#MenoumeSpiti
Το περασμένο Σάββατο [ΣτΕ: 14 Μαρτίου], μία ημέρα μετά την κυβερνητική ανακοίνωση του κλεισίματος μεγάλου μέρους της αγοράς (εστίαση, διασκέδαση κοκ.) και τις συστάσεις #MenoumeSpiti, πραγματοποιήθηκαν δύο πορείες στη Μυτιλήνη. Οι αποφάσεις για την οριστική διεξαγωγή ή ακύρωσή τους πάρθηκαν την προηγούμενη ημέρα, την Παρασκευή. Οι πορείες ήταν αντιφασιστικού χαρακτήρα και κατήγγειλαν με ένταση τις πολιτικές των κέντρων κράτησης και της γκετοποίησης. Οι συγκεκριμένες πορείες δέχτηκαν κριτική από ολόκληρο το εύρος του συντηρητικού, φοβικού, πατριωτικού και εθνικιστικού φάσματος. Αυτό ήταν αναμενόμενο, θα γινόταν ούτως ή άλλως. Ωστόσο, κριτική ασκήθηκε και από ανθρώπους οι οποίοι θα στήριζαν τις πορείες αν δεν υπήρχε το ζήτημα του κοροναϊού, δηλαδή από συντρόφους και συντρόφισσες αυτού του αγώνα. Οι σκέψεις που ακολουθούν απευθύνονται σ’ αυτήν τη δεύτερη κατηγορία ανθρώπων.
Θα μπορούσαμε να κατηγοριοποιήσουμε σε δύο δέσμες τις συντροφικές κριτικές που ασκήθηκαν. Η πρώτη, μπροστά στον πραγματικό κίνδυνο που υπάρχει από την εξάπλωση του κοροναϊού και την απόλυτα κατανοητή ανάγκη περιορισμού της, έθετε υπό αμφισβήτηση την κοινωνική υπευθυνότητα των ανθρώπων που συμμετείχαν στις πορείες («είστε ανεύθυνοι/ες σε σχέση με τον κοροναϊό»). Η δεύτερη, σε άμεση συνάρτηση με την πρώτη, αφορούσε τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει για την ευρύτερη αντιφασιστική δυναμική η σύνδεση των πορειών με ζητήματα κοινωνικής ευθύνης όπως προκύπτουν από τον δημόσιο διάλογο για τον κοροναϊό («κάνετε ζημιά στο αντιφασιστικό κίνημα»). Το ζήτημα του κοροναϊού και της διαχείρισής του είναι κρίσιμο και τα κριτικά επιχειρήματα που αρθρώθηκαν ήταν σοβαρά και ακούστηκαν. Δεν τα αμφισβητώ, οπότε δεν τα επαναλαμβάνω. Το #MenoumeSpiti θεμελιώνεται επάνω σε κατανοητές ανάγκες. Ωστόσο, η ένταση με την οποία αρθρώθηκαν σε πάρα πολλές περιπτώσεις αυτά τα επιχειρήματα δείχνει μια έλλειψη πολιτικής ψυχραιμίας ή/και μια αντιληπτική απόσταση από το στενότερο πλαίσιο εντός του οποίου ελήφθησαν οι αποφάσεις των πορειών. Στο βαθμό που ισχύει αυτό, οι σκέψεις που ακολουθούν δεν αντιμετωπίζουν τα κριτικά αυτά επιχειρήματα, αλλά προσπαθούν να τα συμπληρώσουν, αποκαλύπτοντας κάποιες από τις διαστάσεις του ιδιαίτερου Λεσβιακού πλαισίου.
