Του Ανδρέα Κοσιάρη
Σε έναν ιδανικό κόσμο, ο Ντόναλντ Ράμσφελντ θα πέθαινε σε κάποια φυλακή, καταδικασμένος για εγκλήματα πολέμου. Βασικά, σε έναν ιδανικό κόσμο δεν θα υπήρχε Ντόναλντ Ράμσφελντ. Αλλά δεν ζούμε σε έναν ιδανικό κόσμο και ο Ντόναλντ Ράμσφελντ, δις υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ και ένας από τους βασικούς υπεύθυνους των πολέμων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, αλλά και των θανάτων εκατοντάδων χιλιάδων αμάχων, πέθανε ήσυχα στο σπίτι του, την Τρίτη 29 Ιουνίου 2021, σε ηλικία 88 ετών.
Πολλά αμερικανικά ΜΜΕ προσφέρουν από χθες θριαμβευτικούς εξωραϊστικούς επικήδειους στη μνήμη του, όμως αν μπορούσε να περιγραφεί ο Ντόναλντ Ράμσφελντ με μία φράση, αυτή μας την προσέφερε πριν πολλά χρόνια ο Ρίτσαρντ Νίξον. Στις διαβόητες ηχογραφήσεις του Οβάλ Γραφείου, ο διαπιστωμένα εγκληματίας πρόεδρος των ΗΠΑ, περιέγραφε με θαυμασμό τον Ράμσφελντ, τότε διευθυντή του Συμβουλίου Κόστους Ζωής, ως έναν «αδίστακτο μικρό μπάσταρδο».
Ο θαυμασμός του Νίξον για τον Ράμσφελντ, που θα έπρεπε να είναι αρκετός για να σας δώσει μια εικόνα του ανδρός, προερχόταν από την τότε δράση του, όπου πρωτοστάτησε στην περικοπή προγραμμάτων οικονομικής βοήθειας για τα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας και στην υιοθέτηση φοροελαφρύνσεων για τις μεγάλες επιχειρήσεις στις αρχές τις δεκαετίας του ’70. Πολιτικές που οδήγησαν άμεσα στη εξαθλίωση των φτωχών Αμερικανών και στη γιγάντωση των επιχειρήσεων, τις οποίες ολοκλήρωσε την επόμενη δεκαετία ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν.
Η πρώτη του θητεία ως υπουργός Άμυνας, στην κυβέρνηση Φορντ που διαδέχθηκε τον παραιτηθέντα Νίξον, δεν ήταν ιδιαίτερα αξιοσημείωτη. Σημαντικότερα επιτεύγματά του θεωρούνται η αντιστροφή της τάσης για μείωση του προϋπολογισμού άμυνας των ΗΠΑ και η ενδυνάμωση του αμερικανικού στρατού με νέα οπλικά συστήματα, όπως οι πύραυλοι Κρουζ, το βομβαρδιστικό αεροσκάφος B-1 και νέα πολυάριθμα πλοία για το ναυτικό.
Αναλαμβάνοντας τον Νοέμβριο του 1975, δηλαδή μερικούς μήνες έπειτα από την ήττα των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ, θεωρείται ο ιθύνων νους πίσω από την πολιτική που εφάρμοσαν έκτοτε οι Αμερικανοί, να μην ανακοινώνουν εκτιμήσεις των νεκρών αντιπάλων τους στις πολεμικές τους επιχειρήσεις. Είχε θεωρηθεί τότε ότι μεγάλο μέρος της αντίθεσης της κοινής γνώμης στον πόλεμο του Βιετνάμ, πήγαζε ακριβώς από αυτές τις ανακοινώσεις. Η πολιτική αυτή διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη της δεύτερης θητείας του Ράμσφελντ ως υπουργού Άμυνας, στην κυβέρνηση του Τζορτζ Γ. Μπους.
Ήταν αυτή η δεύτερη θητεία του Ράμσφελντ στον αμυντικό υπουργικό θώκο, που θεμελίωσε τη φήμη του ως ενός αδίστακτου εγκληματία πολέμου. Αν και δεν ήταν επ’ ουδενί ο μοναδικός υπεύθυνος για τους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, ήταν εντούτοις από τους πρωτοστάτες της αμερικανικής επιθετικότητας της εποχής, αδιαφορώντας για το κόστος σε ανθρώπινες ζωές που προκάλεσε.
