Νότια Κορέα: Πραξικόπημα στη σκιά της Ουάσινγκτον

KEIMENA
12 λεπτα

Ο πρόεδρος της Νότιας Κορέας, Γιουν Σουκ-Γέολ, κήρυξε «στρατιωτικό νόμο έκτακτης ανάγκης». Αφορμή ήταν η διαφωνία με το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης, το Δημοκρατικό Κόμμα, για το νομοσχέδιο του προϋπολογισμού του επόμενου έτους. Ο Γιουν σε ένα αιφνιδιαστικό τηλεοπτικό διάγγελμα αργά το βράδυ ανακοίνωσε ότι το μέτρο είναι απαραίτητο για την προστασία της χώρας από τις «κομμουνιστικές δυνάμεις της Βόρειας Κορέας και την εξάλειψη των αντικρατικών στοιχείων».

H κυβέρνηση του Γιουν διανύει το τρίτο έτος της θητείας της, ωστόσο μετά τις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Απριλίου όταν το Δημοκρατικό κόμμα του Λι Τζε-Μιούνγκ σημείωσε μια σαρωτική νίκη, ο Γιουν είναι ουσιαστικά ένας lame duck πρόεδρος. Καθώς έκτοτε δεν μπόρεσε να περάσει τους νόμους που ήθελε, περιορίστηκε στο να ασκεί βέτο σε κάθε νομοσχέδιο που περνούσε η αντιπολίτευση.

Η δημοτικότητα του Γιουν κατρακυλάει τους τελευταίους μήνες, παρότι έχει ήδη κερδίσει τη διάκριση του λιγότερο δημοφιλούς αρχηγού κράτους της Νότιας Κορέας. Όπως εξηγεί το The Real News Network, η κυβέρνησή του Γιουν έχει διαπομπευθεί από ομάδες της κοινωνίας των πολιτών και το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης, το Δημοκρατικό Κόμμα, για τη διαφθορά και την ανικανότητά της, ενώ έχει χαρακτηριστεί και ως «δικτατορία του εισαγγελέα», καθώς η κλιμακούμενη κατάχρηση της εκτελεστικής εξουσίας είχε ερμηνευτεί από πολλούς ως σημάδι οπισθοδρόμησης προς τις μέρες της απολυταρχικής διακυβέρνησης της Νότιας Κορέας.

Η κυβέρνηση Γιουν από το περασμένο κιόλας ΄ετος είχε κηρύξει πόλεμο κατά των πολιτικών της εχθρών. Χρησιμοποιώντας χαλκευμένες κατηγορίες που κυμαίνονται από εκβιασμό μέχρι κατασκοπεία για λογαριασμό της Βόρειας Κορέας, ο Γιουν επιδόθηκε στην καταστολή των εργατικών και προοδευτικών οργανώσεων.

Επιπλέον, η κυβέρνηση Γιουν έχει κλιμακώσει τις επιθέσεις εναντίον των μέσων ενημέρωσης. Δύο ειδησεογραφικά πρακτορεία, το Newstapa και η ραδιοτηλεοπτική εταιρεία Joongang Tongyang, δέχθηκαν έφοδο από εισαγγελείς στις 14 Σεπτεμβρίου 2023, επειδή δημοσίευσαν μια ιστορία που έδειχνε πιθανή συμμετοχή του Γιουν σε σχέδιο παράνομου δανεισμού.

Η ελευθερία του Τύπου δεν κατάφερε να εδραιωθεί στη Νότια Κορέα, ακόμη και μετά την υποτιθέμενη εποχή του «εκδημοκρατισμού» τη δεκαετία του 1990. Η αποπεμφθείσα πρώην πρόεδρος Παρκ Γκουν-χιε διατηρούσε μια μαύρη λίστα με χιλιάδες καλλιτέχνες που θεωρούνταν μη φιλικοί προς την κυβέρνησή της. Ωστόσο, κανένας άλλος πρόεδρος από τις ημέρες της στρατιωτικής δικτατορίας δεν τόλμησε να χρησιμοποιήσει τις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας εναντίον των μέσων ενημέρωσης, μέχρι τον Γιουν.

