Δύο νέες ταινίες γουέστερν, «Οι μισητοί 8» του Ταραντίνο και «Η επιστροφή» του Ινιάριτου υποτίθεται ότι προσφέρουν νέο πολιτικό περιεχόμενο σε αυτό το παρεξηγημένο είδος κινηματογράφου. Αυτά τα λένε, όμως, όσοι δεν γνώρισαν ποτέ την πολιτική παρακαταθήκη των σπαγγέτι γουέστερν.
«Οι μισητοί 8», έγραφε πρόσφατα το περιοδικό «Variety», αποτελούν την πλέον πολιτική ταινία του Ταραντίνο – άποψη την οποία αναπαρήγαγαν σύντομα δεκάδες ακόμη περιοδικά και εφημερίδες σε όλο τον κόσμο.
Οι αναφορές στον αμερικανικό εμφύλιο και τον ρατσισμό της αμερικανικής κοινωνίας, που παρουσιάζονται μέσα από ένα (χιουμοριστικό;) λουτρό αίματος, με πρωταγωνιστές κακοποιούς, πρώην στρατιωτικούς και κυνηγούς κεφαλών θεωρήθηκε αρκετή για να χαρακτηριστεί η ταινία «πολιτική».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν αρκετοί κριτικοί κινηματογράφου και για την ταινία «Η επιστροφή» του Αλεχάντρο Ινιάριτου.
Εδώ υποτίθεται ότι μέσα από την (εξαιρετική ομολογουμένως) φωτογραφία και τις πενήντα αποχρώσεις του αίματος ο σκηνοθέτης αποκαθιστά την αλήθεια για τις σχέσεις των Αμερικανών εποίκων με τις φυλές των γηγενών που εξολοθρεύτηκαν στο όνομα της… ανάπτυξης.
Ασχέτως της καλλιτεχνικής αξίας των δυο σύγχρονων γουέστερν, τα «πολιτικά» τους μηνύματα απλώς επιβεβαιώνουν τη ρηχότητα αλλά και την ατολμία που κυριαρχεί πλέον στο Χόλιγουντ.
Γιατί όσα ψελλίζει σήμερα ο Ταραντίνο και ο Ινιάριτου τα είχαν βροντοφωνάξει άλλοι σκηνοθέτες γουέστερν πριν από μισό αιώνα.
Τα αμερικανικά γουέστερν είχαν αρχίσει να αποκαθιστούν την ιστορική αλήθεια για τη γενοκτονία των Ινδιάνων ήδη από τη δεκαετία του ’50, όταν ο Ντέλμερ Ντέιβις παρουσίασε το «Σπασμένο βέλος».
«Στην ταινία» θα γράψει αρκετά χρόνια αργότερα ο πρώην διευθυντής της Monde Diplomatique, Ιγνάσιο Ραμονέ, «ο Ντέιβις παρουσιάζει την κατάκτηση της Δύσης σαν μια αποικιοκρατική επιχείρηση αφαίρεσης εδαφών που ανήκαν στις κοινότητες των Ινδιάνων».
Λίγα χρόνια αργότερα, καθώς οι ΗΠΑ στέλνουν τα αγόρια τους στον πόλεμο της Κορέας, ο Τζον Χιούστον τολμά να αμφισβητήσει τον αμερικανικό μιλιταρισμό με την ταινία του «Νικηφόρα Επέλαση», για τη ζωή ενός στρατιώτη του αμερικανικού εμφυλίου που αποφασίζει να λιποτακτήσει.
Τελικά η ταινία λογοκρίνεται τόσο άγρια από τη Metro-Goldwyn-Mayer που ο σκηνοθέτης αποφασίζει να την αποκηρύξει – έχει προλάβει όμως να δώσει μια γενναία μάχη απέναντι στον πολεμικό παροξυσμό των νικητών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού δεκάδες κομμουνιστές και αναρχικοί σκηνοθέτες και σεναριογράφοι θα χρησιμοποιήσουν τη βιομηχανία του σπαγγέτι γουέστερν για να αποφύγουν την κρατική και επιχειρηματική λογοκρισία και να περάσουν τα μηνύματά τους στις ανυποψίαστες «μάζες».
Ο Σέρτζιο Λεόνε ξεκινά την ταινία του «Κάτω τα κεφάλια» με μια φράση του Μάο Τσε Τουνγκ: «Η επανάσταση δεν είναι πολυτελές δείπνο. Η επανάσταση δεν είναι δαντέλες… Η επανάσταση είναι πράξη βίας».