Δεν χρειάστηκαν παρά μερικές ώρες έπειτα από την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους την 11η Σεπτεμβρίου 2001, για να αρχίσει ο Ράμσφελντ να ονειρεύεται μαζικούς πολέμους στη Μέση Ανατολή, σχετικούς και άσχετους με το πλήγμα που είχαν δεχθεί οι ΗΠΑ. Οι σημειώσεις ενός από τους βοηθούς του δείχνουν ότι ο υπουργός Άμυνας είχε ήδη στρέψει τη ματιά του στο Ιράκ: «καλύτερες πληροφορίες γρήγορα. Κρίνουμε εάν [το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους] είναι αρκετό [για] χτυπήσουμε τον Σ.Χ. [Σαντάμ Χουσεΐν] την ίδια στιγμή. Όχι μόνο τον ΟΜΠΛ [Οσάμα Μπιν Λάντεν]». Και αργότερα: «Να πάμε τεράστια. Να τα σκουπίσουμε όλα. Πράγματα σχετικά και άσχετα».
Για να επιτύχει τον σκοπό του, ο Ράμσφελντ πρωτοστάτησε στην φαλκίδευση εκθέσεων των υπηρεσιών πληροφοριών, ώστε να δείχνουν πως δήθεν το Ιράκ είχε όπλα μαζικής καταστροφής, αλλά και πως ο Σαντάμ Χουσεΐν διατηρούσε σχέσεις υποστήριξης με την Αλ Κάιντα. Αμφότερες οι «δικαιολογήσεις» της εισβολής στο Ιράκ αποδείχτηκαν στη συνέχεια ψεύτικες. Ειδικά όσον αφορά τα όπλα μαζικής καταστροφής, η εμμονή του Ράμσφελντ με αυτά έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς τo 1983 ήταν αυτός που ως ειδικός απεσταλμένος στη Μέση Ανατολή είχε συναντηθεί με τον Σαντάμ Χουσεΐν, δίνοντας έτσι μία συμβολική «έγκριση» για τη χρήση χημικών όπλων εναντίων των Κούρδων και του Ιράν.
Λόγω της προαναφερθείσας πολιτικής μη ανακοίνωσης των θυμάτων των αμερικανικών πολεμικών επιχειρήσεων, μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ ακριβώς πόσες ανθρώπινες ζωές μπορούσαν να ριχτούν στα πόδια του Ράμσφελντ. Υπάρχουν όμως κάποιες ενδεικτικές εκτιμήσεις.
Το 2018, το πρόγραμμα Κόστος Πολέμου του Πανεπιστημίου Μπράουν εκτίμησε πως οι απευθείας απώλειες από τους πολέμους των ΗΠΑ ήταν 38.480 άμαχοι στο Αφγανιστάν και μεταξύ 182.272 – 204.575 αμάχων στο Ιράκ. Οι συνολικές απώλειες αμάχων στις τρεις χώρες όπου έγιναν πολεμικές επιχειρήσεις στον «Πόλεμο Κατά της Τρομοκρατίας» (Αφγανιστάν, Ιράκ, Πακιστάν), υπολογίστηκαν μεταξύ 244.124 – 266.427 νεκρών. Αν προστεθούν σε αυτούς οι νεκροί μαχητές αντίπαλοι, στρατιώτες και ντόπιοι σύμμαχοι των ΗΠΑ, δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, ο συνολικός απολογισμός φτάνει το μισό εκατομμύριο νεκρούς, αριθμός που θεωρείται συντηρητικά υπολογισμένος.
Όμως οι νεκροί από τους βομβαρδισμούς και τα όπλα των ΗΠΑ δεν ήταν οι μόνες απώλειες. Η καταστροφή που προξένησαν ο Ράμσφελντ και τα υπόλοιπα «γεράκια» στο Ιράκ μεταφράζεται, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Lancet to 2006, σε 654.965 «πλεονάζοντες θανάτους» στο Ιράκ από τον Μάρτιο του 2003 που ξεκίνησε η εισβολή, μέχρι και τον Ιούλιο του 2006. Δηλαδή 654.965 περισσότεροι άνθρωποι πέθαναν στο Ιράκ εκείνη την περίοδο, από τους ρυθμούς θανάτων πριν την εισβολή.