Η εγχώρια καταστολή του Γιουν, η οποία κορυφώνεται με την ανακοίνωση του στρατιωτικού νόμου «έκτακτης ανάγκης» δεν λαμβάνει χώρα σε κενό αέρος. Η καταστολή στο εσωτερικό της χώρας αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα μιας διεθνούς ατζέντας που καθορίζεται πρωτίστως όχι στη Σεούλ, αλλά στην Ουάσινγκτον.

Ο νέος ψυχρός πόλεμος

Ως πρόεδρος, ο Γιουν ηγήθηκε αρκετών δραματικών αλλαγών όσον αφορά την εξωτερική πολιτική της Νότιας Κορέας, οι οποίες ωφελούν κυρίως τα συμφέροντα των ΗΠΑ και απαιτούν την καταστολή των εσωτερικών διαφωνιών για να επιτευχθούν. Τέτοιες αλλαγές ήταν η πλήρης διακοπή των σχέσεων με τη Βόρεια Κορέα, η ένταξη στις προσπάθειες των ΗΠΑ να απομονώσουν τεχνολογικά την Κίνα και η συμφιλίωση με την Ιαπωνία για να ανοίξει ο δρόμος για τη σύνοδο κορυφής του Καμπ Ντέιβιντ, που έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 2023.

Στο Καμπ Ντέιβιντ λοιπόν, ο Τζο Μπάιντεν, ο Γιουν Σουκ και ο Ιάπωνας πρωθυπουργός Κισίντα Φούμιο δεσμεύτηκαν για έναν «ελεύθερο και ανοικτό Ινδο-Ειρηνικό», για μια διεθνή «τάξη βασισμένη σε κανόνες» και την «ειρήνη και τη σταθερότητα» σε όλο τον κόσμο. Αλλά, φυσικά, η ιστορική σημασία της συνόδου κορυφής είχε να κάνει λιγότερο με τη ρητορική και περισσότερο με τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι τρεις κυβερνήσεις.

Ο Ειρηνικός σήμερα μοιάζει πολύ με την Ευρώπη στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου – ένα φυτώριο στρατιωτικών δυνάμεων που είναι έντονα διαιρεμένες σε αντιμαχόμενα μπλοκ με ασυμβίβαστα συμφέροντα, έτοιμες να εμπλακούν σε πόλεμο ανά πάσα στιγμή.

Για πρώτη φορά λοιπόν, η Νότια Κορέα, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ δεσμεύτηκαν να ανταλλάσσουν πληροφόρηση σχετικά με τους βορειοκορεατικούς πυραύλους, να συντονίζουν κοινές στρατιωτικές απαντήσεις σε απειλές στην περιοχή και να φιλοξενούν μια νέα ετήσια τριμερή στρατιωτική άσκηση.

Οι σχεδιασμοί αυτοί υποδηλώνουν την αναδιάταξη των δυνάμεων στην Ανατολική Ασία που αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο μιας πιθανής σύγκρουσης μεγάλων δυνάμεων με την Κίνα. Η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα είναι μεμονωμένοι σύμμαχοι των ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες -αλλά οι τρεις τους δεν είχαν ποτέ στο παρελθόν αποτελέσει μέρος μιας κοινής στρατιωτικής δομής. Τώρα, τη «δέσμευση για διαβούλευση», εξασφαλίζεται ο στενότερος στρατιωτικός συντονισμός μεταξύ των τριών χωρών.

Η «τριμερής συνεργασία για την ασφάλεια» που γεννήθηκε από τη σύνοδο κορυφής του Καμπ Ντέιβιντ είναι ένα βήμα προς την επίτευξη ενός από τους μακροχρόνιους στόχους της Ουάσινγκτον: τη δημιουργία ενός ασιατικού ισοδύναμου του ΝΑΤΟ ως προπύργιο για την προστασία των συμφερόντων των ΗΠΑ στον Ειρηνικό. Το αποτέλεσμα, το οποίο ήδη εκδηλώνεται, είναι μια πολύ πιο διαιρεμένη και εχθρική περιοχή από ό,τι πριν -όπου η πιθανότητα σύγκρουσης μεγάλων δυνάμεων μεταξύ πυρηνικών κρατών φαίνεται να είναι θέμα χρόνου.

