Πηγή: Chris Nineham – Counterfire
Είναι κοινή γνώση πως η υποτίμηση του αντιπάλου είναι επικίνδυνη. Αλλά η υπερεκτίμησή του μπορεί να αποτελέσει ένα εξίσου σοβαρό λάθος. Μπορεί να οδηγήσει σε υποχωρητικότητα, χαμένες ευκαιρίες και, στο χειρότερο σενάριο, να μετατραπεί σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Δεν είναι μόνο ότι ο Μπόρις Τζόνσον έχει αποδειχτεί ένας αδέξιος κι ανίκανος ηγέτης, πολύ μακριά από την εικόνα του σκληρού δεξιού ο οποίος όμως βρίσκεται σε επαφή με τους κοινούς θνητούς, που είχαν κάποιοι γι’ αυτόν. Ούτε ότι δεν έχει πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, αν και αυτό είναι συνήθως ένα θανατηφόρο πρόβλημα για τον επικεφαλής μιας Βρετανικής κυβέρνησης.
Αυτά είναι εκφάνσεις βαθύτερων προβλημάτων. Το πρώτο πρόβλημα είναι πως, σχεδόν για πρώτη φορά, ένας Πρωθυπουργός των Τόρις δεν έχει την ολόπλευρη στήριξη της κυρίαρχης τάξης. Η πλειονότητα του Βρετανικού μεγάλου κεφαλαίου είναι υπέρ της παραμονής στην Ευρώπη, βαθιά δυσαρεστημένη με το είδος του σκληρού Brexit που ο Τζόνσον ισχυρίζεται ότι στηρίζει, και τρομοκρατημένη από την προοπτική μιας εξόδου χωρίς συμφωνία. Σε κανονικές εποχές, σημαντικά κομμάτια των επιχειρηματιών θα αποφάσιζαν πιθανότατα να στοιχηθούν με τους Εργατικούς για να αποφύγουν τέτοια αποτελέσματα. Σήμερα όμως βρισκόμαστε σε αχαρτογράφητες περιοχές, καθώς ο ηγέτης των εργατικών έχει αποδείξει ότι ξέρει να εκφράζει την οργή του κόσμου κατά της ανισότητας και της μαζικής λιτότητας. Για τις ελίτ, αυτό είναι σημαντικότερο θέμα.
Γεγονός που μας φέρνει στο δεύτερο πρόβλημα του Τζόνσον. Με την εξαίρεση του Brexit, το οικονομικό πρόγραμμα που πουλάει ο Τζόνσον και η σκληρή δεξιά κλίκα του είναι βαθιά μη δημοφιλές. Παρά τις οπορτουνιστικές και μερικώς παραπλανητικές υποσχέσεις της αύξησης χρηματοδότησης για σχολεία και νοσοκομεία, το Υπουργικό Συμβούλιό του αποτελείται από ελευθεραγορίτες, αποφασισμένους να συνεχίσουν τη χρηματιστικοποίηση της οικονομίας και τη λιτότητα. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν σταθερά πως αυτό το μοντέλο έχει χάσει την αξιοπιστία του, άποψη που ισχυροποιήθηκε από τις πολλαπλές αναμετρήσεις του Τζόνσον με θυμωμένους ψηφοφόρους τις τελευταίες μέρες, που του επιτέθηκαν για τις περικοπές και τη λιτότητα ακόμα και σε περιοχές όπως το Ντόνκαστερ και το Ρόδεραμ, «κάστρα» της αποχώρησης από την Ευρώπη.
Οι Financial Times γνωρίζουν τους κινδύνους. Εδώ και αρκετό καιρό, δημοσιεύουν άρθρα που εκφράζουν έντονη ανησυχία για τη νομιμότητα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Την Τετάρτη με πρωτοσέλιδο πηχυαίο τίτλο διαμαρτύρονταν ότι «Ο στημένος καπιταλισμός καταστρέφει τη φιλελεύθερη δημοκρατία». Στο κύριο άρθρο τους, μιλούσαν για «ασταθή ραντιέρικο καπιταλισμό, αποδυναμωμένη ανταγωνιστικότητα, καχεκτική αύξηση της παραγωγικότητας, υψηλή ανισότητα και, όχι τυχαία, αυξανόμενα υποβαθμισμένη δημοκρατία».
