του Ανδρέα Κοσιάρη
Έπειτα από την παραίτηση του Μπόρις Τζόνσον από την αρχηγία του κόμματος των Συντηρητικών, τα περίπου 160.000 μέλη του κόμματος καλούνται τώρα να επιλέξουν τον επόμενο αρχηγό, και συνεπώς πρωθυπουργό της Βρετανίας μέχρι το τέλος του 2024. Οι δύο εναπομείναντες υποψήφιοι είναι μια γυναίκα, η Λιζ Τρας, και ένας γιος μεταναστών, ο Ρίσι Σούνακ — αμφότεροι αποδείξεις ότι μονάχα η εκπροσώπηση καταπιεσμένων πληθυσμών στο πολιτικό σύστημα, χωρίς την αμφισβήτηση των κυρίαρχων δομών εξουσίας που αναπαράγουν αυτήν την καταπίεση, δεν είναι παρά ένα φύλλο συκής για τη συνέχισή της.
Πέντε ήταν αρχικά οι υποψήφιοι για διαδεχθούν τον Τζόνσον, με μυστικές ψηφοφορίες των βουλευτών του κόμματος να ψαλιδίζουν αυτές τις υποψηφιότητες στους δύο προαναφερθέντες. Αμφότεροι ήταν μέλη της κυβέρνησής του, με τον Σούνακ όμως να παραιτείται από υπουργός Οικονομικών κατά τη διάρκεια της κρίσης εμπιστοσύνης προς τον Τζόνσον τον προηγούμενο μήνα.
Αν επιλεγούν, η Τρας θα γίνει η τρίτη γυναίκα πρωθυπουργός της Βρετανίας, έπειτα από τη Μάργκαρετ Θάτσερ και την Τερέζα Μέι, ενώ ο Σούνακ θα είναι ο πρώτος πρωθυπουργός της χώρας που προέρχεται από οικογένεια μεταναστών.
Βλέποντας αυτή τη διεκδίκηση της εξουσίας, ένας απρόσεκτος εξωτερικός παρατηρητής θα μπορούσε να φτάσει στο συμπέρασμα ότι η Βρετανία έχει ξεπεράσει τον σεξισμό και τον ρατσισμό της. Ειδικά αφού τα δύο αυτά πρόσωπα διεκδικούν την εξουσία μέσω του κόμματος των Συντηρητικών [μια ενδιαφέρουσα σημείωση είναι πως οι Εργατικοί δεν έχουν, στην πλέον των 100 χρόνων ιστορία τους, εκλέξει ποτέ αρχηγό που να μην είναι λευκός άνδρας· οι μόνες δύο γυναίκες που έχουν φτάσει σε αυτή τη θέση ήταν προσωρινές αρχηγοί, ανάμεσα σε εκλογικές διαδικασίες για την ανάδειξη νέου ηγέτη].
Το συμπέρασμα αυτό βέβαια θα ήταν, εκτός από βεβιασμένο, και λανθασμένο. Για να καταλάβουμε γιατί, θα πρέπει πρώτα να κοιτάξουμε ποιοι θα τους επιλέξουν.
Προσπερνώντας τα ζητήματα δημοκρατικής νομιμοποίησης που προκαλούνται από την επιλογή πρωθυπουργού μιας χώρας πληθυσμού περίπου 47 εκατομμυρίων εκλογέων από 160.000 ανθρώπους, θα πρέπει να δούμε ποιοι αποτελούν τα μέλη του κόμματος των Συντηρητικών.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το 2020 τα μέλη του κόμματος ήταν κατά συντριπτική πλειοψηφία άνδρες (63%), άνω των 50 ετών (58%), στην ανώτερη οικονομική κλίμακα των ABC1s, με ετήσιο εισόδημα άνω των 100.000 λιρών (80%) και αυτοχαρακτηριζόμενοι ως λευκοί Βρετανοί (95% έναντι 83% στον γενικό πληθυσμό εκλογικής ηλικίας). Είναι επίσης άνισα γεωγραφικά κατανεμημένοι, με το 56% να ζει στο Λονδίνο και την ευρύτερη νοτιοανατολική Αγγλία, ενώ είναι και συντριπτικά υποστηρικτές του Brexit, σε ποσοστό 76%. Συνεπώς, τον επόμενο ή την επόμενη πρωθυπουργό της Βρετανίας θα επιλέξουν κατά πλειοψηφία λευκοί, πλούσιοι, ηλικιωμένοι, άνδρες Συντηρητικοί.
Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη πως οι δύο υποψήφιοι διαγκωνίζονται σε ρατσισμό, ελευθεραγορίτικες υποσχέσεις και δαιμονοποίηση των φτωχών, ενώ φυσικά ακολουθούν την επιλογή του Τζόνσον στη ρητορική αναβίωση του «αυτοκρατορικού μεγαλείου» της Βρετανίας.