Ήδη από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Γιουν επέβλεψε τη δραστική κλιμάκωση της συχνότητας και της έντασης των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων μεταξύ της Νότιας Κορέας και των ΗΠΑ. Αυτές οι στρατιωτικές ασκήσεις ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1970 σε ετήσια βάση – ωστόσο το 2023 προγραμματίστηκαν περισσότερες από 20. Αυτές οι πολεμικές ασκήσεις προβάρουν συνήθως εισβολές στη Βόρεια Κορέα σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από την DMZ (τα de facto σύνορα που χωρίζουν την Κορέα από την ανακωχή του 1953).

Ο πόλεμος του Γιουν προς τα συνδικάτα ήταν και γιατί η Συνομοσπονδία Συνδικάτων Κορέας (KCTU) και η Ομοσπονδία Κορεατικών Συνδικάτων (FKTU) αντέδρασαν σθεναρά, καταδικάζοντας τις πολεμικές ασκήσεις – δήλωση που, σημειωτέον, υπογράφηκε επίσης από την αντίστοιχη συνδικαλιστική ομπρέλα στη Βόρεια Κορέα.

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι επιθετικές πράξεις του Γιουν και του Μπάιντεν προκάλεσαν παράλληλες βορειοκορεατικές επιδείξεις ισχύος, οι οποίες στη συνέχεια φυσικά, παρέχουν την αφορμή στην Ουάσινγκτον, τη Σεούλ και, όλο και περισσότερο, στο Τόκιο να κλιμακώσουν με τη σειρά τους. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έστειλε δύο αμερικανικά πυρηνικά υποβρύχια στην Κορέα για πρώτη φορά μετά από 40 χρόνια το περασμένο καλοκαίρι. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ και η Νότια Κορέα προειδοποίησαν σε κοινή δήλωση ότι «οποιαδήποτε πυρηνική επίθεση της Βόρειας Κορέας εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών ή των συμμάχων της είναι απαράδεκτη και θα οδηγήσει στο τέλος αυτού του καθεστώτος».

Η συμμαχία της Νότιας Κορέας με την Ιαπωνία αποτελούσε στόχο των αμερικανών πολιτικών ήδη από τον πόλεμο της Κορέας, όταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ντιν Άτσεσον επεδίωκε να ενώσει τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία σε ένα οικονομικό μπλοκ που ώστε να αναζωογονήσει την ιαπωνική βιομηχανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και να αποτρέψει την κομμουνιστική επιρροή στην Ασία. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, η άνοδος της Κίνας ως οικονομικής δύναμης, σε συνδυασμό με την πυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας, έφερε εκ νέου την ανάγκη να επιτευχθεί αυτός ο στόχος.

Για χρόνια, η Σεούλ ξεγλυστρούσε από τα δίχτυα της Ουάσινγκτον. Ο προκάτοχος του Γιουν, ο Μουν Τζάε-Ιν, υποστήριξε μεν τη στρατιωτική επέκταση των ΗΠΑ στην Κορέα, χωρίς να δεσμευτεί ωστόσο για την ένταξη της Νότιας Κορέας σε ένα μπλοκ κατά της Κίνας.

Η Νότια Κορέα δεν είναι μόνο γεωστρατηγικά σημαντική σε μια σύγκρουση με την Κίνα – διαθέτει επίσης το μεγαλύτερο στρατό από οποιονδήποτε σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή, ενώ είναι αξιόλογος παραγωγός προηγμένων τεχνολογιών από τις οποίες εξαρτώνται οι αμερικανικές εταιρείες και το Πεντάγωνο. Με απλά λόγια, οι ΗΠΑ χρειάζονται τη Νότια Κορέα για να επιτύχουν τον περιορισμό της Κίνας πολύ περισσότερο από ό,τι η Νότια Κορέα χρειάζεται να συμμετάσχει σε αυτή τη σύγκρουση.