#MenoumeMoria
Το πρώτο – και μέχρι σήμερα μοναδικό – εντοπισμένο κρούσμα κοροναϊού στο Πλωμάρι εμφανίστηκε σε μια συνθήκη κατά την οποία περισσότερο από το 1/4 του πληθυσμού του νησιού διαμένει στο ΚΥΤ Μόριας, είτε μέσα είτε περιμετρικά, παστωμένο σε απάνθρωπες και εξευτελιστικές συνθήκες διαβίωσης. Δηλαδή, για το 1/4 του πληθυσμού, το #MenoumeSpiti και οι συστάσεις υγειονομικής υπευθυνότητας και αποφυγής συγχρωτισμού ακούγονται ως κακόγουστο αστείο. Τα πογκρόμ εις βάρος εργαζομένων σε ΜΚΟ που προηγήθηκαν (και συνεχίζουν) έχουν οδηγήσει σε αναστολή μεγάλου μέρους της ανθρωπιστικής δραστηριότητας αυτών των οργανώσεων. Ανεξάρτητα από το πώς τοποθετούμαστε σε σχέση με τον βιοπολιτικό και τον οικονομικό ρόλο της ανθρωπιστικής βιομηχανίας, η συγκεκριμένη εξέλιξη έχει επιπτώσεις στην – ήδη ανεπαρκή – κάλυψη βασικών αναγκών αυτής της πληθυσμιακής μερίδας. Καλώς ή κακώς, η κάλυψη αυτών των αναγκών δόθηκε νεοφιλελεύθερα και σχεδόν με εργολαβικό τρόπο σε ΜΚΟ και αυτή η άτακτη απομάκρυνση από το πεδίο, σε συνδυασμό με την έμφαση στην αποτροπή και την περαιτέρω υπονόμευση των πολιτικών πρόνοιας, εκθέτει τον πληθυσμό εντείνοντας τους σχετικούς κινδύνους και, επομένως, τις σχετικές ανησυχίες.
Η 1η Μαρτίου είναι μια ημερομηνία ορόσημο για δύο λόγους. Πρώτον, ακυρώθηκε το δικαίωμα αίτησης ασύλου για τον κόσμο που εισέρχεται στη χώρα απ’ αυτήν την ημερομηνία και έπειτα. Δεύτερον, με μια αυθαίρετη απόφαση που ελήφθη σε σύσκεψη στην οποία συμμετείχαν ο βουλευτής της ΝΔ, ο περιφερειάρχης, ο δήμαρχος του Δήμου Μυτιλήνης και ο κοινοτάρχης του χωριού της Μόριας, διαμορφώθηκε ένας ιδιαίτερος διαχωρισμός μεταξύ των δύο δήμων του νησιού. Οργανώθηκαν πολιτοφυλακές στο όριο των δήμων με σκοπό τον έλεγχο των ανθρώπων που μετακινούνται από τον ένα δήμο στον άλλον και την παρεμπόδιση της μεταφοράς στο Δήμο Μυτιλήνης ανθρώπων που έφτασαν σε παραλίες του Δήμου Δυτικής Λέσβου (το ΚΥΤ Μόριας βρίσκεται στον Δήμο Μυτιλήνης). Είχε προηγηθεί ο εμπρησμός του Stage II στη Σκαμιά, όπου άλλοτε διανυκτέρευαν οι νεοαφιχθέντες μέχρι να μεταφερθούν στη Μόρια. Αυτές οι εξελίξεις είχαν ως αποτέλεσμα να σταματήσει η μεταφορά ανθρώπων στο ΚΥΤ Μόριας. Όσοι άνθρωποι φτάνουν μετά την 1η Μάρτη στον Δήμο Μυτιλήνης διαμένουν υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς κράτησης είτε στο λιμάνι είτε σε ένα μεταγωγικό πλοίο, ενώ όσοι φτάνουν στον Δήμο Δυτικής Λέσβου διαμένουν υπαίθρια σε διάσπαρτες ομάδες σε περιοριστική αστυνομική ή λιμενική φύλαξη, ενίοτε και με την παρουσία της Frontex. Σε κάποιες περιπτώσεις επιτρέπεται να προσεγγίσουμε τους νεοαφιχθέντες, ενώ σε άλλες όχι. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να τους προσεγγίσουν εργαζόμενοι και εθελοντές των ΜΚΟ, παρά μόνο η Ύπατη (η Ύπατη δεν εντάσσεται στις ΜΚΟ). Στα σημεία που επιτρέπεται η προσέγγιση, είναι εμφανείς η έλλειψη μέριμνας γι’ αυτούς τους ανθρώπους και η έκθεσή τους σε ποικίλους κινδύνους (έχουν στηθεί λίγες σκηνές και πολλοί κοιμούνται έξω στο κρύο, η τροφοδοσία τους σε φαγητό είναι ανοργάνωτη, δεν υπάρχουν τουαλέτες και είδη πρώτης ανάγκης, δεν μπορούν να φορτίσουν τα κινητά τους και να επικοινωνήσουν με τους δικούς τους, δεν είναι ενημερωμένοι, δεν έχουν παροχές υπηρεσιών υγείας, κοκ.).