Πιο ελευθεραγορίτισσα από τη Θάτσερ, πιο γκαφατζού από τη Μέι
Η Λιζ Τρας, που δείχνει να προηγείται στην εμπιστοσύνη των μελών, είναι μέλος του Κοινοβουλίου από το 2010, ενώ έχει συμμετάσχει με διάφορους ρόλους στις κυβερνήσεις των Συντηρητικών που διαφεντεύουν τη χώρα από τότε. Τελευταία της θέση ήταν αυτή της υπουργού Εξωτερικών, όπου πιάστηκε επανειλημμένα να μην γνωρίζει σημαντικά ζητήματα της θέσης της. Επί παραδείγματι, τοποθέτησε σε δήλωσή της τις χώρες της Βαλτικής στη Μαύρη Θάλασσα, αμφισβήτησε κατά τη διάρκεια συνάντησής της με τον Ρώσο ομόλογό της την κυριαρχία της Ρωσίας σε περιοχές της, μπερδεύοντάς τις με περιοχές της Ουκρανίας και, μετά τη ρωσική εισβολή, ενθάρρυνε Βρετανούς πολίτες να ταξιδέψουν στην Ουκρανία και να πολεμήσουν στο πλευρό της, πράξη που είναι παράνομη σύμφωνα με το βρετανικό δίκαιο.
Πέρα όμως από αυτά τα «λαθάκια», η Τρας έχει στο παλμαρέ της και σημαντικές επιλογές για τη στάση της Βρετανίας. Ως υπουργός Διεθνούς Εμπορίου το 2020 ήρε το εμπάργκο εξαγωγών όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού προς τη Σαουδική Αραβία, λέγοντας πως «δεν υπάρχει κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν στη διάπραξη σοβαρών παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου». Έχοντας ταυτόχρονα τη θέση της υπουργού Γυναικών και Ισότητας, δήλωσε πως το Ηνωμένο Βασίλειο είναι υπερβολικά επικεντρωμένο στα «μοδάτα» ζητήματα της ισότητα φυλής, σεξουαλικότητας και φύλου, και τερμάτισε την εκπαίδευση ασυνείδητης προκατάληψης στους υπαλλήλους του βρετανικού Δημοσίου.
Η Τρας αυτοχαρακτηρίζεται πολιτικά ως «libertarian», τοποθετώντας τον εαυτό της στους ακραίους θιασώτες της ελεύθερης αγοράς, έντονα επηρεασμένους από τη λεγόμενη «Αυστριακή σχολή» οικονομολόγων όπως οι Φον Μίζες και Χάγιεκ. Πριν από την πολιτική της καριέρα, είχε εργαστεί στον τομέα της λογιστικής στην πετρελαϊκή Shell και την εταιρεία τηλεπικοινωνιών Cable & Wireless, ενώ ήταν και αναπληρώτρια διευθύντρια του «θινκ τανκ» Reform, που προωθεί πολιτικές της ελεύθερης αγοράς όπως την ιδιωτικοποίηση του βρετανικού Συστήματος Υγείας.
Αν και ήταν ένθερμη υποστηρίκτρια της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ, έχει κάνει στροφή 180 μοιρών από τότε που έλαβε θέση στην κυβέρνηση Τζόνσον, και πλέον υπόσχεται στα μέλη του κόμματος μια «πυρά» των εμπνευσμένων από την ΕΕ βρετανικών νόμων. Υπόσχεται επίσης την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (που δεν έχει σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά είναι σε μεγάλο βαθμό βρετανική έμπνευση) και την «πλήρη εφαρμογή» του σχεδίου για εξαγωγή των αιτούντων άσυλο στη Ρουάντα «και άλλες χώρες». Τέλος, χαρακτηριστικά για τα συμφέροντα του κόμματος των Συντηρητικών, υπόσχεται άμεσες περικοπές φορολογίας, περικοπές στην κοινωνική στήριξη, αλλά και «σκληρό πόλεμο» ενάντια στα συνδικάτα.
Η τάξη κερδίζει τον ρατσισμό
Στον (όχι ακριβώς) αντίποδα, ο Ρίσι Σούνακ είναι γιος μεταναστών, γεννημένων στην περιοχή του Πουντζάμπ, που σήμερα μοιράζεται στην Ινδία και το Πακιστάν, που όμως μετανάστευσαν στην Αγγλία από την Αφρική. Είναι πολυεκατομμυριούχος, πρώην τραπεζίτης με θητεία στην Γκόλντμαν Σακς και μετέπειτα σε κερδοσκοπικά επενδυτικά σχήματα. Η σύζυγός του είναι κόρη Ινδού δισεκατομμυριούχου και φέρεται να έχει αποφύγει να πληρώσει κοντά στα 20 εκατομμύρια λίρες σε φορολογία στη Βρετανία.
Προήχθη στη θέση του υπουργού Οικονομικών τον Φεβρουάριο του 2020 και ήταν υπεύθυνος για τη χρηματοδότηση της βρετανικής οικονομίας με εκατοντάδες δισεκατομμύρια κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ένα σημαντικό τμήμα των διάφορων χρηματοδοτήσεων, δηλαδή της μισθολογικής στήριξης των μικρών επιχειρήσεων και του προγράμματος πανδημικών δανείων, φέρεται να έχουν χαθεί σε διαφόρων ειδών απάτες. Μετέπειτα αποκαλύψεις φανέρωσαν ότι ο Σούνακ και άλλοι υπουργοί είχαν προειδοποιηθεί για αυτές τις απάτες και δεν έπραξαν κάτι για να τις αντιμετωπίσουν.
