημερών η κεντροαριστερή εφημερίδα Μπερλίνερ Τσάιτουνγκ. Άλλες εφημερίδες υπενθύμιζαν τα όχι και τόσο ευγενικά ξεσπάσματά του μέσα στο κοινοβούλιο αλλά και την ολομέτωπη επίθεση που είχε εξαπολύσει εναντίον του ελβετικού τραπεζικού συστήματος και της προστασίας που αυτό παρέχει σε κεφάλαια αγνώστου προελεύσεως. «Είστε δειλοί σαν τους ινδιάνους που τρέχουν όταν έρχεται το ιππικό» είχε πει χαρακτηριστικά ενώ λίγο αργότερα συνέκρινε την Ελβετία με την Ουαγκουντούγκου, την πρωτεύουσα της Μπουργκίνα Φάσο – γεγονός που προκάλεσε ένα μίνι διπλωματικό επεισόδιο. Ενώ όμως τα ΜΜΕ προετοιμάζονται για μια πολύ ενδιαφέρουσα λεκτική αντιπαράθεση τίθεται το ερώτημα πόσο διαφορετικοί είναι τελικά σε πολιτικό επίπεδο οι δυο μονομάχοι.
Έχοντας θητεύσει στο γερμανικό υπουργείο εξωτερικών στην χειρότερη στιγμή της χρηματιστηριακής κρίσης του 2008-2009 ο Στάινμπρουκ δημιούργησε το προφίλ του τσάρου της οικονομίας που κατάφερε να γλιτώσει την ατμομηχανή της Ευρώπης από τους ύφαλους της κρίσης. Για αρκετούς αναλυτές μάλιστα είναι ο άνθρωπος που διέσωσε το πολιτικό μέλλον της καγκελαρίου Μέρκελ. Και το ερώτημα που απασχολεί το εκλογικό επιτελείο των σοσιαλδημοκρατών είναι πως θα καταφέρει τώρα να εμφανιστεί σαν ένας διαφορετικός υποψήφιος αφού η μέχρι τώρα πολιτική του ήταν ταυτόσημη με αυτή της καγκελαρίου.
Ίσως η σημαντικότερη κίνηση του Στάινμπρουκ το τελευταίο διάστημα ήταν η πρότασή του για τη δημιουργία ενός κοινού ταμείου των τραπεζών το οποίο θα χρησιμοποιείται σε περίοδος κρίσης για τη διάσωση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο κατάρρευσης. Στόχος είναι να μην χρειάζεται κάθε φορά να αδειάζουν τα κρατικά ταμεία και να πληρώνουν οι Γερμανοί φορολογούμενοι τα σπασμένα της οικονομίας – καζίνο. Αν και η πρόταση φαίνεται να κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση ο Στάινμπρουκ έχει μακρά παράδοση στο να παρουσιάζει σαν φιλολαϊκές, προτάσεις οι οποίες εν τέλει εξυπηρετούν τα συμφέροντα των μεγάλων γερμανικών τραπεζών. Είναι χαρακτηριστικό πως το 2007 κατάφερε να εξασφαλίσει από τις τράπεζες 50 δισεκατομμύρια ευρώ για τη διάσωση του κτηματομεσιτικού κολοσσού επενδύσεων Hypo Real Estate. Αμέσως μετά όμως έδωσε στις τράπεζες 500 δισεκατομμύρια των Γερμανών φορολογούμενων. Εξ άλλου αρκετές από τις προτάσεις που κατέθεσε για τον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος όχι μόνο δεν είναι καινούργιες αλλά έχουν ήδη ψηφιστεί από το κοινοβούλιο – το πρόβλημα δηλαδή δεν είναι η έλλειψη ρυθμιστικού πλαισίου αλλά η αδυναμία εφαρμογής του.