Άραγε, πόσο εύκολα τηρείται το #MenoumeSpiti όταν από το παράθυρό σου κοιτάζεις δίπλα στο σπίτι σου τη μαζική εξαθλίωση; Το ερώτημα δεν απευθύνεται σε ανθρώπους που θα έκλειναν τα παντζούρια, αλλά σε ανθρώπους που έχουν καταγγείλει επανειλημμένως τη συνθήκη αορατότητας αυτών των ανθρώπων. Υπό τις συνθήκες που περιγράφω, η ευκολία απάντησης του ερωτήματος #MenoumeSpiti ή όχι αρχίζει να περιορίζεται, το δίλημμα αρχίζει και αποκτά άλλη βιωματική ένταση, το ζήτημα της δημόσιας υγείας, πλέον, παύει να τίθεται αμιγώς με όρους ατομικής και κοινωνικής ευθύνης, από τη μια, και με όρους κυβερνητικών μέτρων ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος υγείας, από την άλλη. Η παράμετρος της μαζικής εξαθλίωσης «στη γειτονιά» μπασταρδεύει την ευκρίνεια των παραπάνω όρων. Οι αποφάσεις των πορειών πάρθηκαν ακριβώς πάνω στην αντίφαση που δημιουργείται μεταξύ της απόλυτα κατανοητής παραίνεσης #MenoumeSpiti και της εξίσου σοβαρής πραγματικότητας #MenoumeMoria (#DenExoumeSpiti). Έτσι, η δύσκολη απόφαση για τις πορείες δεν ελήφθη από ανθρώπους κοινωνικά ανεύθυνους, αλλά από ανθρώπους οι οποίοι βιώνουν αυτήν την αντίφαση. Ωστόσο, παραμένει ένα ερώτημα: Γιατί πορείες; Γιατί μαζική συνάθροιση; Εδώ χρειάζεται μια σύντομη ανασκόπηση.
#MenoumeLesvo
Οι ραγδαίες εξελίξεις και η αποπνικτική μιντιακή ατμόσφαιρα που επικρατεί δεν επέτρεψαν μέχρι τώρα τη διακίνηση στην υπόλοιπη Ελλάδα μιας επεξεργασμένης πληροφορίας για το τι έγινε στα νησιά (ο Έβρος είναι «μαύρη τρύπα» ούτως ή άλλως), πόσο μάλλον την ανάπτυξη αναλυτικών θέσεων για τη σημασία αυτών των εξελίξεων. Έτσι, όλα τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά και επίκαιρα: Τι συνέβη; Ποια είναι η σημασία όσων συνέβησαν; Με ποιους τρόπους αφορούν και την υπόλοιπη Ελλάδα; Επομένως, μεγάλο μέρος του κόσμου που παρακολουθεί για χρόνια τις εξελίξεις στα σύνορα εύλογα διερωτάται πώς από «τη Λέσβο της αλληλεγγύης» μεταβήκαμε ξαφνικά «στη Λέσβο της ντροπής». Δεν πάω να απαντήσω σ’ αυτά τα ερωτήματα, αλλά να αναδείξω κάποιες όψεις του Λεσβιακού πλαισίου που σχετίζονται με την κατανόηση των αποφάσεων υλοποίησης των πορειών.
