Στα αντισυνταγματικά στοιχεία του νόμου περί διαδηλώσεων και του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Διαδηλώσεων που παρουσίασε ο υπουργός Προ.Πο. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, αναφέρθηκε η καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο πανεπιστήμιο Paris-Saclay, Νατάσα Τσουκαλά, μιλώντας σε εκπομπή του τηλεοπτικού σταθμού Kontra.
«Το Σύνταγμά μας προβλέπει δύο μόνο δυνατότητες περιορισμού του δικαιώματος του συνέρχεσθαι: για λόγους δημόσιας ασφάλειας και για λόγους προστασίας γενικότερα του κοινωνικού και οικονομικού βίου», είπε η κ. Τσουκαλά, μιλώντας για την αντισυνταγματικότητα του νόμου περί διαδηλώσεων. «Ο νόμος πλέον που ισχύει, προβλέπει δυνατότητα περιορισμού ή και απαγόρευσης διαδήλωσης αν δεν έχει δοθεί αδειοδότηση από την Αστυνομία. Αυτό δεν συνάγεται από πουθενά από το ελληνικό Σύνταγμα».
Η καθηγήτρια αναφέρθηκε επίσης στις απαγορεύσεις των διαδηλώσεων της 17ης Νοεμβρίου — και συνεπώς και στην αντίστοιχη της 6ης Δεκεμβρίου: «Η απαγόρευση των διαδηλώσεων, των εορτασμών για την επέτειο του Πολυτεχνείου, όχι μόνο είναι κραυγαλέα αντισυνταγματική, διότι δεν είχε το δικαίωμα ο αρχηγός της Αστυνομίας να βγάλει τέτοια απόφαση — μόνο η Βουλή έχει τέτοιο δικαίωμα, βάσει του άρθρου 48. Εδώ δεν είναι εκτιμήσεις και απόψεις, το Σύνταγμα είναι σαφέστατο. Όχι μόνο δεν είχε το δικαίωμα να το κάνει και ήταν αντισυνταγματικό, είπαν και ψέμματα. Ότι βασίστηκαν σε εισήγηση της επιτροπής των ειδικών, που τελικά μάθαμε ότι εισήγηση δεν υπήρξε ποτέ».
Συνέχισε με ανάλυση των τοποθετήσεων αλλά και των στοχεύσεων του υπουργού: «Υπάρχει μια γενικότερη τάση στην Ελλάδα να γίνει μία αποδυνάμωση ή συρρίκνωση ή απομείωση του πολίτη, ούτως ώστε να διατηρεί μεν μία προσομοίωση των συνταγματικών του δικαιωμάτων, τα οποία θα μπορούν πάντα να ασκούνται, αλλά σε ένα εξευγενισμένο αστικό τοπίο. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση η τοποθέτηση σήμερα του υπουργού σε σχέση με το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης των Διαδηλώσεων. (…) Μιλάει για τρία δικαιώματα. Στην πραγματικότητα είναι ένα, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, και δύο έννομα αγαθά, η δημόσια ασφάλεια και ο κοινωνικο-οικονομικός βίος. Τα εξομοιώνει όλα, ως να ήταν δικαιώματα. Πρώτο μεγάλο ατόπημα, κυρίως από έναν πτυχιούχο Νομικής, όπως είναι ο υπουργός».
Η καθηγήτρια Τσουκαλά επεκτάθηκε στο ίδιο πλαίσιο: «Μετά (…) κάνει μία διάκριση μεταξύ κανονικότητας, η οποία σχετίζεται αποκλειστικά με τον κοινωνικό και οικονομικό βίο, και διαμαρτυρίας, την οποία αποκαλεί “ελευθερία της έκφρασης”. Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, το δικαίωμα να διαδηλώσεις, αποκαλείται “ελευθερία της έκφρασης” — αυτό είναι άλλο συνταγματικό δικαίωμα. Αυτή λοιπόν η “ελευθερία της έκφρασης”, που μετά μας την αποκαλεί διαμαρτυρία, εμφανίζεται συστηματικά ως “μη κανονικότητα”, ως μία πράξη η οποία διαρρηγνύει την κανονικότητα, και φέρνει [ο υπουργός] σε αντιπαράθεση τη διαμαρτυρία με την κανονικότητα. Το πρόβλημα, πολιτειακά και νομικά και συνταγματικά μιλώντας, είναι ότι η διαμαρτυρία είναι μέρος της κανονικότητας του πολιτικού βίου, όπως ακριβώς το επιχειρείν είναι μέρος της κανονικότητας του οικονομικού βίου. Δεν είναι κάτι ανώμαλο η διαμαρτυρία. Στο τέλος της τοποθέτησής του ο υπουργός, γράφει με κεφαλαία γράμματα, κοινώς δηλώνει εμφατικά, ότι “θα σεβαστούμε το δικαίωμα στη διαφορετικότητα”. Το συνταγματικό δικαίωμα του πολίτη αποκαλείται “διαφορετικότητα”».
Τέλος, σχολιάζοντας τοποθέτηση περί «αχταρμά» εννοιών, η κα. Τσουκαλά εξέφρασε μια γενικότερη κρίση για τις κυβερνητικές προσπάθειες περιορισμού του δικαιώματος του συνέρχεσθαι: «Δεν είναι αχταρμάς, ούτε ισοπέδωση. Είναι μακιαβελικά χτισμένη επικοινωνιακή πολιτική».