H δίκη που ξεκίνησε αυτή την εβδομάδα στις ΗΠΑ εναντίον του Ελ Τσάπο, ίσως του μεγαλύτερου βαρόνου ναρκωτικών της Ιστορίας, φέρνει στο φως τη διαπλοκή του μεξικανικού κράτους και των καρτέλ. Κανείς δεν πρόκειται να καταδικάσει όμως τον ρόλο που έπαιξαν οι ΗΠΑ στη γιγάντωση της εμπορίας ναρκωτικών μέσω ενός προγράμματος «διάσωσης» που θυμίζει… τα ελληνικά μνημόνια.
Ηταν 6 Ιανουαρίου του 2007 όταν ένας μικρός στρατός από πάνοπλους άντρες προσγειώθηκε με αεροπλάνα και κατέλαβε την πόλη Κανέλας στην επαρχία Ντουράνγκο του Μεξικού.
Οι μόνοι πυροβολισμοί που ακούστηκαν όμως εκείνες τις ημέρες ήταν οι μπαλοθιές στον γάμο του Χοακίν Γκουζμάν με το 18χρονο μοντέλο Εμα Κορονέλ Αϊσπούρο. Η στρατιωτική «εισβολή» ήταν ο τρόπος που είχε επιλέξει ο διαβόητος Ελ Τσάπο (ο κοντούλης, όπως τον αποκαλούν στο Μεξικό, αφού δεν ξεπερνούσε το ένα μέτρο και 68 εκατοστά) για να ζητήσει το χέρι της αγαπημένης του.
Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τότε ότι ο ναρκοβαρόνος, που είχε αρχίσει να προσεγγίζει σε ισχύ και σε φήμη τον Πάμπλο Εσκομπάρ, θα στεκόταν σήμερα στο εδώλιο ενός αμερικανικού δικαστηρίου.
Από τότε μεσολάβησαν δύο μυθιστορηματικές συλλήψεις και αντίστοιχες αποδράσεις από φυλακές υψίστης ασφαλείας, οι οποίες απλώς επιβεβαίωσαν ότι ο Ελ Τσάπο είχε υπό τον έλεγχό του ένα αξιοσέβαστο τμήμα του κρατικού μηχανισμού του Μεξικού – αξιωματούχους τους οποίους ήλεγχε με το γνωστό «πακέτο προσφορών» των ναρκοβαρόνων: «Plata o Plomo» (ή θα δεχτείς το ασήμι μου ή το μολύβι των όπλων μου).
Ο Ελ Τσάπο, όμως, θα ήταν σήμερα ένας ασήμαντος μεσάζων στη μεταφορά κοκαΐνης από την Κολομβία προς τις ΗΠΑ εάν η Ουάσινγκτον και μια σειρά μεγάλων τραπεζών και πολυεθνικών δεν είχαν ανοίξει τον δρόμο για τη γιγάντωση των μεξικανικών καρτέλ.
Μπορεί να μην είμαι ο πρόεδρος του Μεξικού, αλλά είμαι το αφεντικό του – Χοακίν Γκουζμάν – Ελ Τσάπο
Οταν το 1971 ο πρόεδρος Νίξον αποφάσισε να κηρύξει τον πόλεμο, όχι εναντίον της ζήτησης ναρκωτικών στις ΗΠΑ αλλά μόνον εναντίον της προσφοράς από την Κολομβία, ήταν προφανές τι θα ακολουθούσε. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των καρτέλ (που συχνά λειτουργούσαν και ως πρόσχημα για την επίθεση σε αριστερούς αντάρτες) απλώς μετατόπισαν ελαφρά τη διαδρομή του εμπορίου, που γινόταν πλέον μέσω του Μεξικού.
Οταν όμως η κοκαΐνη έφτασε στα σύνορα του Μεξικού, στη δεκαετία του 1980, η χώρα αντιμετώπιζε τη δική της «τρόικα». Η αύξηση των επιτοκίων της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας είχε καταστήσει αδύνατη την αποπληρωμή των δανείων που χορηγούσαν αφειδώς αμερικανικές τράπεζες στο Μεξικό τις προηγούμενες δεκαετίες.
Προκειμένου να σώσουν τις τράπεζες από μια ανεξέλεγκτη στάση πληρωμών, που θα μπορούσε να συμπαρασύρει ολόκληρη τη νότια Αμερική, οι ΗΠΑ επέβαλαν ένα πρόγραμμα ακραίας νεοφιλελεύθερης λιτότητας με μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές μισθών και επιδομάτων και κατάργηση βασικών εργασιακών δικαιωμάτων. Μέσα σε λίγα χρόνια δημιουργήθηκαν 800.000 άνεργοι, οι οποίοι αποτέλεσαν την πρώτη δεξαμενή για τα καρτέλ ναρκωτικών που αναζητούσαν εργάτες και ενόπλους για τις επιχειρήσεις τους.