Εστιάζοντας κυρίως στη Λέσβο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μέχρι το ‘15 κυριαρχούσε το δόγμα της «αποτροπής λαθρομεταναστών», ενώ σε επίπεδο δρόμου κυριαρχούσαν αντιφασιστικές δυναμικές, δυναμικές αλληλεγγύης στους πρόσφυγες (δεν αφέθηκε δημόσιος χώρος για οργανωμένη ακροδεξιά δραστηριότητα). Από το ‘15 μέχρι τα μισά του ‘19 κυριάρχησε το δόγμα της «διάσωσης προσφύγων», ενώ η δραστηριότητα αλληλεγγύης απέκτησε περισσότερο επαγγελματικά και εθελοντικά χαρακτηριστικά (το λέμε ενίοτε και «ΜΚΟποίηση»), σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αποδυνάμωσης των κινηματικών διαδικασιών πανελλαδικά. Αυτή ήταν η τετραετία της Λέσβου της αλληλεγγύης, της υποψηφιότητας για Νόμπελ, των βραβεύσεων από την Ύπατη, των επισκέψεων του Πάπα και των πρωταγωνιστών του Game of Thrones, κοκ. Επίσης, ήταν η περίοδος υποβάθμισης του χωριού της Μόριας και έντονης διατάραξης του αισθήματος ασφάλειας των κατοίκων του, αλλά και μια περίοδος τοπικού ανταγωνισμού μεταξύ τουριστικής βιομηχανίας και ανθρωπιστικής βιομηχανίας, μια περίοδος με έντονες αλλαγές στην οικονομική γεωγραφία του νησιού (οι χώροι διασκέδασης και εστίασης αυξήθηκαν, οι διαθέσιμες κλίνες στην ευρύτερη περιοχή της Μυτιλήνης καταλήφθηκαν, τα σπίτια νοικιάστηκαν, οι τιμές ενοικίων ανέβηκαν, τα μέσα μεταφοράς γέμισαν, οι ενοικιάσεις αυτοκινήτων δούλεψαν χειμώνα-καλοκαίρι, υπήρχε μεγάλη προσφορά εργασίας, ιδιαίτερα το ‘16 και το ‘17, ενώ εμφανίστηκαν και δραστηριότητες παραοικονομίας, αισχροκέρδειας και εκμετάλλευσης, ιδιαίτερα εις βάρος των πρώτων Σύριων που άρχισαν να καταφθάνουν, οι οποίοι προέρχονταν από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα). Είναι νωρίς να προσπαθήσουμε να δώσουμε όνομα στο νέο δόγμα που άρχισε να κυριαρχεί, αλλά είναι εμφανές ότι το δόγμα της «διάσωσης προσφύγων» έφτασε στο τέλος του και η ταμπέλα του «νησιού της αλληλεγγύης» που θριάμβευσε για μια τετραετία πάνω από τη Λέσβο ξεκρεμάστηκε άρον άρον, ενώ στο κτίριο της νομαρχίας πριν από ενάμιση μήνα αναρτήθηκε πανό που αναγράφει «θέλουμε πίσω τις ζωές μας». Ό,τι συμβόλιζε το δόγμα της «διάσωσης προσφύγων» έχει στοχοποιηθεί βίαια (εμπρησμός Stage II και σχολείου One Happy Family, επιθέσεις στο Mare Liberum, στοχοποιήσεις προσώπων, πογκρόμ σε εργαζόμενους και εθελοντές ΜΚΟ, ξυλοδαρμοί και στοχευμένες επιθέσεις σε σπίτια, αναστολή δραστηριότητας του Lighthouse, προπηλακισμοί δημοσιογράφων και της συντονίστριας της Ύπατης, πολιτοφυλακές μπλοκαρίσματος της μεταφοράς ανθρώπων, κοκ.).
