Η πολιτική κρίση στις ΗΠΑ, που ξεκίνησε ουσιαστικά με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά έχει σίγουρα βαθύτερες ρίζες στην καπιταλιστική διαχείριση των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, φτάνει αργά αλλά σταθερά στην κορύφωσή της.
Οι αποκαλύψεις της τελευταίας εβδομάδας και η πίεση από την βάση του κόμματος, φαίνεται ότι έπεισαν τη Νάνσι Πελόζι, επικεφαλής των Δημοκρατικών και Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, να εκκινήσει διαδικασίες έρευνας για την πιθανή παραπομπή του Ντόναλντ Τραμπ σε δίωξη.
Ο Αμερικανός πρόεδρος συνομίλησε τηλεφωνικά τον Ιούλιο με τον Ουκρανό ομόλογό του Βολόντιμιρ Ζελένσκι. Σύμφωνα με επίσημη καταγγελία μέλους των Υπηρεσιών Πληροφοριών των ΗΠΑ, ο Τραμπ στη συνομιλία αυτή ζήτησε επανειλημμένα από τον Ζελένσκι την επανέναρξη της έρευνας για τις δραστηριότητες της ουκρανικής εταιρείας ενέργειας Burisma Holdings, και των σχέσεων που μπορεί να είχε ο γιος του Τζο Μπάιντεν, Χάντερ, με τον ιδρυτή της εταιρείας και πρώην Υπουργό Φυσικών Πόρων Μίκολα Ζλοτσέφσκι.
Για να πιέσει περαιτέρω τον Ζελένσκι, ο Τραμπ φέρεται να είχε συγκρατήσει προσωρινά 400 εκατ. δολάρια εγκεκριμένης από το Κογκρέσο χρηματοδότησης προς την Ουκρανία.
Ο Τζο Μπάιντεν είναι αυτή τη στιγμή ο επικρατέστερος πιθανός αντίπαλος του Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2020, αφού σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις όχι μόνο προπορεύεται των υπόλοιπων Δημοκρατικών υποψήφιων για το χρίσμα της Προεδρίας, αλλά θα κέρδιζε και τον ίδιο τον Τραμπ.
Υπό τη σκιά πολλαπλών σκανδάλων του Τραμπ, και παρά την πίεση των μαχητικότερων και πιο «αριστερών» κομματιών του Δημοκρατικού κόμματος, η Πελόζι αρνούνταν συστηματικά έως τώρα να μιλήσει, έστω, για δίωξη του Προέδρου. Σύμφωνα με την αμερικανική νομολογία (και όχι κάποιον συγκεκριμένο νόμο) δεν μπορεί να ασκηθεί δίωξη προς έναν εν ενεργεία Πρόεδρο, παρά μόνο με κοινοβουλευτικές διαδικασίες και την έγκριση των δύο κοινοβουλευτικών σωμάτων των ΗΠΑ, του Οίκου των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας.
Εκπροσωπώντας, όπως κι ο Μπάιντεν, το βαθύ κατεστημένο του κόμματος των Δημοκρατικών, η Πελόζι δρούσε υπό τον φόβο της αποτυχίας της δίωξης κατά του Τραμπ στην ελεγχόμενη από τους Ρεπουμπλικάνους Γερουσία. Εκεί θα απαιτούνταν πλειοψηφία δύο τρίτων για την καταδίκη του Προέδρου, που θα σήμαινε ότι 20 Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές θα έπρεπε να πειστούν να αλλάξουν στάση.
Ο υπολογισμός της ηγεσίας των Δημοκρατικών ήταν πως, μια τέτοια ενδεχόμενη αποτυχία δίωξης για σκάνδαλα που είναι δυσνόητα για τον μέσο Αμερικανό, θα πυροδοτούσε την αντίδραση της βάσης των ψηφοφόρων του Τραμπ, οδηγώντας τον σε νέα νίκη στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές.
Το νέο αυτό σκάνδαλο όμως, φαίνεται να της έχει αλλάξει γνώμη, καθώς ανακοίνωσε πως έξι ελεγχόμενες από τους Δημοκρατικούς επιτροπές της Βουλής των Αντιπροσώπων θα μετακινήσουν πλέον την προσοχή των ερευνών τους με στόχο τη δίωξη του Προέδρου. Ο λόγος της αλλαγής στάσης είναι υπό συζήτηση, όπως και τα πιθανά αποτελέσματά της.
Πιθανόν δεν είναι τυχαίο ότι η ανακοίνωση της Πελόζι ήρθε λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του φορολογικού σχεδίου του Μπέρνι Σάντερς, που περιέχει γενναίες αυξήσεις φορολογίας στο μεγάλο κεφάλαιο. Τώρα η αναμενόμενη δίωξη του Προέδρου θα καταναλώσει σχεδόν το σύνολο της προσοχής των ΜΜΕ, θάβοντας τα σχέδια του «δημοκρατικού σοσιαλιστή» Σάντερς, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αρκετό θόρυβο και μια ιδεολογική μετατόπιση προς τα αριστερά των Δημοκρατικών ψηφοφόρων.
Όμως η αναμόχλευση της υπόθεσης της Ουκρανίας έχει πιθανότητες να βλάψει και την εικόνα του πρώην Αντιπροέδρου και νυν υποψήφιου για το χρίσμα των Δημοκρατικών, Τζο Μπάιντεν. Ο Μπάιντεν ήταν ο κύριος εκφραστής της αντίθεσης του Δημοκρατικού κατεστημένου στην πιθανότητα δίωξης του Προέδρου Τραμπ, ποντάροντας στο κεντρώο του προφίλ για να φανεί ως μια προτιμότερη επιλογή για τους δεξιούς ψηφοφόρους. Τώρα το κόμμα του φαίνεται να απομακρύνεται περισσότερο από τις τακτικές του επιλογές, ενισχύοντας τις εσωκομματικές φωνές που τον θεωρούν πολύ μετριοπαθή.
Η εμπλοκή του ονόματος του γιου του Μπάιντεν στην υπόθεση, σημαίνει πως τυχόν εις βάθος έρευνα είναι πιθανό να αποκαλύψει και γεγονότα που θα αμαυρώσουν το όνομα της οικογένειας, στοιχίζοντας εκλογικά στον πρώην Αντιπρόεδρο.
Το στοίχημα της Πελόζι είναι μάλλον ότι μια δίωξη για το ζήτημα της Ουκρανίας θα αφαιρούσε από τον Τραμπ και τους Ρεπουμπλικάνους τον μανδύα του «πατριωτισμού», χτυπώντας στο θυμικό των εθνικιστών ψηφοφόρων. Κάτι που θα μπορούσε βέβαια να επιτευχθεί και νωρίτερα, με τις αποδεδειγμένες σχέσεις της προεκλογικής καμπάνιας του Τραμπ με εκπροσώπους του Ρωσικού κράτους.
Το κατά πόσο μια δίωξη του Τραμπ, επιτυχημένη ή όχι, θα τον ενισχύσει ή θα τον αποδυναμώσει εκλογικά, μπορεί παρά μόνο να οιωνοσκοπηθεί. Μένει να φανεί ποια θα είναι τα αποτελέσματα των ερευνών των κοινοβουλευτικών επιτροπών και αν κερδισμένη θα βγει η φράξια των Ρεπουμπλικάνων και του Τραμπ, η φράξια του Δημοκρατικού κατεστημένου, ή αυτή των πιο «αριστερόστροφων» Δημοκρατικών.
Ανδρέας Κοσιάρης