Την ίδια εποχή ο πρόεδρος Ρίγκαν συνέδεσε το πρόγραμμα «διάσωσης» με την εμπλοκή του μεξικανικού στρατού στον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών». Κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης των κοινωνικών αιτιών που οδηγούσαν στην ενίσχυση των καρτέλ αντικαταστάθηκε με στρατιωτικές επιχειρήσεις – στις οποίες η αμερικανική πολεμική βιομηχανία προμήθευε και τις δυο πλευρές με όπλα.
Οταν πλέον η νεοφιλελεύθερη λιτότητα είχε διαρρήξει ολοκληρωτικά τον κοινωνικό ιστό και ενώ οι δεξιές κυβερνήσεις του Μεξικού πανηγύριζαν για την υποτιθέμενη σταθεροποίηση της οικονομίας και την έξοδο από την κρίση, η Ουάσινγκτον έριξε τη χαριστική βολή απαιτώντας συνταγματική αναθεώρηση.
Στόχος ήταν να καταργηθεί το άρθρο 27 –η σημαντικότερη παρακαταθήκη της μεξικανικής επανάστασης και του αιτήματος του Εμιλιάνο Ζαπάτα για «γη και ελευθερία»–, το οποίο προσέφερε δημόσιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις σε τοπικές κοινότητες και απαγόρευσε σε ιδιωτικές εταιρείες να ελέγχουν μεγάλες εκτάσεις γης.
Η συνταγματική αναθεώρηση, που αποτελούσε προαπαιτούμενο για την εφαρμογή της NAFTA, πιστεύεται ότι οδήγησε στην ανεργία και την απόλυτη εξαθλίωση άλλα δύο εκατομμύρια αγρότες, οι οποίοι μετακινήθηκαν προς τα αστικά κέντρα και ενίσχυσαν τις εφεδρείες των καρτέλ ναρκωτικών. Ακόμη όμως και όσοι παρέμειναν στον αγροτικό τομέα καταστράφηκαν καθώς κλήθηκαν να συναγωνιστούν τις αμερικανικές πολυεθνικές τροφίμων, χωρίς το δίχτυ ασφαλείας που τους προσέφεραν στο παρελθόν οι δασμοί και οι αγροτικές ενισχύσεις της κυβέρνησης.
Σε αυτές τις συνθήκες οι ναρκοβαρόνοι δεν προσέφεραν απλώς ευκαιρίες απασχόλησης αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις αντικαθιστούσαν το κράτος πρόνοιας που είχε διαλυθεί από τον νεοφιλελεύθερο οδοστρωτήρα της «διάσωσης». Σήμερα αρκεί να ακούσει κανείς τα περίφημα Narcocorridos, δηλαδή τα «ναρκοτράγουδα», που εξυμνούν τα κατορθώματα των μεγάλων βαρόνων, όπως ο Ελ Τσάπο, για να κατανοήσει το μέγεθος του διεστραμμένου «κοινωνικού συμβολαίου» που στήθηκε στο Μεξικό.
Η NAFTA, όμως, δεν δημιούργησε απλώς το εύφορο έδαφος για την κυριαρχία των καρτέλ, αλλά άνοιξε και νέους δρόμους για τη μεταφορά ναρκωτικών. Τα περίφημα μακιλαδόρες, οι μικρές βιοτεχνίες του Μεξικού που λειτουργούσαν σαν υπεργολάβοι αμερικανικών κολοσσών μέσα σε ειδικές οικονομικές ζώνες, μετατράπηκαν σε βασικό δίαυλο του παράνομου εμπορίου, αφού δεν υπόκεινται σε επαρκή κρατικό έλεγχο.
Από όλο αυτό τον μηχανισμό, που συνέβαλε στη δημιουργία των καρτέλ, οι ΗΠΑ θα δικάσουν μόνο τον «κοντούλη» Ελ Τσάπο – γνωρίζοντας ότι ο ίδιος έχει ήδη αντικατασταθεί από τους διάδοχους ναρκοβαρόνους.
INFO
Διαβάστε:
How the Cartels Were Born
Η διάσημη συγγραφέας Κάρμεν Μπουγιόσα και o βραβευμένος με Πούλιτζερ Μάικ Γουάλας συνοψίζουν σε ένα κείμενο του περιοδικού Jacobin την πολιτική οικονομία των μεξικανικών καρτέλ.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα των Συντακτών – 17/11/2018