Καμία ταμπέλα, όμως, δεν μπορεί να υποβαθμίσει την ετερογένεια και την πολυπλοκότητα της κοινωνικής πραγματικότητας και σύνθεσης. Το ’15, η «Λέσβος της αλληλεγγύης» επικράτησε επικαλύπτοντας φωνές σκεπτικιστικές, συντηρητικές, φοβικές, ξενοφοβικές, ρατσιστικές, φασίζουσες, ακροδεξιές ή/και φασιστικές. Υπήρχαν αυτές οι φωνές, έστω και σε μοριακό επίπεδο. Δε σήμαινε ότι σύσσωμο το νησί ξεχύθηκε στους δρόμους της αλληλεγγύης, αλλά ότι η εκ των άνω αλλαγή δόγματος και η οργανωτικά ήδη αρκετά προετοιμασμένη δυναμική αλληλεγγύης κυριάρχησαν στον δημόσιο χώρο, μιντιακό και εδαφικοποιημένο, επισκιάζοντας άλλες φωνές. Αντίστοιχα ή αντίστροφα, πλέον βιώνουμε μια ακροδεξιά κυριαρχία στον δημόσιο χώρο. Ό,τι είδαμε να εμφανίζεται όμως με ένταση και βία, λάνθανε σε προηγούμενες αμέτρητες μοριακές διεργασίες, ενώ μόνο αποσπασματικά μας έδινε οργανωμένες ενδείξεις της ύπαρξής του (όπως, για παράδειγμα, το μεγάλο πογκρόμ της πλατείας Σαπφούς την άνοιξη του ’18). Οι φωνές που καταπιέστηκαν από τη «Λέσβο της αλληλεγγύης» έρχονται πλέον στο προσκήνιο, άλλοτε θυμικά και άλλοτε οργανωμένα, σίγουρα όμως με αντικοινωνικά πρόσημα. Κάπως έτσι φτάνουμε στην άγρια ανάδυση της ακροδεξιάς επικράτησης μετά τις προηγούμενες εκλογές και με τη βία που είδαμε τον τελευταίο ενάμιση μήνα.
Ο κίνδυνος δεν εντοπίζεται τόσο στην οργανωμένη φασιστική δραστηριότητα (με τον περισσότερο κόσμο να είναι αναγνωρισμένοι χρυσαυγίτες), ούτε ίσως και στο γεγονός της τροφοδότησής της από μεγάλη μερίδα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Το επικίνδυνο βρίσκεται στο ότι, με τον ραγδαίο τρόπο που έγινε αυτή η ανάδυση της οργανωμένης φασιστικής δραστηριότητας, είναι προς το παρόν δύσκολη η από μέρους μας αντιληπτική και συμβολική οριοθέτησή της από την ευρύτερη τοπική κοινωνία. Τι εννοώ; Από μια σύσσωμη, μαζική Λεσβιακή άρνηση λειτουργίας ενός νέου κέντρου κράτησης (αναφέρομαι στη μαζική αντίσταση στην απόβαση των ΜΑΤ), μέσα σε λίγες ημέρες μεταβήκαμε προς μια ραγδαία εντατικοποίηση της οργανωμένης φασιστικής δραστηριότητας. Από εκεί που πνίξαμε την ετερογένεια με μια μαζική αντίδραση, βρεθήκαμε την επόμενη κιόλας μέρα αντιμέτωποι και αντιμέτωπες με φασιστικές ομάδες και μπλόκα πολιτοφυλακών, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου που αντέδρασε στα ΜΑΤ αποσύρθηκε στα χωριά όπου κατοικεί. Αυτή η ταχύτατη μετάβαση από τη μαζική αντίδραση στα ΜΑΤ, από τη μια, στα τάγματα εφόδου, από την άλλη, συγκαλύπτει τον βαθμό στον οποίο είναι ριζωμένη η οργανωμένη φασιστική δραστηριότητα στην ευρύτερη κοινωνία. Από μια θυμική αντιδραστικότητα σε ό,τι έχει να κάνει με τους πρόσφυγες μέχρι τους ποικίλους τοπικισμούς και από τις φασίζουσες στάσεις μέχρι την οργανωμένη δραστηριότητα των ταγμάτων εφόδου το έδαφος είναι ιδιαίτερα ολισθηρό, πόσο μάλλον σε μια περίοδο έντασης μεταξύ Ελληνικού κράτους και Τουρκικού κράτους, επικίνδυνων κυβερνητικών χειρισμών και σκόπιμης μιντιακής ενίσχυσης των πατριωτικών και εθνικιστικών ενστίκτων. Η περίοδος του ’11 και του ’12, κατά την οποία μπορούσαμε σχετικά πιο εύκολα να δείξουμε τη σύνδεση της φασιστικής δραστηριότητας με τον ναζισμό και κατ’ αυτόν τον τρόπο να την οριοθετήσουμε υπό μία έννοια από την ευρύτερη κοινωνία, πέρασε. Πλέον, οι ποικίλες εκφάνσεις του πατριωτισμού (όπως εκδηλώνονται σε ένα πλαίσιο εισβολής των ΜΑΤ, στρατιωτικοποίησης του προσφυγικού, ιδιαίτερα στον Έβρο, εθνικιστικής έξαρσης απέναντι στο Τουρκικό κράτος και κυβερνητικής ρητορικής που ενισχύει τον φασισμό) θολώνουν ακόμη περισσότερο το ιδεολογικό τοπίο, δυσκολεύοντας περαιτέρω την οριοθέτηση του οργανωμένου φασισμού από την ευρύτερη κοινωνία. Διανύουμε μια περίοδο έντονων ακροδεξιών ζυμώσεων με τον πιθανό αντίκτυπο να ξεφεύγει από τη συνοριακή ζώνη και να αφορά ολόκληρη την Ελλάδα.