Στη συνέχεια ο πατέρας των σπαγγέτι γουέστερν «ντύνει» την πλοκή της υπόθεσης με αναφορές στη μεξικανική επανάσταση, στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό, την εκτέλεση του Μουσολίνι και τις σφαγές που πραγματοποιούσαν οι ναζί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο κομμουνιστής Πιερ Πάολο Παζολίνι πρωταγωνιστεί στην ταινία «Το τέλος των παρανόμων» του (επίσης κομμουνιστή) Κάρλο Λιτσάνι, υποδυόμενος έναν κληρικό που κηρύσσει την… ένοπλη πάλη.
Στην ταινία «Βίβα Κομαντσέρος», με τον Τζιαν Μαρία Βολοντέ, η υπόθεση θυμίζει απελπιστικά τις δολοφονικές επιχειρήσεις της CIA στη Λατινική Αμερική: ένας Μεξικανός κακοποιός σκοτώνει έναν Αμερικανό μισθοφόρο που έχει εντολή να δολοφονήσει έναν στρατηγό της μεξικανικής επανάστασης.
Στη συνέχεια παίρνει τα λεφτά της επικήρυξης και τα δίνει σε ένα ζητιάνο. «Μην αγοράσεις ψωμί» του λέει «αγόρασε δυναμίτη για να συνεχίσεις την επανάσταση».
Ο άνθρωπος όμως που πραγματικά έφτασε την αντιπαράθεση του σπαγγέτι γουέστερν στα άκρα ήταν ο Ισπανός σκηνοθέτης Μάριο Κάμους με την ταινία του «Τρινιτά» (στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τον εμπνευσμένο υπότιτλο «Με το πιστόλι μου ανοίγω τάφους»).
Στην ταινία ο Τέρενς Χιλ (γνωστός για τις σφαλιάρες που έριχνε μαζί με τον Μπαντ Σπένσερ) καλείται από έναν Ισπανό γαιοκτήμονα να δολοφονήσει έναν αναρχικό επαναστάτη που οργανώνει την εξέγερση των μικρών αγροτών.
Η ταινία γυρίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 και η κυβέρνηση στη Μαδρίτη, που ακόμη ελέγχεται από τον στρατηγό Φράνκο και τους φαλαγγίτες του ισπανικού εμφυλίου, περιμένει τον σκηνοθέτη στη γωνία.
Αυτός όμως αντί να υποχωρήσει τοποθετεί μια βόμβα στα θεμέλια των σπαγγέτι γουέστερν: βάζει τον ήρωα της ταινίας του να απαγγείλει απόσπασμα από την τελευταία συνέντευξη του αναρχικού επαναστάτη Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι:
«Δεν μας τρομάζουν τα ερείπια που μπορεί να αφήσει πίσω της η επανάσταση. Ξέρουμε και εμείς να χτίζουμε. Εργάτες έφτιαξαν τα παλάτια και τις πόλεις στην Ευρώπη και την Αμερική. Εμείς θα κληρονομήσουμε τη Γη και μην έχετε την παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό. Η αστική τάξη μπορεί να ανατινάξει τον δικό της κόσμο, καθώς εγκαταλείπει τη θέση της στην Ιστορία. Αλλά εμείς κουβαλάμε τον καινούργιο κόσμο στις καρδιές μας».
Και ύστερα λένε ότι τα γουέστερν του Ταραντίνο και του Ινιάριτου βρίθουν πολιτικών μηνυμάτων.
Info
►Δείτε
«Κάτω τα κεφάλια» (1970), Ο Σέρτζιο Λεόνε αναμιγνύει αριστοτεχνικά τον Μάο με τους βομβιστές του IRA, τον Μουσολίνι και τη μεξικανική επανάσταση.
► Διαβάστε
«Σιωπηρή προπαγάνδα» (εκδόσεις Πόλις). Ο Ιγνάσιο Ραμονέ περιγράφει την πολιτική καρδιά των σπαγγέτι γουέστερν.
info-war.gr
Γίνε συμπαραγωγός στο νέο ντοκιμαντέρ των δημιουργών του Debtocracy, Catastroika και Fascism Inc.
Μάθε περισσότερα στη διεύθυνση thisisnotacoup.com
Άρης Χατζηστεφάνου