Ο Ράμσφελντ πρωτοστάτησε επίσης στην έγκριση της εφαρμογής τεχνικών βασανισμού για την ανάκριση εχθρικών μαχητών, αλλά και απλών υπόπτων για σχέσεις με την τρομοκρατία. Το χέρι του υπέγραψε τη δημιουργία κολαστηρίων όπως η φυλακή Αμπού Γκράιμπ και το Γκουαντανάμο. Ενδεικτικό του κυνισμού του, είναι ένα έγγραφο έγκρισης τεχνικών βασανιστηρίων που βρήκε τον δρόμο του προς τη δημοσιότητα. Στις προτάσεις των συμβούλων για τεχνικές βασανιστηρίων, μεταξύ των οποίων είναι και ο «εξαναγκασμός σε όρθια ακίνητη στάση για τέσσερις ώρες», ο Ράμσφελντ σημείωνε κάτω από την υπογραφή του: «Πάντως, εγώ στέκομαι για 8-10 ώρες την ημέρα. Γιατί να περιορίζεται η όρθια στάση σε 4 ώρες;».
Επιπλέον ένδειξη του κυνισμού του ήταν η στάση του για την «ανοικοδόμηση» του Ιράκ, για την οποία αδιαφορούσε πλήρως. Πίστευε ότι η «δουλειά» των ΗΠΑ τελείωσε με την πτώση του Χουσεΐν, και απαντώντας σε ερωτήσεις για το χάος στη χώρα έπειτα από αυτήν την πτώση είπε μία από τις διάσημες αρλούμπες του: «Η ελευθερία είναι ακατάστατη».
Τέτοιου είδους ρητορικά σχήματα ασυναρτησίας έγιναν το σήμα κατατεθέν του Ράμσφελντ, που θεωρούσε εαυτόν εξαιρετικά ετοιμόλογο, κι ας μην έβγαζαν πολύ νόημα όσα με κυνικό χαμόγελο έλεγε στους δημοσιογράφους (οι οποίοι βέβαια τα κατάπιναν αμάσητα).
Σε ενημέρωση προς τους δημοσιογράφους το 2002, ερωτηθείς για την έλλειψη στοιχείων που να συνδέουν την κυβέρνηση του Ιράκ με όπλα μαζικής καταστροφής, είχε δηλώσει τα εξής: «Οι αναφορές που λένε ότι κάτι δεν συνέβη με ενδιαφέρουν πάντα, διότι όπως ξέρουμε, υπάρχουν γνωστά γνωστά· αυτά είναι τα πράγματα που γνωρίζουμε ότι γνωρίζουμε. Ξέρουμε επίσης ότι υπάρχουν γνωστά άγνωστα· αυτό σημαίνει ότι γνωρίζουμε πως υπάρχουν πράγματα που δεν γνωρίζουμε. Αλλά υπάρχουν επίσης άγνωστα άγνωστα — αυτά που δεν γνωρίζουμε ότι δεν γνωρίζουμε. Και αν κάποιος κοιτάξει την ιστορία της χώρας μας και άλλων ελεύθερων χωρών, είναι αυτά που ανήκουν σε αυτήν την τελευταία κατηγορία που τείνουν να είναι τα πιο δύσκολα».
Αυτήν τη δικαιολογητική ασυναρτησία περί «αγνώστων αγνώστων» θυμήθηκαν πολλοί από τους κριτικούς προς τον Ράμσφελντ σχολιαστές με την ανακοίνωση του θανάτου του.
Ενός θανάτου που ήρθε αργά, αλλά και από μία άποψη νωρίς. Αργά διότι ο Ράμσφελντ κατάφερε να φτάσει στην αξιοσέβαστη ηλικία των 88 ετών. Και νωρίς διότι πέθανε πριν δικαστεί για τα εγκλήματά του. Μία δίκη που δεν έγινε όταν έπρεπε, και τώρα πλέον δεν θα γίνει ποτέ.