Αυτό είναι το γενικό περιεχόμενο των πιο άμεσων ανησυχιών του Τζόνσον. Η κοινοβουλευτική του αδυναμία είναι συνδυασμός της λαϊκής αντίθεσης στους Τόρις, που παρήγαγε την άνοδο του Κόρμπιν το 2017 και της σε μεγάλο βαθμό κεντρώας αντίθεσης στο Brexit, που διαβρώνει το κόμμα των Συντηρητικών. Η αναβολή της λειτουργίας του κοινοβουλίου ήταν μια βαθιά αντιδημοκρατική κίνηση του Τζόνσον και αποκάλυψε κάποιες αλήθειες για τη φύση του Βρετανικού κράτους, αλλά κυρίως ήταν μια πράξη αδυναμίας. Παρεκτός κι αν επιτύχει κάποια συμφωνία με την ΕΕ, το κοινοβούλιο είναι απαγορευμένη περιοχή για τον δεινοπαθούντα Πρωθυπουργό.
Ένα Brexit χωρίς συμφωνία θα τον έφερνε σε ακόμα μεγαλύτερη αντίθεση με το Κοινοβούλιο και την πλειοψηφία της κυρίαρχης τάξης. Αυτός είναι ο λόγος που πρόσφατα ο Τζόνσον μετακίνησε την προσοχή του στην επίτευξη συμφωνίας.
Την ίδια στιγμή όμως η επίλυση του Βορειο-Ιρλανδικού ζητήματος είναι μια τεράστια πρόκληση και η στάση της ΕΕ προς την κυβέρνηση Τζόνσον ξεκάθαρα σκληραίνει. Ακόμα κι αν κατάφερνε να επιτύχει κάποια επαφή με την ΕΕ, το να περάσει οποιαδήποτε συμφωνία από το Κοινοβούλιο θα είναι μεγάλος πονοκέφαλος.
Παρ’όλη τη μεγαλοστομία του Ντόμινικ Κάμμινγκς (ειδικός σύμβουλος της κυβέρνησης) και της ομάδας του, η θέα από το Νούμερο 10 δεν είναι όμορφη. Το μοναδικό θετικό στοιχείο γι’ αυτούς είναι ότι όχι μόνο ελέγχουν το κόμμα του Brexit αλλά μπορούν ακόμη να παρουσιάζονται σαν βασικοί εκφραστές της ιδέας για την αποχώρηση από την ΕΕ. Γιατί ακόμη και αν δεν θα το καταλάβετε διαβάζοντας τα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης, η δημοφιλία του Brexit κρατάει ακόμα. Θέτοντας εαυτούς ως το κόμμα του λαού απέναντι στο κατεστημένο σε αυτό το ζήτημα, ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να εκμεταλλευτούν την ευρεία δυσαρέσκεια απέναντι στο κατεστημένο – το ίδιο δηλαδή κατεστημένο το οποίο υπηρετούσε το κόμμα τους εδώ και εννέα χρόνια.
Υπό αυτό το πρίσμα το γεγονός ότι δεν ασκήθηκαν πιέσεις για την προσφυγή στις κάλπες έδωσε στον Τζόνσον τον απαραίτητο χώρο για να αναπνεύσει, να σταθεροποιήσει την κυβέρνησή του και να προσπαθήσει για μια συμφωνία. Το ζήτημα του Brexit χωρίς συμφωνία είναι τώρα αρμοδιότητα των δικαστηρίων. Οι προσπάθειες να πιεστεί η ηγεσία των Εργατικών, ώστε να λάβει μία ξεκάθαρη θέση υπέρ της Παραμονής, θα επιδεινώσουν το λάθος. Μια τέτοια θέση απλά θα ενίσχυε τη μία αφήγηση που μπορεί να βγάλει τον Τζόνσον από το αδιέξοδό του.