Θεωρούνταν έμπιστος του Μπόρις Τζόνσον, όμως κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του πρωθυπουργού, παραιτήθηκε κάνοντας λόγο για «διαφορές πολιτικής», σε μία κίνηση που ερμηνεύτηκε ως πισώπλατη μαχαιριά — εξ ου και υπολείπεται στις προβλέψεις ψήφου των μελών του κόμματος. Προσπαθεί να εμφανιστεί ως μετριοπαθέστερος της αντιπάλου του, υποσχόμενος περικοπές φορολογίας «από την επόμενη χρονιά» και όχι άμεσα. Αν και στηρίζει ρατσιστικές πολιτικές όπως το «σχέδιο Ρουάντα» και την περικοπή της ήδη σχετικά μικρής βρετανικής υποδοχής προσφύγων, επιχειρεί να πουλήσει την εικόνα του «θύματος ρατσισμού».
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τα βιώματά του, όμως μπορεί να ειπωθεί με πλήρη σιγουριά ότι πλέον το σημαντικότερο περιστατικό ρατσισμού που μπορεί να βιώσει είναι να μην επιλεγεί ως αρχηγός των Συντηρητικών λόγω του χρώματος του δέρματός του — πράγμα λίαν πιθανό.
Άλλωστε, και στα παιδικά του χρόνια ο Σούνακ δεν μεγάλωσε ως το τυπικό παιδί μεταναστών. Γιος γιατρού και φαρμακοποιού, φοίτησε σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία όπως το Κολλέγιο Γουίντσεστερ, που έχει ετήσια δίδακτρα πάνω από τον μέσο βρετανικό ετήσιο μισθό. Το 2001, σε ντοκιμαντέρ του BBC για την άνοδο των μεσαίων τάξεων στη Βρετανία, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Έχω φίλους που είναι αριστοκράτες, έχω φίλους που είναι στην ανώτερη τάξη, έχω φίλους που είναι στην εργατική τάξη… ε, μάλλον όχι στην εργατική τάξη».
Άξιοι συνεχιστές της παράνοιας
Το ποιος από τους δύο θα επιλεγεί εν τέλει από την ισχνή μειοψηφία που αποτελούν τα μέλη των Τόρις, μικρή σημασία θα έχει στην πορεία της Βρετανίας. Η περίοδος Τζόνσον σημαδεύτηκε από τη μεγαλύτερη πλειοψηφία των Συντηρητικών από το 1987, αλλά και από μία ατελείωτη σειρά μικρών και μεγάλων, ηθικών και οικονομικών σκανδάλων, μια διαχείριση πανδημίας γεμάτη παλινωδίες και θανάτους παρά τη θεωρητική ισχύ του NHS και ένα εγχώριο εμβόλιο, και την επάνοδο της εθνικιστικής ρητορικής.
Παράλληλα, οι υποσχέσεις για την οικονομική ανάκαμψη της Βρετανίας μετά το Brexit δεν έχουν εκπληρωθεί, με 7 στους 8 εργαζόμενους να αναμένεται να δουν αύξηση της φορολογίας τους το επόμενο διάστημα, ενώ 16,5 εκατομμύρια Βρετανοί αναμένεται να ζουν το 2023 κάτω από το όριο της «απόλυτης φτώχειας», που στη Βρετανία ορίζεται ως κάτω του 60% του διάμεσου οικογενειακού εισοδήματος του οικονομικού έτους 2010-11. Αν επαληθευτούν οι προβλέψεις αυτές, κοντά στο ένα τέταρτο του πληθυσμού της Βρετανίας θα ανήκει σε αυτή την κατηγορία.
Η Τρας και ο Σούνακ έχουν υπάρξει βασικά γρανάζια αυτής της πορείας της χώρας, όχι μόνο ως υπουργοί στην τελευταία κυβέρνηση Τζόνσον, αλλά και ως βουλευτές και στελέχη σε αυτήν τη 12ετή μέχρι σήμερα θητεία των Συντηρητικών στην κυβέρνηση. Η εκλογή τους από τα μέλη του κόμματος και οι δεσμεύσεις τους προς αυτούς, υπόσχονται περαιτέρω αύξηση της πίεσης στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, άνοιγμα της ψαλίδας της οικονομικής ανισότητας, όξυνση των ταυτοτικών διαιρέσεων και εντατικοποίηση της ξενοφοβίας και του ρατσισμού.
Απλά τώρα, η παρανοϊκή αυτή πολιτική θα εκπορεύεται είτε από μία γυναίκα, είτε από έναν γιο μεταναστών, κι όχι από τον ξανθομάλλη «Μπόρις τον καραγκιόζη».