Μέσα σε έναν πνιγμένο δημόσιο χώρο από την ακροδεξιά δραστηριότητα, ψηφιακό και εδαφικοποιημένο, με τα κυρίαρχα μίντια συγκεντρωτικά καθοδηγούμενα σχεδόν σε απόλυτο βαθμό, με τα ζοφερά περιστατικά να σκάνε όχι από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά κυριολεκτικά από ώρα σε ώρα, υπήρχε έντονη ανάγκη συλλογικής έκφρασης ότι η Λέσβος δεν κατακλύστηκε από φασίστες. Οι πορείες αποτέλεσαν τους διαύλους συλλογικής έκφρασης της Λέσβου της αλληλεγγύης, αλλά και την απόπειρα του αντιφασισμού να βγει στην επιφάνεια αυτού του αποπνικτικού σκηνικού και να αναπνεύσει, να δηλώσει το παρών, προτού κατακλυστεί και από το ζόφο του κοροναϊού. Το ιδιαίτερο, αυτό που κατέστησε ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη να πραγματοποιηθούν οι πορείες, είναι ότι η αντιφασιστική Λέσβος προσπαθεί να δηλώσει την παρουσία της όχι τόσο στον έξω κόσμο, αλλά πρώτα απ’ όλα στον ίδιο της τον εαυτό. Οι εξελίξεις αυτές βρήκαν την αντιφασιστική δυναμική με ασθενείς συλλογικές διαδικασίες, αχρησιμοποίητα από καιρό συλλογικά εργαλεία και σχέσεις ανενεργές από την περίοδο που προηγήθηκε. Οι δύο εβδομάδες προετοιμασίας των πορειών ήταν εβδομάδες εντατικής αντιφασιστικής εργασίας, σε μια προσπάθεια να ανακτηθεί όσο γίνεται περισσότερο χαμένο έδαφος. Σε κάθε πορεία, άλλωστε, πέρα από τις ρητές συλλογικές διεκδικήσεις ή αμφισβητήσεις, υπάρχει και ένα λανθάνον διακύβευμα που αφορά τη συμπύκνωση των σχέσεων των εμπλεκόμενων ανθρώπων και χώρων, την ενεργοποίησή τους, την αποκρυστάλλωση πολιτικών στοχοθεσιών, αυτά που αποκαλούμε συνοπτικά «ζύμωση».