Φίλος ή εχθρός της Ελλάδας;
Αρκετά μέσα ενημέρωσης στη Γερμανία έχουν επιτεθεί στον Στάινμπρουκ για την «υποχωρητική», όπως την χαρακτηρίζουν, στάση του απέναντι στην Ελλάδα. Όταν ακόμη οι ελληνικές κυβερνήσεις και το Βερολίνο υπόσχονταν επιστροφή στις αγορές μέσα στο 2012 ο ίδιος προειδοποιούσε ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί άλλα οκτώ χρόνια οικονομικής υποστήριξης. Ο Στάινμπρουκ μάλιστα επιτέθηκε πρόσφατα εναντίον της Μέρκελ υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αντέξει περαιτέρω «οικονομικό στίψιμο». Ο Γερμανός πρώην υπουργός οικονομικών είχε την τύχη να αποχωρήσει από τα καθήκοντά του λίγο πριν ξεσπάσει η ελληνική κρίση, γεγονός που του επιτρέπει να τοποθετείται με ευκολία για τα «λάθη» της καγκελαρίας. Παρόλα αυτά ο Στάινμπρουκ αποτελεί, πέραν πάσης αμφισβήτησης, τον αρχιτέκτονα της πολιτικής λιτότητας που επέβαλε το Βερολίνο οδηγώντας σε οικονομική ασφυξία και ύφεση όλες τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και κυρίως την Ελλάδα. Μάλιστα η εμμονή του στην αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και η σχεδόν υστερική στάση του απέναντι στον κίνδυνο αύξησης του πληθωρισμού τον είχε φέρει σε ευθεία αντιπαράθεση με τον νομπελίστα οικονομολόγο Πολ Κρούγκμαν, ο οποίος εμμέσως πλην σαφώς τον αποκάλεσε χοντροκέφαλο.
Αυτή η εμμονή, εξηγούσε πρόσφατα το βρετανικό περιοδικό Red Pepper είναι βαθιά ριζωμένη στο συλλογικό υποσυνείδητο της Γερμανίας από την εποχή του μεσοπολέμου. Για την πλειονότητα των Γερμανών τα φαινόμενα υπερπληθωρισμού, που σημειώθηκαν τότε, έστρωσαν το έδαφος για την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού και την αναρρίχηση του Χίτλερ στην εξουσία. Στις σημερινές συνθήκες ύφεσης όμως αρκετοί οικονομολόγοι, ακόμη και στη Γερμανία, αρχίζουν να βλέπουν και άλλα συμφέροντα πίσω από την δημοσιονομική υστερία του Βερολίνου. Ο πόλεμος εναντίον του πληθωρισμού, λένε, προστατεύει πρωτίστως το μεγάλο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο ενώ η τρομακτική λιτότητα που επιβλήθηκε στην ευρωπαϊκή περιφέρεια ενίσχυσε περαιτέρω τις οικονομικές ελίτ της Γερμανίας σε βάρος των Ευρωπαίων εταίρων τους.
Ο Στάινμπρουκ αν και φαίνεται, με τις δημόσιες τοποθετήσεις του, να κατανοεί καλύτερα τα όρια που μπορεί να έχει η δημοσιονομική πειθαρχία για την Ελλάδα δεν πρόκειται να αμφισβητήσει καμία από τις βασικές επιλογές της γερμανικής ηγεσίας – τις οποίες άλλωστε ο ίδιος εγκαινίασε όταν ήταν υπουργός οικονομικών. Ίσως γι’ αυτό άλλωστε η αριστερή πτέρυγα των σοσιαλδημοκρατών αντέδρασε με ψυχρότητα αν όχι με οργή στην ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του. Το γεγονός ότι θα διεκδικήσει την καγκελαρία αντιμετωπίζεται σαν γενική μετακίνηση του πολιτικού σκηνικού προς πιο δεξιές και συντηρητικές θέσεις. Η Γερμανία και ολόκληρη η Ευρώπη προετοιμάζεται λοιπόν για μια μιντιακή τιτανομαχία ανάμεσα σε δυο υποψηφίους με σχεδόν πανομοιότυπες πολιτικές θέσεις.
Άρης Χατζηστεφάνου
Επίκαιρα 10 Οκτωβρίου 2012