Στη συνέχεια, υπάρχει το άλλο, πολύ πιο ακανθώδες ζήτημα της 35ετούς αποικιοκρατίας της Ιαπωνίας στην Κορέα και το βαθύ αποτύπωμα που άφησε -και συνεχίζει να έχει- στην Κορέα. Η Ιαπωνία δεν έχει ακόμη αναγνωρίσει πλήρως, δεν έχει ζητήσει συγγνώμη και δεν έχει προσφέρει ικανοποιητική αποζημίωση για τα αποικιοκρατικά της εγκλήματα σε βάρος του κορεατικού λαού. Το θέμα αυτό παραμένει μια ανοιχτή πληγή στην κορεατική ψυχή και ένα αγκάθι για το Τόκιο και την Ουάσιγκτον.

Οι διεθνείς συγκρούσεις εσωτερικεύονται

Υπό τον Μπάιντεν, διαμορφώθηκε σιγά-σιγά μια στρατηγική που προσπαθεί να φέρει όσο το δυνατόν περισσότερη παραγωγή υψηλής τεχνολογίας πίσω στις ΗΠΑ, λαμβάνοντας ταυτόχρονα μέτρα για τον αποκλεισμό της Κίνας από τις υπάρχουσες διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην παραγωγή στην Ταϊβάν και τη Νότια Κορέα.

Δύο από τις μεγαλύτερες νομοθετικές επιτυχίες του Μπάιντεν, ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού και ο νόμος για το CHIPS και την Επιστήμη, περιέχουν διατάξεις που ουσιαστικά αναγκάζουν τις εταιρείες της Νότιας Κορέας να εγκαταλείψουν τις επενδύσεις τους στην Κίνα υπέρ της κατασκευής εργοστασίων ηλεκτρικών οχημάτων και ημιαγωγών στις ΗΠΑ.

Όλα αυτά έχουν έρθει με μεγάλο κόστος για τη Νότια Κορέα. Οι εξαγωγές τεχνολογίας της Νότιας Κορέας στην κινεζική αγορά έπεσαν κατακόρυφα στον απόηχο των νόμων των ΗΠΑ. Από το 2022 έως τον Ιούνιο του 2023, η Νότια Κορέα υπέστη το σοβαρότερο εμπορικό έλλειμμα στην ιστορία της, χάνοντας περίπου 47,5 δισεκατομμύρια δολάρια μόνο το 2022. Μακράν, η κύρια αιτία αυτού του ελλείμματος ήταν η ξαφνική αντιστροφή του εμπορίου με την Κίνα.

Στριμωγμένοι μεταξύ του αυξανόμενου πληθωρισμού και των ελικοειδών οικονομικών προοπτικών, οι εργαζόμενοι της Νότιας Κορέας σηκώνουν το βάρος αυτής της οικονομικής αναπροσαρμογής. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση Γιουν προσπαθεί να βρει κάποιον τρόπο να αντιστρέψει τις κακές οικονομικές επιδόσεις χωρίς να κάνει παραχωρήσεις στους εργαζόμενους.

Εξού και ο πόλεμος του Γιουν κατά των συνδικάτων -των μοναδικών μέσων που διαθέτει η εργατική τάξη για να οργανωθεί και να αντισταθεί. Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Γιουν, η καταστολή των συνδικάτων είναι απαραίτητη «ώστε να αυξηθεί η αξία των επιχειρήσεων, να αναπτυχθούν οι κεφαλαιαγορές και να δημιουργηθούν πολλές θέσεις εργασίας».

Η εργατική τάξη της Νότιας Κορέας είναι ένα από τα μόνα οργανωμένα εμπόδια στην οικονομική επίθεση της Ουάσινγκτον κατά της Κίνας. Η συντριβή των συνδικάτων σημαίνει ότι ανοίγει ο δρόμος για την απρόσκοπτη αναδιαμόρφωση της οικονομίας της Νότιας Κορέας σύμφωνα με το όραμα της Ουάσιγκτον.

Μοιράσου το