#MenoumeXypnioi
Οι άνθρωποι που συμμετείχαν στις πορείες του Σαββάτου, λοιπόν, δεν είναι κοινωνικά ανεύθυνοι, δεν είναι άνθρωποι που δε βιώνουν την πίεση της μιντιακής διαχείρισης του κοροναϊού και τον επακόλουθο ανθρώπινο φόβο. Είναι άνθρωποι που βιώνουν την παραίνεση #MenoumeSpiti σε ένα πλαίσιο διαφορετικών πιέσεων απ’ αυτό που ισχύει στα περισσότερα μέρη της υπόλοιπης Ελλάδας. Το ένα πόδι πατάει στο σπίτι, ενώ το άλλο πατάει στη Μόρια. Η Μόρια και οι κρατούμενοι και παρατημένοι στις παραλίες άνθρωποι δεν αποτελούν απλά ένα μιντιακό θέαμα, ούτε και μια αφορμή για πορείες ή αντιπολίτευση, αλλά μια άθλια πραγματικότητα εντός της οποίας διαμένει το 1/4 των κατοίκων του νησιού, η οποία μας αφορά όλες και όλους ποικιλοτρόπως. Όπως έχει φανεί εδώ και καιρό στη Λέσβο, η συζήτηση γύρω από την κάθε Μόρια αντανακλά με τον πιο ευκρινή τρόπο την κοινωνική ένταση που υπάρχει μεταξύ πατριωτικών και εθνικιστικών προσανατολισμών δράσης, από τη μια, και ταξικών, από την άλλη. Επιπλέον, η Μόρια δεν είναι ένα ειδησεογραφικό θέμα με το οποίο ασχολούμαστε όταν δεν υπάρχουν άλλα κρισιμότερα, αλλά το πεδίο στο οποίο αποτυπώνονται με τον πιο εμφανή τρόπο οι βιοπολιτικές διαστάσεις του πολιτισμού μας.
Να σημειωθεί ότι, στη Λέσβο, η ατζέντα του δημόσιου λόγου κυριαρχήθηκε από τη συζήτηση για τον κοροναϊό με κάποια καθυστέρηση εν συγκρίσει τουλάχιστον με την Αθήνα, αλλά και εν συγκρίσει με τα περισσότερα μέρη της υπόλοιπης Ελλάδας. Αυτό οφείλεται στην ένταση, την ταχύτητα και την κρισιμότητα των γεγονότων που προηγήθηκαν της έλευσης του κοροναϊού ή, καλύτερα, που συνέπεσαν με την έλευσή του. Ο κόσμος της Λέσβου είδε από άλλη απόσταση την εκδήλωση βίαιων, ντροπιαστικών και ευτελών συμπεριφορών, οργανωμένων και μη. Η πραγματοποίηση των πορειών ήταν κρίσιμο βήμα στην προσπάθεια της αντιφασιστικής δυναμικής να αρχίσει να ορθοποδεί ψυχικά και οργανωτικά, να πυκνώνει τη δραστηριότητά της, να διευρύνει τις αντιφασιστικές της σχέσεις, να ενεργοποιεί εκ νέου παλαιότερες σχέσεις και να πυκνώνει ακόμη περισσότερο τις ήδη ενεργές. Στην συνθήκη έκτακτης ανάγκης που βιώνουμε, τα παραπάνω μπορεί να ακούγονται ασήμαντα. Δεν είναι. Οι έντονες ακροδεξιές ζυμώσεις που είδαμε υπόσχονται πολλά για το μέλλον όλων μας, όχι μόνο των Λέσβιων. Από την άλλη, για έναν κόσμο που ένιωσε να πνίγεται από το ζόφο με τόσο καταιγιστικό και έντονο τρόπο, τα παραπάνω μπορεί να είναι κρίσιμα στην προσπάθεια να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις αυτής της συνθήκης έκτακτης ανάγκης.
Άλλωστε, όσο σοβαρός είναι ο κοροναϊός ως πανδημία, άλλο τόσο σοβαρός είναι ως περίπτωση καπιταλιστικού ανταγωνισμού και βιοπολιτικής διαχείρισης. Θεωρώ ότι μια πολιτικά ψύχραιμη στάση εκκινεί πρωτίστως από την αναγνώριση αυτής της ισορροπίας. Συχνά λέμε ότι ο φόβος του κοροναϊού δεν πρέπει να οδηγήσει σε κοινωνικό κανιβαλισμό, ας μην οδηγήσει όμως και σε φαινόμενα πολιτικού πανικού.
Για τα πρόσφατα γεγονότα στη Λέσβο, βλ.:
Μένουμε σπίτι… δεν μπαίνουμε στο ψυγείο-Το χρονικό των πογκρόμ στη Λέσβο
Η εξέλιξη του «μεταναστευτικού» στη Λέσβο: από το «λαϊκό ξεσηκωμό» στην κατίσχυση της ακροδεξιάς ιδεολογίας
Ηλίας Πιστικός
19.03.2020